Ο Αρης Αλεξανδρής είναι ένας νέος συγγραφέας που καταφέρνει να συνδυάζει το χιούμορ με τη σοβαρότητα, δημιουργώντας ένα μοναδικό αποτύπωμα στον λογοτεχνικό κόσμο. Γεννημένος στην Αθήνα και μεγαλωμένος στον Πειραιά, σπούδασε στη Νομική του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι η γραφή ήταν ο πραγματικός του προορισμός. Από το 2011 εργάζεται στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, καθώς και στη διαφήμιση και την επικοινωνία.
Το 2022 έκανε δυναμική είσοδο στα ελληνικά γράμματα με το πρώτο του βιβλίο, «Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα», το οποίο απέσπασε τόσο το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του περιοδικού ο Αναγνώστης, όσο και το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Στην κουβέντα μας, ο Άρης μιλά για το νέο του βιβλίο «Τρία επί ψυχής» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, εξερευνά τη συνύπαρξη λογικής και χιούμορ στο συγγραφικό του έργο και μοιράζεται τις σκέψεις του για το πώς μπορεί να γίνει η Αθήνα μια καλύτερη πόλη, ένα ζήτημα που τον απασχολεί ιδιαίτερα.
Ποια ήταν η εσωτερική ανάγκη που σας οδήγησε να γράψετε το δεύτερο βιβλίο σας «Τρία επί ψυχής»;
Είναι η ίδια ανάγκη που με ωθεί στο γράψιμο γενικά. Εχω μια ιδέα, την επεξεργάζομαι και αποφασίζω ότι αξίζει να τη διατυπώσω. Στη βάση της, η πράξη της συγγραφής είναι εξαιρετικά απλή και οργανική. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, εκτός από τις αφηρημένες και αναίτιες εμπνεύσεις, έπαιξαν ρόλο και διάφορα μοτίβα που παρατηρώ από μικρός: οι πρόωροι θάνατοι, η απώλεια ως πραγματικότητα, οι φιλίες στο πέρασμα του χρόνου, οι οικογενειακές σχέσεις, το υπαρξιακό άγχος κ.α.
Η νέα σας ιστορία βασίζεται στις ανθρώπινες σχέσεις και σε δύσκολες ή τραυματικές εμπειρίες. Πώς δουλέψατε πάνω σε αυτά τα θέματα; Υπήρξαν προσωπικές σας εμπειρίες που σας ενέπνευσαν;
Το προσωπικό με τη στενή έννοια συνδυάστηκε με το προσωπικό με την ευρεία έννοια. Εγραψα δηλαδή και για καταστάσεις που έχω ζήσει «πρωταγωνιστικά», αλλά κυρίως για όσα έχω παρακολουθήσει να συμβαίνουν δίπλα και γύρω μου, χωρίς απαραίτητα να έχω ιδιαίτερη συμμετοχή σε αυτά. Φυσικά, η «δουλειά» πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τις τραυματικές εμπειρίες γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και με τη φαντασία· θέλω να πω, δεν γράφω αυτοβιογραφικά, οι ιστορίες μου είναι ευτυχώς «πλαστές».
Η Ανι, με αφορμή τα 30ά της γενέθλια, αποφασίζει ν’ αναζητήσει τις αιτίες των προβλημάτων της και να μάθει καλύτερα τον εαυτό της. Εσείς έχετε βρεθεί σε παρόμοια θέση; Αν ναι, πώς διαχειριστήκατε αυτές τις στιγμές;
Οταν με πιάνουν αγωνίες τέτοιου είδους, συνήθως πανικοβάλλομαι αλλά μόνο προσωρινά. Στην πορεία, τα προβλήματα κατά κάποιον τρόπο αυτορυθμίζονται, εφόσον τα αντιμετωπίσω με ψυχραιμία. Προσπαθώ λοιπόν να κάνω αυτό: να αποδέχομαι ό,τι δεν αλλάζει, να εργάζομαι για ό,τι μπορώ και θέλω ν' αλλάξω, και να μη χάνω τον εαυτό μου στο μεσοδιάστημα.
