article background image

Έτοιμοι να παραιτηθούν σε περίπτωση που δεν είναι ικανοποιημένοι από τη δουλειά τους, είναι οι εργαζόμενοι που ανήκουν στη Gen Z (τα παιδιά που γεννήθηκαν από το 1997 έως το 2010), σύμφωνα με έρευνα της UKG που δημοσιεύει το Fortune. Τι έχει αλλάξει στην αγορά εργασίας και για ποιο λόγο μία ολόκληρη γενιά εργαζόμενων βάζει άλλες προτεραιότητες πάνω από την καριέρα της;

Για δεκαετίες, η πολιτιστική «εντολή» σε πολλές δυτικές χώρες ήταν ότι, η σκληρή δουλειά θα φέρει και την αντίστοιχη ανταμοιβή. Η προσπάθεια θα έφερνε (δυνητικά πάντα) ικανοποιητικότερες αμοιβές αλλά και επαγγελματική ανέλιξη και αναγνώριση. Το αφήγημα δημιούργησε ολόκληρες γενιές εργαζόμενων εμμονικών με την καριέρα τους η οποία, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελούσε και μέρος της ταυτότητάς τους. 

Οι εργαζόμενοι της γενιάς Z, ωστόσο, ολοένα και πιο επιτακτικά, βάζουν στη συζήτηση την ανάγκη να γραφτεί ένα νέο αφήγημα για τον κόσμο της εργασίας. Έχοντας υπάρξει μάρτυρες της εξουθένωσης, της έλλειψης χρόνου και της οικονομικής επισφάλειας των γονιών τους, έχουν άλλες προσδοκίες από την εργασία τους: καλύτερους μισθούς, περισσότερο ελεύθερο χρόνο, ευελιξία όσον αφορά τον χώρο, μεγαλύτερη κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη. Τα αιτήματα αυτά -ίσως υπό τη μορφή ερωτημάτων- έθεσαν πρώτοι οι millennials, εργαζόμενοι της προηγούμενης γενιάς. Για τους Gen Zers, όμως, έχουν γίνει πια προσδοκίες – και σε μεγάλο ποσοστό, όσοι είναι αρκετά μεγάλοι για να δουλέψουν, δηλώνουν πρόθυμοι να παραιτηθούν από την εργασία τους αν οι ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται. «Η παγκόσμια μελέτη μας διαπιστώνει ότι δεν υποστηρίζουν όλες οι κουλτούρες στους χώρους εργασίας τη Gen Z και το εργατικό δυναμικό πρώτης γραμμής. Ένα πράγμα είναι βέβαιο για όλες τις γενιές: αν δεν διορθώσετε την εμπειρία της πρώτης γραμμής, κινδυνεύετε να χάσετε πολύτιμα ταλέντα», σημειώνει στο σχετικό δελτίο τύπου που δημοσιεύτηκε με την έρευνα της UKG, ο διευθύνων εταίρος της Workplace Intelligence (που συμμετείχε στην εν λόγω μελέτη), Dan Schawbel. Πώς έχουν αλλάξει τα δεδομένα και για ποιο λόγο;

Επισφάλεια ή αυτονομία;

«Αρχικά έχει αλλάξει το μοντέλο επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Κανένας νέος δεν περιμένει σήμερα ότι θα παραμείνει για καιρό σε έναν εργοδότη, ούτε ότι η επαγγελματική του πορεία θα εξελιχθεί ευθύγραμμα μέσω αλλεπάλληλων προαγωγών μέχρι να φτάσει στη σύνταξη», εξηγεί στο ethnos.gr ο Κυριάκος Μελίδης, υποψήφιος Διδάκτορας κοινωνιολογίας της εργασίας στο Πανεπιστήμιο Friedrich-Schiller Jena. Ο κ. Μελίδης προσθέτει πως, «η επαγγελματική σταδιοδρομία αποσυνδέεται από την παραμονή και εξέλιξη εντός μιας εταιρείας και εδράζεται περισσότερο στο άτομο. Ο εργαζόμενος καλείται να προσαρμοστεί ευέλικτα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και ως „επιχειρηματίας του εαυτού του“ να αυξάνει συνεχώς τις δυνατότητες και την απασχολησιμότητα του. Αυτό απαιτεί συλλογή διαφορετικών επαγγελματικών εμπειριών, δεξιοτήτων, μετεκπεδεύσεις, ακόμα και ανάπτυξη των λεγόμενων soft skills. Η επαγγελματική σταδιοδρομία σχετίζεται επομένως περισσότερο με την ανάπτυξη μιας ενικής ατομικής ταυτότητας, που με τη σειρά της μπορεί να οδηγεί σε καλύτερες συνθήκες εργασίας· ή τουλάχιστον αυτή είναι η προσμονή».

