article background image

Η νέα ταινία του Πάμπλο Λαραΐν, «Maria», που έκανε πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους από το Cinobo και τη Faliro House, φωτίζει τις τελευταίες μέρες της ζωής της Μαρίας Κάλλας μέσα από μια ευαίσθητη, ανθρώπινη ματιά. Ο βραβευμένος σκηνοθέτης ολοκληρώνει την τριλογία του για τις εμβληματικές γυναικείες φιγούρες του 20ού αιώνα, δημιουργώντας ένα τρυφερό πορτρέτο που συνδυάζει ιστορικό δράμα με ψυχολογική πίεση. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες του, «Jackie» και «Spencer», όπου κυριαρχούσε ένας βαρύς συναισθηματικός τόνος, το «Maria» ξεχωρίζει για την ενσυναίσθηση με την οποία προσεγγίζει τη μεγάλη ντίβα.

Παρότι η μοίρα της Κάλλας είναι προδιαγεγραμμένη – η θρυλική σοπράνο πέθανε το 1977, μόλις στα 53 της – ο Λαραΐν αποτυπώνει την πτώση της μ' έναν βαθιά συμπονετικό τρόπο. Η ταινία αποκτά τη μορφή μιας «ιστορίας φαντασμάτων», όπου κυριαρχούν οι απώλειες και οι αναμνήσεις που τη στοιχειώνουν. Η Αντζελίνα Τζολί, στον ρόλο της Μαρίας Κάλλας, παραδίδει μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της καριέρας της, ισορροπώντας ανάμεσα στην ευθραυστότητα και την επιβλητική παρουσία της ντίβας που προσπαθεί να διαχειριστεί την απώλεια της φωνής της. Στην έναρξη της ταινίας, η βραβευμένη ηθοποιός τραγουδά το «Ave Maria» του Βέρντι, μια σκηνή που συμβολίζει τη σύγκρουση με το παρελθόν και το παρόν, καθώς ο Λαραΐν ενσωματώνει τη φωνή της πραγματικής Κάλλας, ενώ η ίδια η Τζολί εκπαιδεύτηκε επί μήνες για τον ρόλο.

Το σκηνικό της ταινίας – το ευρύχωρο, γοτθικό διαμέρισμα της Ελληνίδας σοπράνο στο Παρίσι – λειτουργεί ως αντανάκλαση της εσωτερικής της απομόνωσης. Οι σχέσεις της με τους γύρω της, όπως η πιστή Μπρούνα (Άλμπα Ρορβάχερ) και ο Φερρούτσιο (Πιερφραντσέσκο Φαβίνο), προσθέτουν ζεστασιά αλλά και ένταση, καθώς οι προσωπικοί της δαίμονες παραμένουν αξεπέραστοι. Η παραγωγή εντυπωσιάζει με τη μαεστρία του Γκάι Χέντριξ Ντάιας στη σκηνογραφία και του Μάσιμο Καντίνι Παρίνι στα κοστούμια, ενώ η εναλλαγή έγχρωμων και ασπρόμαυρων πλάνων προσδίδει στην ταινία έναν ποιητικό τόνο. Ο σκηνοθέτης αξιοποιεί την όπερα ως βασικό αφηγηματικό μέσο, συνδέοντας τη ζωή της Κάλλας με τη διαχρονική γοητεία της τέχνης της. Η ταινία, η οποία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας αποσπώντας standing ovation διάρκειας 10 λεπτών, αγγίζει βαθιά ακόμη και τους θεατές που δεν είναι εξοικειωμένοι με την όπερα.

Μια ενδιαφέρουσα πινελιά στην ταινία είναι η ερμηνεία της Λυδίας Κονιόρδου στον ρόλο της Λίτσας Καλογεροπούλου, της μητέρας της νεαρής Μαρίας. Η ταινία, μεταξύ άλλων, φωτίζει την τραυματική περίοδο της γερμανικής Κατοχής, παρουσιάζοντας τη μητέρα ως μια γυναίκα που εκμεταλλεύτηκε όχι μόνο το ταλέντο αλλά και το σώμα της κόρης της, καθώς και της αδερφής της, Τζάκι, για την επιβίωση της οικογένειας.