Επιλέξατε κοπέλα ως κεντρική ηρωίδα, αναφέροντας ότι οι γυναίκες εκφράζονται πιο εύκολα. Γιατί πιστεύετε ότι οι άντρες είναι πιο εσωστρεφείς και δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους;
Για τον ίδιο λόγο που οι γυναίκες εκφράζονται πιο εύκολα: επειδή αυτή είναι η εκπαίδευση που τους έχουν επιφυλάξει τα μακραίωνα πατριαρχικά ήθη. Οι γυναίκες θεωρούνται συναισθηματικά όντα, άρα η εκφραστικότητά τους κρίνεται εύλογη και «κανονική», ενώ από τους άντρες αναμένεται ψυχρότητα και δωρικότητα σχεδόν πάντα, διαφορετικά διαρρηγνύεται τάχα η αρρενωπότητά τους. Επέλεξα λοιπόν η κεντρική ηρωίδα να είναι γυναίκα, γιατί ένας άντρας στη θέση της μάλλον δεν θα ήταν πολύ πειστικός.
Το πένθος κυριαρχεί στο δεύτερό σας μυθιστόρημα. Τι σας ενέπνευσε να εμβαθύνετε σε αυτό το συναίσθημα;
Οι άπειρες αποχρώσεις του, η περίοπτη θέση του στη συλλογική συνείδηση, αλλά και η μυστηριώδης παρουσία του στο υποσυνείδητό μας. Βρίσκω συναρπαστική την ικανότητα του πένθους να ισοπεδώνει τη ζωή και την ίδια ώρα να ισοπεδώνεται από αυτήν.
Το πρώτο πράγμα που ξέρατε για το νέο σας βιβλίο ήταν ο τίτλος, τον οποίο σας «έδωσε» η γιαγιά σας σε κάποιο όνειρο. Πόση σημασία έχουν τα όνειρα για εσάς, είτε στη δημιουργική διαδικασία είτε γενικά;
Δεν ήταν το πρώτο πράγμα. Ο τίτλος ήρθε αφού είχα αρχίσει να γράφω. Απ’ ό,τι φαίνεται, πάντως, τα όνειρα έχουν μεγάλη σημασία. Δεν τους αποδίδω μεταφυσικές ιδιότητες, αλλά, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση, έχω συμπεράνει πως ξεκλειδώνουν ιδέες που διαφορετικά θα έμεναν στο σκοτάδι. Ίσως κάποιοι τομείς της δημιουργικότητας σου δίνουν πρόσβαση στο περιεχόμενό τους μόνο με την προϋπόθεση πως είναι απενεργοποιημένες οι αισθήσεις σου και ό,τι αυτές συνεπάγονται (κριτική, αυστηρότητα, αυτοϋπονόμευση, στρες).
Το πρώτο σας βιβλίο «Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο απέσπασε κρατικό βραβείο και ακόμα ένα από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης» και διθυραμβικές κριτικές. Πώς σας επηρέασε αυτή η αναγνώριση, τόσο προσωπικά όσο και ως συγγραφέα;
Μου αρέσει που κάνετε τη διάκριση ανάμεσα στο προσωπικό και στο συγγραφικό – είναι όντως δύο διαφορετικές υποθέσεις. Σε προσωπικό επίπεδο, χάρηκα πάρα πολύ με τις βραβεύσεις γιατί ήρθαν ως επιβεβαίωση πως η δουλειά μου είχε έναν αντικειμενικό αντίκτυπο. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου το γράψιμο και το διάβασμα είναι αρκετά αντιδημοφιλείς συνήθειες, δεν υπάρχουν και πολλές αφορμές να αναγνωριστείς μέσα από αυτές. Ως συγγραφέα, τα βραβεία με επηρέασαν λιγότερο, υπό την έννοια ότι δεν μπορούν ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο να με κάνουν· θα συνεχίσω να γράφω όπως έγραφα και, αν προοδεύσω ή παρακμάσω, δεν θα ευθύνονται τα βραβεία.
Ο Ιγνάτιος ή η Άνι είναι πιο κοντά σε εσάς;
Η Άνι, οπωσδήποτε. Στατιστικά, έχω υπάρξει σκεπτόμενος και προσεκτικός πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έχω υπάρξει θολωμένος και παρορμητικός.
Η γραφή σας χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη χρήση χιούμορ, που συχνά είναι ειρωνικό και καυστικό. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς το γέλιο, τόσο στη ζωή όσο και στο έργο σας;
Πολύ σημαντικό. Το χιούμορ δεν είναι απλώς μια μέθοδος διαφυγής, όπως πιστεύουν πολλοί (που στην πραγματικότητα το αντιπαθούν ή το θεωρούν δευτερεύουσας σημασίας). Είναι ένας τρόπος ύπαρξης από μόνο του, μία διαρκής πνευματική κατάσταση. Το ποιοτικό, εγκεφαλικό χιούμορ δεν συμβολίζει την ελαφρότητα, αλλά τη δημιουργική ψυχραιμία, και πιστεύω ότι σε σωστές δόσεις μπορεί να μας συνοδεύει στα πάντα.