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται ιδανικά ωστόσο, όπως τονίζει ο Κυριάκος Μελίδης, οι Gen Zers, «περνάνε όμως και χειρότερα. Σε αυτή τη συνεχή κίνηση η επισφάλεια εμφανίζεται ως συστατικό στοιχείο, ειδικά στις νεότερες γενιές. Με την επισφάλεια δεν εννοώ μόνο τις ακραίες εκφάνσεις της όπως σωματική και ψυχική εξάντληση, οικονομική ανέχεια, τοξικές συμπεριφορές εντός της εργασίας, φαινόμενα που όντως αυξάνονται ραγδαία. Η επισφάλεια ως γενικότερη συνθήκη ευαλωτότητας εξαιτίας εργασίας, λειτουργεί αποτρεπτικά στο να παραμείνει κανείς σε μια θέση, καθώς η ασφάλεια του εξαρτάται περισσότερο από την μετακίνηση σε κάτι καλύτερο. Ειδικά στη χώρα μας, η επισφάλεια τείνει να εδραιωθεί ως κανονικότητα και βλέπουμε νέους εργαζόμενους να μετακινούνται συνεχώς "ζυγίζοντας" κάθε φορά διαφορετικούς παράγοντες όπως ο μισθός, το ωράριο, το εργασιακό κλίμα, προσπαθώντας να καταλήξουν σε μια κατάσταση λιγότερης επισφάλειας».

Σε περσινή έρευνα του Pew Research Center προκύπτει ότι, οι μισοί από τους αμερικανούς που γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 2010, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είδαν κάποιο μέλος της οικογένειάς τους να χάνει τη δουλειά του ή να δέχεται μείωση μισθού. Μπορεί κάπως το γεγονός ότι πανδημία του κορονοϊού άλλαξε άρδην το τοπίο της εργασίας για όλους να σχετίζεται με τις διαφορετικές προσδοκίες που έχουν οι νεότερες γενιές από τη δουλειά τους; «Η πανδημία από τη μία ενίσχυσε υπάρχουσες ανισότητες και δημιούργησε νέες και από την άλλη προσέφερε ευκαιρίες. Η νέα γενιά που εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν είτε στην εκπαίδευση είτε στα πρώτα της επαγγελματικά βήματα έρχεται αντιμέτωπη και με τα δύο. Βίωσε την αναβολή και ακύρωση των βιογραφικών σχεδίων της, στοχοποιήθηκε, αν δεν βίωσε και την καταστολή, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ήταν αόρατη για το σύστημα κοινωνικής προστασίας. Την ίδια στιγμή όμως, ως πιο ευέλικτη γενιά έδειξε μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής, κατέχει ψηφιακές και επικοινωνιακές δεξιότητες, στοιχεία δηλαδή που αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία στην σημερινή αγορά εργασίας. Αυτή η διττή εμπειρία συνειδητής ευαλωτότητας και γνώσης ικανοτήτων της, μπορεί δυνητικά να λειτουργεί σαν πόρος διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης στην αγορά εργασίας, έστω και ατομικής», υπογραμμίζει ο κ. Μελίδης.

