«Οι αυξημένοι έλεγχοι θέτουν υπό αμφισβήτηση τη Συνθήκη Σένγκεν» | Έθνος
article background image

Τα μεσάνυχτα της Δευτέρας (16/09) τέθηκαν σε ισχύ τα νέα μέτρα της Γερμανίας για τη μετανάστευση που ορίζουν εντατικούς ελέγχους στα σύνορα. Στη σκιά τριών τρομοκρατικών επιθέσεων και με τις εκλογές στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξωνίας να φέρνουν σε πρώτη και δεύτερη (με ελάχιστη διαφορά από την κορυφή) θέση το ακροδεξιό AfD, το Βερολίνο κάνει λόγο για «στοχευμένους» και «έξυπνους» σταθερούς και κινητούς ελέγχους.

Την ίδια ώρα, στην Αθήνα επικρατεί ανησυχία για την απόφαση της Γερμανίας, με την κυβέρνηση να επιχειρεί να προχωρήσει σε κινήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργώντας συμμαχίες με χώρες πρώτης υποδοχής, που επίσης πλήττονται από την κίνηση αυτή. Είναι στη σωστή κατεύθυνση τα μέτρα που παίρνει η Γερμανία για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού; Τι αποτελέσματα μπορεί να έχουν και με ποιο τρόπο επηρεάζουν την Ελλάδα;

«Τα μέτρα δεν αντιμετωπίζουν, αλλά τροφοδοτούν τον δεξιό λαϊκισμό»

Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος

Γράφει ο Διεθνολόγος, ερευνητής τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών ΕΚΠΑ, Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος

Το ζήτημα της μετανάστευσης παραμένει ένα από τα κεντρικά θέματα της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις στη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών.

Το 2023, οι αιτήσεις ασύλου στην Ευρώπη ανήλθαν σε 1.129.800, αριθμός που υποδηλώνει τη συνεχιζόμενη πίεση που δέχονται οι χώρες της ΕΕ από αιτούντες άσυλο, κυρίως από τη Συρία, το Αφγανιστάν και την Ουκρανία. Η Γερμανία, με 334.000 αιτήσεις, ηγείται της λίστας των χωρών υποδοχής, με τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία να ακολουθούν. Σημειώνουμε ότι η Γερμανία προσελκύει τους μετανάστες λόγω των υψηλών κοινωνικών παροχών, προσφέροντας υψηλά επιδόματα, στέγαση, υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση. Η συνέχιση της πολιτικής αυτής επιβαρύνει τις χώρες διέλευσης, όπως η Ελλάδα και η απαίτηση να ακολουθήσουμε ένα αντίστοιχο πλαίσιο παροχών είναι παράλογη.

Ωστόσο, η κατάσταση δε θυμίζει καθόλου μία έκτακτη συνθήκη, όπως αυτή που βίωσε για παράδειγμα η Ελλάδα το 2020 στον Έβρο. Η αλλαγή πολιτικής του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στο μεταναστευτικό και η αυστηροποίηση των ελέγχων στα γερμανικά σύνορα στοχεύουν στην αντιμετώπιση των νικών του λαϊκίστικου κόμματος AfD και αντικατοπτρίζουν την αυξανόμενη επιρροή της αντιμεταναστευτικής ρητορικής στη γερμανική πολιτική σκηνή. Ο δημόσιος διάλογος στη Γερμανία για τους μετανάστες έχει οξυνθεί, και τα περισσότερα μεγάλα κόμματα υιοθετούν πλέον πολύ σκληρότερες θέσεις για το μεταναστευτικό.

Οι αυξημένοι έλεγχοι στα χερσαία σύνορα της Γερμανίας, όμως, μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές καθυστερήσεις στις μεταφορές αγαθών, αυξάνοντας τα κόστη για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στους τομείς που βασίζονται σε γρήγορες παραδόσεις, όπως τα logistics και η βιομηχανία. Οι ουρές στα σύνορα θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη μετακίνηση αγαθών και ανθρώπων, ενώ παράλληλα θα επηρέαζαν αρνητικά τους τουριστικούς και επιχειρηματικούς ταξιδιώτες. Οι συνοριακοί έλεγχοι στην Ευρώπη θα μπορούσαν να κοστίσουν δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε επιπλέον κόστη μεταφορών και να μειώσουν την παραγωγικότητα. Οποιαδήποτε σημαντική οικονομική αναταραχή στις χώρες της ΕΕ θα μπορούσε να έχει ευρύτερες επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην –ήδη ασθενική– οικονομική ανάπτυξη της ηπείρου.

Πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι οι αυξημένοι έλεγχοι θέτουν υπό αμφισβήτηση τη Συνθήκη Σένγκεν, έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ελεύθερη κυκλοφορία. Τα μέτρα της γερμανικής κυβέρνησης δημιουργούν ένα σημαντικό προηγούμενο στον περιορισμό της ελευθερίας κινήσεων, χωρίς να υπάρχουν οι έκτακτες συνθήκες που προβλέπουν οι συμφωνίες για τη δικαιολόγηση τέτοιων μέτρων. Η παρατεταμένη χρήση τους θέτει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα της ζώνης ελεύθερης κυκλοφορίας, και η αβεβαιότητα γύρω από το αν τα σύνορα θα είναι ανοιχτά ή κλειστά μπορεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και των επιχειρήσεων στη Συνθήκη.

Επομένως, τα μέτρα αυτά στην πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζουν, αλλά αντιθέτως τροφοδοτούν τον δεξιό λαϊκισμό, ο οποίος έχει ήδη εκμεταλλευτεί το μεταναστευτικό για να κερδίσει έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η πολιτική της επανεισαγωγής ελέγχων ενισχύει την αντίληψη ότι οι εθνικές πολιτικές πρέπει να υπερισχύσουν των ευρωπαϊκών, ενθαρρύνοντας την τάση προς απομονωτικές και ευρωσκεπτικιστικές θέσεις.

Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή συνεργασία για το θέμα αυτό είναι πιο κρίσιμη από ποτέ, και η Γερμανία, ως μία από τις ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ, θα έπρεπε να παίζει κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση της συνεργασίας και στην αποτροπή πισωγυρισμάτων, που μπορεί να προκύψουν λόγω του δεξιού λαϊκισμού.

Εξάλλου, το μεταναστευτικό δεν είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί από μια χώρα μόνη της. Η γεωγραφική θέση και οι διαδρομές που ακολουθούν οι μετανάστες και οι προσφυγικές ροές καθιστούν σαφές ότι το ζήτημα είναι πανευρωπαϊκό. Τα σύνορα μιας χώρας, όπως της Ελλάδας, της Ιταλίας ή της Ισπανίας, είναι ταυτόχρονα και τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης. Η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, επομένως, απαιτεί συλλογικές λύσεις, που να περιλαμβάνουν δίκαιη κατανομή των βαρών και κοινή στρατηγική για την ένταξη των προσφύγων.

Οι προτάσεις του ακροδεξιού λαϊκισμού για απομονωτικές πολιτικές όχι μόνο αγνοούν τη ρεαλιστική φύση του προβλήματος, αλλά δημιουργούν κίνδυνο για την ίδια τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λύση βρίσκεται σε πολιτικές στήριξης των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης και την ενίσχυση των φτωχών χωρών της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Η στήριξη των εξωτερικών συνόρων μπορεί να επιτευχθεί μέσω της καλύτερης χρηματοδότησης της Frontex (Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής), η οποία θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση των παράνομων ροών, στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και στη δημιουργία ασφαλών και ανθρώπινων συνθηκών στα σημεία εισόδου. Η αυξημένη συνεργασία μεταξύ των χωρών της ΕΕ για τη φύλαξη των συνόρων, σε συνδυασμό με την τεχνολογία, όπως τα συστήματα παρακολούθησης και ανίχνευσης, θα μπορούσε να μειώσει την πίεση στα κράτη πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

Η στήριξη των φτωχών χωρών της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής είναι εξίσου σημαντική, καθώς οι βασικές αιτίες της μετανάστευσης σχετίζονται με φτώχεια, συγκρούσεις, πολιτική αστάθεια και κλιματική αλλαγή. Οι άνθρωποι μεταναστεύουν αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, καθώς στις χώρες τους δεν υπάρχουν οι κατάλληλες ευκαιρίες για εργασία, εκπαίδευση και ασφάλεια. Αν δεν αντιμετωπιστούν οι υποκείμενες αιτίες, οι μεταναστευτικές ροές θα συνεχίσουν να αυξάνονται.

Η Ευρώπη μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην παροχή οικονομικής βοήθειας, τεχνογνωσίας και ανάπτυξης υποδομών σε αυτές τις περιοχές. Η επένδυση στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, την πρόσβαση σε καθαρό νερό, την ενίσχυση της δημοκρατίας και της διακυβέρνησης μπορεί να συμβάλει στην αναστροφή της μετανάστευσης, προσφέροντας στους ανθρώπους την ευκαιρία να ζήσουν με ασφάλεια και αξιοπρέπεια στις πατρίδες τους.

Η λύση στο μεταναστευτικό πρόβλημα, λοιπόν, απαιτεί συντονισμένη ευρωπαϊκή δράση. Η Γερμανία, ως μία από τις ηγέτιδες δυνάμεις στην ΕΕ, φέρει το ιστορικό βάρος και την ευθύνη να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση μιας τέτοιας πολιτικής, ενθαρρύνοντας την αλληλεγγύη και την κοινή δράση μεταξύ των κρατών-μελών.