Ξεκινώντας την κουβέντα μας, η ταλαντούχα ηθοποιός μίλησε για τον τρόπο που προσέγγισε τον ρόλο της, λέγοντας πως «όταν ένας ηθοποιός καλείται να ερμηνεύσει έναν χαρακτήρα με φαινομενικά αρνητικά χαρακτηριστικά, η πρόκληση είναι ν' αναζητήσει τις αιτίες πίσω από τη συμπεριφορά του, να τον κατανοήσει και να τον αιτιολογήσει. Η μητέρα της Μαρίας Κάλλας ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος, αλλά είχε διπλό ρόλο στη ζωή της κόρης της. Από τη μία πλευρά, ήταν εκείνη που την ώθησε προς το τραγούδι, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της και κάνοντας τα πάντα για να χτίσει τη μουσική της καριέρα. Από την άλλη, ήταν ένας σκληρός και αυστηρός χαρακτήρας, με συμπεριφορές που η Μαρία δεν της συγχώρεσε ποτέ. Η προσέγγισή μου ήταν να διερευνήσω τη σκληρότητά της και να κατανοήσω τι την έκανε να φέρεται έτσι. Η εποχή της Κατοχής, μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση, επέβαλε τεράστιες προκλήσεις. Οι άνθρωποι αναγκάζονταν να παίρνουν δύσκολες αποφάσεις για να επιβιώσουν, και κάποιοι, όπως η μητέρα της Κάλλας, ίσως προχώρησαν σε πράξεις που σήμερα θεωρούμε ηθικά απαράδεκτες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δικαιολογώ αυτές τις πράξεις, αλλά προσπάθησα να φέρω στη σκηνή τη σύγκρουση και τα διλήμματα που βίωνε, το εσωτερικό τραύμα που τη συνόδευε σε κάθε της απόφαση».

Καταφέρατε να κατανοήσετε τη μητέρα της σε προσωπικό επίπεδο;

Κατανοώ, αλλά δεν μπορώ να συγχωρήσω. Υπάρχει μια βαθιά διαφορά ανάμεσα σε εκείνους που συνειδητά συνεργάστηκαν με τον κατακτητή και σε όσους, κάτω από τη δίνη της φτώχειας και της εξαθλίωσης, αναγκάστηκαν να κάνουν πράγματα που ποτέ δεν θα ήθελαν για να επιβιώσουν. Η μητέρα της Μαρίας Κάλλας έζησε στην Αθήνα κατά την Κατοχή, μια εποχή όπου άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα στους δρόμους. Υπήρχαν γυναίκες που, μην έχοντας άλλη επιλογή για να ταΐσουν τα παιδιά τους, συνεργάζονταν με τον κατακτητή ή προσέφεραν το σώμα τους. Είναι μια τραγική πραγματικότητα που δεν μπορεί ν' αγνοηθεί. Ξέρετε, οι άνθρωποι στις πόλεις βρίσκονταν σε ασύγκριτα πιο δύσκολη θέση από εκείνους στην ύπαιθρο. Στην εξοχή, μπορείς να τραφείς από τη γη, από ένα δέντρο. Στην Αθήνα, όμως, οι άνθρωποι πέθαιναν κυριολεκτικά της πείνας. Αυτά μου τ' αφηγήθηκαν η μητέρα μου και η γιαγιά μου, που έζησαν την Κατοχή. Μου μίλησαν για ανθρώπους που σωριάζονταν νεκροί στους δρόμους, την ίδια ώρα που οι γείτονες δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, γιατί μετρούσαν τις σταφίδες στη χούφτα τους για ν' αντέξουν και οι ίδιοι.

Σε αυτές τις ακραίες συνθήκες, κάποιες γυναίκες, στην Ελλάδα όπως και σε όλη την Ευρώπη, αναγκάστηκαν να προσεγγίσουν τους κατακτητές για να επιβιώσουν. Ναι, από τη σκοπιά της σημερινής ηθικής, αυτές οι πράξεις είναι κατακριτέες. Αλλά αν σταθούμε για μια στιγμή στη θέση αυτών των γυναικών, ίσως μπορέσουμε να κατανοήσουμε ότι είχαν εξαντλήσει κάθε περιθώριο επιβίωσης. Σε δύσκολες εποχές, η κοινωνία συχνά αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους. Στην Ευρώπη, αυτές οι γυναίκες διαπομπεύτηκαν δημόσια, ως μια μορφή εκδίκησης ή ψυχολογικής εξιλέωσης. Στην περίπτωση της μητέρας της Κάλλας, δεν υπάρχουν σαφείς απαντήσεις για το αν ανήκε σε αυτή την κατηγορία γυναικών. Ωστόσο, η ιστορία της είναι ένα ισχυρό παράδειγμα των ηθικών διλημμάτων που φέρνει η επιβίωση, και των τραυμάτων που αφήνουν οι κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες στους ανθρώπους.