Μπορεί, όμως, αυτή η νεότερη γενιά εργαζομένων να διαμορφώνει ένα διαφορετικό τοπίο στην αγορά από αυτό που οι προηγούμενες γενιές ξέραμε μέχρι τώρα; «Ως προς τον πυρήνα της εργασίας οι νέες γενιές δεν ψάχνουν κατά τη γνώμη μου κάτι πολύ διαφορετικό από τους μεγαλύτερους. Θέλουν η εργασία να μπορεί να τους εξασφαλίζει μια υλική αυτονομία και έτσι να καθορίσουν τη ζωής τους με τρόπο που επιλέγουν. Να  μπορούν δηλαδή να φύγουν από το παιδικό τους δωμάτιο πληρώνοντας ενοίκιο, να έχουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο κατανάλωσης και να τους μένει ελεύθερος χρόνος για άλλες δραστηριότητες. Διαφοροποιήσεις βλέπουμε περισσότερο στο περιεχόμενο και στην οργάνωση της εργασίας. Νεότεροι εργαζόμενοι θέτουν πιο εμφατικά την εύρεση μιας δουλειάς που τους ικανοποιεί ταυτοτικά ως προς το αντικείμενο και που παρέχει αυτονομία και ελευθερία στον τρόπο εργασίας. Για αυτό το λόγο είναι πιο έτοιμοι να αποδεχτούν ή διεκδικούν κιόλας περισσότερη ευελιξία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή αυξάνει την αυτονομία τους εντός και εκτός εργασίας και όχι την επισφάλεια.

Ας πάρουμε το παράδειγμα της τηλε-εργασίας. Η χωρική απελευθέρωση μπορεί να αυξήσει την αυτονομία του εργαζόμενου επιτρέποντας το συνδυασμό της εργασίας με ταξίδια ή διακοπές (περίπτωση ψηφιακών νομάδων) ή παρέχοντας καλύτερη συνθήκες συμφιλίωσης οικογενειακής - επαγγελματικής ζωής. Σε πολλές περιπτώσεις όμως η τηλε-εργασία συνδέεται με αύξηση του εργάσιμου χρόνου, ένταση εργασίας και μεταφορά κόστους της εταιρείας στον εργαζόμενο. Όταν υπερισχύει η δεύτερη τάση βλέπουμε στην έρευνα ότι η μειώνεται αντίστοιχα και η επιθυμίας για ευελιξία. Οι νεότερες γενιές θα βρεθούν επομένως όντως σε μια πολύ πιο ευέλικτη αγορά εργασίας. Το αν αυτή θα έχει τη μορφή επισφάλειας ή αυτονομίας μάλλον θα αποτελεί διαιρετική τομή εντός αυτής και, όπως σήμερα, ζήτημα πολιτικής ρύθμισης», υποστηρίζει ο ίδιος.