Είστε ιδιαίτερα ενεργός στα social media, σχολιάζοντας συχνά την επικαιρότητα. Πιστεύετε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν εξελιχθεί σε μια νέα μορφή έκφρασης, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή δράση στους δρόμους με τη «διαμαρτυρία από τον καναπέ»;
Δεν ξέρω αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα social media νέα μορφή έκφρασης – δεν είναι και τόσο νέα πια. Τη «δράση στους δρόμους» μάλλον δεν την έχουν αντικαταστήσει, περισσότερο συμπληρωματικά λειτουργούν, γιατί αυτοί που έβρισκαν πάντα νόημα στις παραδοσιακές κινηματικές εκδηλώσεις εξακολουθούν να προβαίνουν σε αυτές. Η γνώμη μου πάντως είναι ότι και η περίφημη «δράση στους δρόμους» διαμαρτυρία από τον καναπέ αποτελεί τις περισσότερες φορές, ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τον αντίκτυπό της. Ας μην τα βάζουμε όμως με τον καναπέ. Πιστεύω ότι ενίοτε από τις μαξιλάρες του συλλαμβάνονται, γράφονται και διαδίδονται πολύ πιο ουσιώδη μηνύματα από εκείνα που βλέπουμε στα πανό.
Εκτός από συγγραφέας, είστε και αρθρογράφος στην «Καθημερινή». Πώς βλέπετε σήμερα τη δύναμη της δημοσιογραφίας, ειδικά σε σχέση με την επιρροή των social media;
Πολύ περιορισμένη. Η δημοσιογραφία/αρθρογραφία απευθύνεται πια σε έναν μικρό κύκλο ανθρώπων που παρακολουθούν τα νέα και διαβάζουν. Οι υπόλοιποι δεν έχουν χρόνο και ενδιαφέρον για το δημοσιογραφικό προϊόν – μαθαίνουν ό,τι μαθαίνουν από το φευγαλέο «content» στο οποίο τους παραπέμπει ο αλγόριθμος. Γι’ αυτό και απορώ πραγματικά με το μένος όσων καταφέρονται εναντίον των media διαρκώς. Πρόκειται για την επιτομή της σκιαμαχίας.
Ποια είναι η άποψή σας για την Αθήνα ως πόλη; Πώς τη βλέπετε ν’ αλλάζει μέσα στον χρόνο; Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να δείτε να βελτιώνεται στην πόλη που γεννηθήκατε κι μεγαλώσατε;
Η Αθήνα είναι μια πόλη-ωδή στην αφροντισιά, την απερισκεψία και την εγκατάλειψη. Δεν είμαι από αυτούς που ρομαντικοποιούν τη δυσλειτουργία, την ακαλαισθησία και τη βρόμα· έχω μεγαλύτερες απαιτήσεις. Δεν περιμένω φυσικά να αποκτήσει παριζιάνικη ομορφιά, αλλά δεν μπορώ και να αποδεχτώ ως θεμιτή κανονικότητα τις σάπιες πολυκατοικίες, τα σπασμένα πεζοδρόμια, τα σκουπίδια, το ατελείωτο τσιμέντο και την ανομία. Συνολικά λοιπόν δεν τη βλέπω να αλλάζει προς το καλύτερο. Έχω προ πολλού πάψει να πιστεύω στο κρατικό θαύμα, πιστεύω όμως σε μερικές λύσεις-κλειδιά που μπορούν να βελτιώσουν άμεσα τη θλιβερή κατάσταση: η πρώτη κίνηση πρέπει να είναι η δενδροφύτευση (στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλοί δημόσιοι χώροι που ενδείκνυνται για κάτι τέτοιο – απλώς το κράτος τούς αγνοεί επειδή βαριέται)· η δεύτερη αφορά την ατομική ευθύνη: πρέπει να ενδιαφερθούμε εκ νέου για τον δημόσιο χώρο και για την περιουσία μας (δεν είναι και τόσο μεγάλη υπόθεση να βάφουμε τις πολυκατοικία μας ανά δέκα χρόνια, ας πούμε).
Αν έπρεπε να περιγράψετε τον εαυτό σας σε κάποιον που δεν σας γνωρίζει, τι θα του λέγατε;
Ότι για να περιγράφω τον εαυτό μου, μάλλον κάτι πολύ κακό μού έχει συμβεί, άρα πρέπει να φωνάξει βοήθεια.