Οπως αναφέρατε και εσείς, στην ταινία βλέπουμε τη μητέρα της Κάλλας ν' αναγκάζει τις κόρες της να τραγουδούν ρεμπέτικα για τους Γερμανούς και να τις εκδίδει. Πώς αντιληφθήκατε εσείς αυτή τη δραματική πτυχή του ρόλου;

Για μένα ήταν σημαντικό να δείξω ότι η μητέρα της Κάλλας δεν ενεργεί ψυχρά και κυνικά. Ήθελα να φανεί ότι ενώ κάνει αυτή την πράξη – να βάλει τις κόρες της να τραγουδήσουν για τους Γερμανούς – συνειδητοποιεί το λάθος της. Υπάρχει μια εσωτερική σύγκρουση. Ήθελα ν' αναδείξω το ανθρώπινο δίλημμα: ξέρει ότι παραβιάζει τη δική της ηθική, αλλά νιώθει ότι δεν έχει άλλη επιλογή.

Θεωρείτε πως ήταν σωστή η επιλογή της ταινίας να παρουσιάσει ή να αφήσει ανοιχτό το κεφάλαιο αυτό από τη ζωή της μεγάλης σοπράνο;

Αυτό είναι καθαρά θέμα επιλογής του σκηνοθέτη. Ομολογώ πως ούτε εγώ το γνώριζα αρχικά, αλλά έκανα την έρευνά μου και διαπίστωσα ότι υπάρχουν μόνο φευγαλέες αναφορές, χωρίς καμία βεβαιότητα. Η ταινία υιοθετεί μια παρόμοια προσέγγιση, αφήνοντας το θέμα μετέωρο, χωρίς να το επιβεβαιώνει. Από εκεί και πέρα, όπως σε κάθε καλλιτεχνικό έργο, όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος.

«Η Μαρία Κάλλας μεγάλωσε σε μια διαλυμένη οικογένεια, μεταναστεύοντας από χώρα σε χώρα, με μια μητέρα σκληρή και απόλυτη» λέει η Λυδία Κονιόρδου

Θεωρείτε ότι η σχέση που είχε η Μαρία Κάλλας με τη μητέρα της, επηρέασε την ανάγκη της για αποδοχή από άλλους;

Νιώθω ότι αυτό που έλειψε περισσότερο από τη Μαρία Κάλλας ήταν η αγάπη και η στοργή. Μεγάλωσε σε μια διαλυμένη οικογένεια, μεταναστεύοντας από χώρα σε χώρα, με μια μητέρα σκληρή και απόλυτη. Δεν ένιωσε ποτέ μητρική θαλπωρή, ούτε βρήκε πραγματική αγάπη στον σύζυγό της, τον Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι. Ο Μενεγκίνι ήταν περισσότερο ένας διαχειριστής της καριέρας της, και τελικά ένας άνθρωπος που την εκμεταλλεύτηκε. Παρομοίως, η μητέρα της τη βοήθησε ν' ακολουθήσει τον δρόμο της μουσικής, αλλά συχνά επιδίωκε να την εκμεταλλευτεί οικονομικά. Αυτή η πικρία τη συνόδευε για χρόνια, οδηγώντας σε ρήξη που ποτέ δεν γεφυρώθηκε. Όλη αυτή η σχέση θυμίζει αρχαίες τραγωδίες, όπως αυτή της Κλυταιμνήστρας και της Ηλέκτρας—μια διαρκής σύγκρουση που δεν θεραπεύτηκε ποτέ.

Τι κρατάτε από τον συγκεκριμένο ρόλο;

Ο ρόλος αυτός με δίδαξε για ακόμα μια φορά πόσο περίπλοκη είναι η ανθρώπινη φύση. Κανένας χαρακτήρας δεν είναι απόλυτα καλός ή κακός. Προσπαθώ πάντα να βρίσκω την ανθρώπινη πλευρά ακόμα και στους πιο δύσκολους ρόλους, να εστιάζω στα διλήμματα και τις επιλογές τους. Μέσα από τη μητέρα της Κάλλας, είδα πώς η εποχή και οι συνθήκες μπορούν να διαμορφώσουν τις ζωές των ανθρώπων με τρόπους που ούτε οι ίδιοι δεν φαντάζονται.