Στη συζήτησή μας, αναπόφευκτα, μπαίνει και η εξαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη ενώπιον του υπουργικού συμβουλίου την Πέμπτη (31/10) για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ έως το 2027. Θα μπορούσε αυτό να σχετίζεται κάπως με το γεγονός ότι οι νεότεροι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής (που κατά κανόνα αμοίβονται με τον κατώτατο μισθό) ξέρουν να βάζουν τα όριά τους; Μήπως η εισήγηση του Dan Schawbel για τον κίνδυνο απώλειας πολύτιμων ταλέντων βρήκε ευήκοα ώτα στην ελληνική κυβέρνηση; Ο Κυριάκος Μελίδης δεν συνδέει απευθείας τα εργασιακά «ήθη» της Gen Z με τις εξαγγελίες. «Οι νεότεροι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής τείνουν όντως να βάζουν όρια. Αυτό το βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στον τουριστικό και στον αγροτικό τομέα όπου σημειώνεται έλλειψη εργατικού δυναμικού, την στιγμή μάλιστα που η ανεργία, ειδικά μεταξύ των νέων, παραμένει υψηλή. Η απόρριψη της εποχιακής εργασίας σε αυτούς τους κλάδους όμως δεν σχετίζεται μόνο με τους χαμηλούς μισθούς. Απορρίπτονται συνολικά οι εργασιακές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από αδήλωτη εργασία, εξαντλητικά και παράνομα ωράρια, στέρηση ρεπό, κακές ή ακριβές συνθήκες σίτισης και διαμονής, μεταξύ άλλων. Η εποχιακή εργασία λειτουργεί σαν μια άτυπη ειδική εργασιακή ζώνη, μη τήρησης στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων», εξηγεί. «Η εξαγγελία αύξησης του βασικού μισθού δε μπορεί να αναχθεί, τουλάχιστον όχι απευθείας, σε αυτή τη σιωπηλή οριοθέτηση. Άλλωστε, το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση προσπάθησε να ξεπεράσει την έλλειψη εργατικών χεριών σε αυτούς τους κλάδους με εισαγωγή νέων και όχι μέσω βελτίωσης των όρων εργασίας. Σίγουρα  όμως το μέτρο μπορεί να συσχετιστεί με τη γενικευμένη δυσαρέσκεια σχετικά με τη διαχείρηση της ακρίβειας, που επηρεάζει περισσότερο νέους και εργαζόμενους με το βασικό μισθό», καταλήγει.

«Μάθαμε να θέτουμε την ψυχική υγεία στο επίκεντρο και να την τοποθετούμε πιο ψηλά και από την τσέπη μας»

Η Λουίζα Σολομών-Πάντα, από την εποχή που ξεκίνησε το Λύκειο, ήταν αποφασισμένη να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Το 2013, μετά τις Πανελλήνιες, σπούδασε το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ. Την περίοδο που τελείωνε τη σχολή, εφημερίδες και site έκλειναν και οι δημοσιογραφικές ομάδες συρρικνώνονταν. «Παρόλο που η μεγάλη μου αδελφή - επίσης δημοσιογράφος - μου εξηγούσε πως τα πράγματα στον κλάδο έχουν δυσκολέψει, τόσο από άποψη ευκαιριών όσο και αμοιβών, εγώ ήθελα να εργαστώ ως δημοσιογράφος», λέει η ίδια στο ethnos.gr και προσθέτει πως, «από την πρακτική μου κιόλας πίσω στο 2017, βρέθηκα σε στρεσογόνα περιβάλλοντα τα οποία άφηναν λίγα περιθώρια στη δημιουργικότητα, μιας που κύριο μέλημα ήταν η πλούσια ροή ειδήσεων και θεμάτων - η οποία φυσικά απαιτούσε πολλές ώρες εργασίας».

Η Λουίζα, ακόμα κι όταν είχε αρχίσει να αποκτά επαγγελματική εμπειρία, παρέμενε  «το παιδί για όλες τις δουλειές», θα μάς πει, εξηγώντας ότι, «παράλληλα με την προσπάθειά μου να εξελιχθώ ως δημοσιογράφος, οι εργοδότες μου, μου ανέθεταν τη “λάντζα”». Κάπως έτσι, πρόσφατα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Τα τελευταία τέσσερα χρόνια εργαζόμουν σε μεγάλο, ημι-ανεξάρτητο multimedia site στο οποίο απολάμβανα την ελευθερία στην επιλογή της θεματολογίας και τη δυνατότητα εργασίας από το σπίτι. Αν και στα χαρτιά ήμουν part-time εργαζόμενη και αμοιβόμουν μόλις με 400 ευρώ, στην πορεία άρχισα οικειοθελώς να συμμετέχω πιο ενεργά, γράφοντας 4-5 κείμενα/ρεπορτάζ την εβδομάδα. Δεδομένου ότι το μέσο δεν ευημερούσε οικονομικά (όπως συμβαίνει με όλα τα ανεξάρτητα μέσα άλλωστε), δεν υπήρχε η δυνατότητα αύξησης του μισθού μου, και έτσι είχα να επιλέξω ανάμεσα σε δύο δρόμους: Να γράφω όσο το πρώτο διάστημα, για 400 ευρώ, αλλά χωρίς να “κυνηγάω” τα θέματα που με ενδιέφεραν, ή να γράφω περισσότερο και να εξελίξω τη θεματολογία μου, χωρίς όμως η αμοιβή μου να είναι ανάλογη της εργασίας μου. Επέλεξα το δεύτερο Δουλεύοντας όμως επί τέσσερα χρόνια στο ίδιο μέσο, χωρίς να μπορώ στα 29 μου πλέον χρόνια να καλύψω βασικές ανάγκες, τους τελευταίους μήνες άρχισα να βαλτώνω. Ως άνθρωπος με αγχώδη διαταραχή που ακολουθεί αγωγή, η δυνατότητα εργασίας από το σπίτι συνέβαλε θετικά στο να βιώνω λιγότερο άγχος - αυτός άλλωστε ήταν ένας βασικός λόγος για να εργαστώ στο συγκεκριμένο μέσο. Μεγαλώνοντας και δυναμώνοντας ψυχικά, όση ηρεμία κι αν μου προκαλούσε η εργασία από το σπίτι, οι ανάγκες και οι προτεραιότητές μου άρχισαν να αλλάζουν. Παρατηρώντας πλέον πως ξυπνάω θλιμμένη, χωρίς όρεξη για εργασία, και επιλέγοντας να ασχοληθώ με “εύκολα” θέματα, μόνο και μόνο για να βγάλω τη δουλειά της ημέρας, πήρα την απόφαση να σταματήσω να εργάζομαι στο συγκεκριμένο μέσο. Και αυτό το έκανα χωρίς προηγουμένως να έχω βρει άλλη δουλειά, πράγμα το οποίο φάνηκε παράξενο σχεδόν σε όλους τους ανθρώπους του κύκλου μου (και όχι άδικα, αφού στην Ελλάδα αν δεν δουλεύεις με τις ώρες, δεν έχεις να φας και να πληρώσεις τα τσουχτερά ενοίκια)».

Τολμηρή απόφαση, ή κίνηση μίας εργαζόμενης που δεν είχε και πολλά να χάσει; Η ίδια τονίζει πως, «ήξερα πως αν δεν κάνω το απαραίτητο διάλειμμα από το κυνήγι της επικαιρότητας και τη ματαίωση που ένιωθα, δεν θα μπορώ να γεμίσω τις μπαταρίες μου για να αναζητήσω κάτι διαφορετικό ως δημοσιογράφος. Βέβαια, αν δεν εργαζόμουν παράλληλα για κάποιες ώρες της εβδομάδας ως ψυχοθεραπεύτρια (δεύτερες σπουδές), δεν θα είχα ίσως την “πολυτέλεια” να ενεργήσω με αυτόν τον τρόπο. Όσο υγιές κι αν είναι να φεύγουμε από κάτι που παύει πλέον να μας εκφράζει και να μας γεμίζει, άλλο τόσο δύσκολο είναι να τα βγάλουμε πέρα βιοποριστικά με αυτή την απόφαση».

Εντέλει, η ίδια, έχει καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα αναφορικά με τη γενιά της και την αγορά εργασίας; «Όλο και περισσότερα άτομα της γενιάς μου (Gen Z), επιλέγουν να φύγουν από κάτι που δεν τους ευχαριστεί και επιβαρύνει την ψυχική τους υγεία, και να μπουν στο ταμείο ανεργίας μέχρι να ορθοποδήσουν. Δεδομένου ότι είμαστε η γενιά που στράφηκε μαζικότερα στην ψυχοθεραπεία από οποιαδήποτε άλλη (πόλεμοι, οικονομική κρίση, πανδημία - δεν μας άφησαν και πολλά περιθώρια…), μάθαμε να θέτουμε την ψυχική υγεία στο επίκεντρο και να την τοποθετούμε πιο ψηλά και από την τσέπη μας».