Αν μπορούσατε ν' αγκαλιάσετε τη Μαρία Κάλλας και να μοιραστείτε κάποιες σκέψεις μαζί της, τι θα θέλατε να της πείτε;

Τι μπορεί να πει κανείς για αυτό το σπουδαίο, σχεδόν αγγελικό πλάσμα με τη θεϊκή φωνή; Αν και δεν είμαι λάτρης της όπερας μπελ κάντο – προτιμώ την παλαιότερη μπαρόκ όπερα – η φωνή της Μαρίας Κάλλας με έκανε να επανεκτιμήσω το είδος. Η ερμηνεία της ξεπερνούσε τα όρια του τραγουδιού και του ίδιου του είδους. Έδωσε στο μπελ κάντο βάθος που θύμιζε αρχαία τραγωδία, με πτυχές πιο βαθιές από τα κείμενα της όπερας, τα οποία συνήθως είναι πιο απλοϊκά και ρηχά συγκριτικά με τη φιλοσοφία και την ποίηση του αρχαίου δράματος. Η Κάλλας, μέσα από τη φύση της, κατάφερε να εμποτίσει την όπερα με αυτό το τραγικό στοιχείο. Δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα σπουδών ή τεχνικής. Ήταν η ίδια ένα τραγικό πρόσωπο, μια ύπαρξη που έφερε το αρχέγονο αυτό βάθος και το μετέδωσε στο κοινό. Ίσως γι’ αυτό την αποκαλούσαν Divina. Είχε μια θεϊκή αύρα που ξεπερνούσε τα όρια της κοινωνίας, η οποία προσπαθούσε να την εγκλωβίσει σε καλούπια δημοσίων σχέσεων και κοινωνικής επιτυχίας. Δεν μπορούσε να χωρέσει μέσα σε αυτά και πληγωνόταν βαθιά.

Το δώρο που προσέφερε στον κόσμο ήταν ανεκτίμητο, και η έλλειψη της αναγνώρισης αυτής την πονούσε. Αυτό που έδωσε η Μαρία Κάλλας ήταν πολύ περισσότερο από απλώς μια σπουδαία ερμηνεία, ήταν μια θεϊκή προσφορά. Προσωπικά, την έχω συμπονέσει πολλές φορές καθώς άκουγα τη φωνή της και διάβαζα την ιστορία της. Κατανοούσα τις επιλογές της, ακόμη και τα λάθη της, όπως η σχέση της με τον Ωνάση. Αναζητούσε, έστω και στιγμιαία, μια ψευδαίσθηση ζωής που της είχε στερηθεί. Ίσως ο Ωνάσης έκανε κι εκείνος το «παιχνίδι» του μαζί της, αλλά η Μαρία Κάλλας έζησε μια αγάπη που είχε ανάγκη, ακόμη και αν δεν ήταν απόλυτα αληθινή. 

«Κατανόησα τις επιλογές της, ακόμη και τα λάθη της, όπως η σχέση της με τον Ωνάση. Αναζητούσε, έστω και στιγμιαία, μια ψευδαίσθηση ζωής που της είχε στερηθεί» λέει η Λυδία Κονιόρδου

Ποιες ήταν οι πρώτες σας σκέψεις όταν σας πρότειναν τον ρόλο;

Δεν έχω μεγάλη εμπειρία στον κινηματογράφο, πόσο μάλλον σε διεθνείς παραγωγές τέτοιας κλίμακας. Στην αρχή, δεν πίστευα ότι θα μ' επέλεγαν. Όταν όμως έγινε, ένιωσα ότι μπαίνω σ' έναν νέο κόσμο. Ήταν μοναδική εμπειρία να παρακολουθώ τα γυρίσματα, ακόμα και τις ημέρες που δεν είχα δικές μου σκηνές. Ο Πάμπλο Λαραΐν και η Αντζελίνα Τζολί ήταν εξαιρετικά παραδείγματα επαγγελματισμού και δημιουργικότητας.

Ποιες ήταν οι εντυπώσεις σας από τη συνεργασία σας με την Αντζελίνα Τζολί, τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως άνθρωπο;

Όταν συναντηθήκαμε, είχαμε μια κοινή σκηνή, η οποία, όμως, τελικά αφαιρέθηκε. Φαινόταν ότι υπήρχε ένα ζήτημα στο σενάριο. Δεν ήταν ξεκάθαρο, γιατί το σενάριο άλλαζε καθημερινά. Ο Πάμπλο Λαρέν έψαχνε κάτι, προσπαθούσε να βρει τον κατάλληλο τρόπο να εκφράσει την ιδέα του. Ήταν από τις τελευταίες σκηνές, όπου η μητέρα της Κάλλας εμφανίζεται σαν όραμα και της λέει σκληρά λόγια. Αυτή η σκηνή δεν μπήκε τελικά στην ταινία, πιθανότατα για λόγους συνοχής και προτεραιοτήτων που έθεσε ο σκηνοθέτης στο μοντάζ. Παρόλα αυτά, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την Αντζελίνα. Είχαμε μια όμορφη συζήτηση. Είναι ένας άνθρωπος με θάρρος και τόλμη στις απόψεις της, παρότι δείχνει ευάλωτη και εύθραυστη. Είναι δυνατή, με ενδιαφέρον για τα κοινά, κάτι που μ' εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Δεν ασχολείται μόνο με την καριέρα της, αλλά δείχνει έμπρακτο ενδιαφέρον για όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Επιπλέον, η γενναιοδωρία της ήταν αξιοσημείωτη. Σε μια περίοδο που καταπιανόταν μ' έναν τόσο απαιτητικό ρόλο, όπως αυτόν της Μαρίας Κάλλας, είχε την ευγένεια να καλέσει όλους τους συντελεστές της ταινίας στο χώρο που έμενε για ένα ποτό. Ήταν μια τρυφερή χειρονομία, που έδωσε την ευκαιρία να μιλήσουμε πιο χαλαρά. Αυτή η γενναιοδωρία και η ευγένεια της με άγγιξαν βαθιά.

Τα τελευταία χρόνια σας βλέπουμε να δοκιμάζετε νέα πράγματα καλλιτεχνικά. Τι σας ώθησε σε αυτή την κατεύθυνση;

Η καριέρα μου ξεκίνησε στο Θέατρο Τέχνης, δίπλα στον σπουδαίο Κάρολο Κουν. Τότε, υπήρχε ο άγραφος κανόνας ότι, αν ανήκεις στον θίασο, δεν μπορείς ν' ασχοληθείς με τίποτα άλλο. Αυτό με καθόρισε στη συνείδηση του κοινού ως μια ηθοποιό αποκλειστικά του θεάτρου. Αργότερα, όταν ανέλαβα τη διεύθυνση περιφερειακών θεάτρων, ο χρόνος μου έγινε ακόμα πιο περιορισμένος. Πιστεύω ότι, όταν ασχολείσαι με την τηλεόραση ή το θέατρο, πρέπει ν' αφοσιώνεσαι αποκλειστικά σε αυτό που κάνεις. Προσωπικά, δεν μπορώ ν' αναμειγνύω τα δύο. Η λειτουργία τους είναι εντελώς διαφορετική. Στο σινεμά και την τηλεόραση η δουλειά έχει άλλες απαιτήσεις, ενώ στο θέατρο η διαδικασία είναι πιο άμεση και βιωματική. Υπάρχουν συνάδελφοι που καταφέρνουν να κινούνται με ευκολία ανάμεσα στους διαφορετικούς αυτούς κόσμους, και τους θαυμάζω γι’ αυτό. Εγώ, όμως, δυσκολεύομαι πολύ. Ακόμα και όταν παίζω στο θέατρο, αποφεύγω να βλέπω ταινίες πριν από τις παραστάσεις. Οι εικόνες της ταινίας μένουν μέσα μου, με στοιχειώνουν, και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στον ρόλο μου. Έτσι, έχω βρει τη δική μου λύση: βλέπω σινεμά μόνο τις Δευτέρες. Ωστόσο, αναγνωρίζω ότι κάθε μορφή τέχνης είναι αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς μας. Όταν την υπηρετούμε με αφοσίωση, μπορεί να μας δώσει σημαντικές εμπειρίες και να προσφέρει πολλά, τόσο σε εμάς όσο και στο κοινό.

Κλείνοντας, μια ευχή για τα Χριστούγεννα;

Εύχομαι να σταματήσουν οι πόλεμοι και οι άνθρωποι να πάψουν να κερδίζουν από τον πόνο των άλλων. Είναι τρομερό να βλέπεις παιδιά να πεθαίνουν σε βομβαρδισμούς ή να πνίγονται στη θάλασσα. Μακάρι να μπορέσουμε όλοι να αντισταθούμε στη χειραγώγηση και να υψώσουμε το ανάστημά μας για έναν καλύτερο κόσμο.