Η απελευθερωτική ηθική της μορφής*
Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς άλλον σκηνοθέτη τόσο κρυπτικό, αινιγματικό και ιδιοσυγκρασιακό και παράλληλα τόσο δημοφιλή, επιδραστικό και πανταχού παρών σε όλα τα είδη της καλλιτεχνικής παραγωγής και σε όλα τα μέσα επικοινωνίας. Έναν καλλιτέχνη για τον θάνατο του οποίου τοποθετήθηκαν η ΝASA, η Vogue, όλα τα ευρωπαϊκά (τουλάχιστον) περιοδικά κινηματογράφου, Ακαδημίες Τεχνών αλλά και χιλιάδες χρήστες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συμπληρώνοντας ο καθένας και η καθεμία μια ανάμνηση από τη γεύση του κέικ που ονομάζεται Ντέιβιντ Λιντς.
Πρελούδιο σε μια φιλοσοφία του μέλλοντος
Από το ζωγραφικό τελάρο και τον κεντρικό ήρωα του, τον Billy, με τις ψυχικές διαταραχές και τις πολλές υποπροσωπικότητες, έως το κινηματογραφικό πλαίσιο στο οποίο πολλοί κριτικοί αναγνωρίζουν τον μετρ του 20ού και του 21ου αιώνα στην απεικόνιση του Απόλυτου Κακού και της αρρωστημένης αμερικάνικης ψυχής ή τον κυρίαρχο σύγχρονο σκηνοθέτη του Ονείρου και του Υποσυνείδητου, μέχρι την τηλεοπτική οθόνη και τα αμέτρητα memes του Λιντς με τα δελτία καιρού που εξέδιδε ή αυτά στα οποία εξηγεί την απόλαυση ενός καλού φλιτζανιού καφέ, απολαμβάνοντας δύο μπισκότα και μια κόκα κόλα στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου ή την υπερβολική φωτεινότητα του μέλλοντος, υπάρχει φαινομενικά μια ακραία σύγχυση και αντίφαση. Τόσο avant-garde και τόσο mainstream. Τόσο σκοτεινός και τόσο γλυκός και αισιόδοξος.
Το «Πέρα από το καλό και το κακό- Πρελούδιο σε μια φιλοσοφία του μέλλοντος» αν δεν ήταν τίτλος του βιβλίου του Νίτσε θα μπορούσε να ήταν ο τίτλος της καλλιτεχνικής κληρονομιάς του Λιντς. Ίσως ο πυρήνας του οικοσυστήματος του Λιντς δε βρίσκεται τόσο στην ψυχολογική διερεύνηση του ονείρου και του υποσυνείδητου αλλά στη διαλεκτική σχέση που διατρέχει όλο το έργο του, μεταξύ ηθικής (καλό- κακό) και αισθητικής (όμορφο- άσχημο). Από το «Εraserhead» και τον «Άνθρωπο Ελέφαντα» μέχρι τη Λόρα Πάλμερ και το μοντέλο του αρχετυπικού ήρωά του, τον όμορφο εξωτερικά αλλά βαθιά παράξενο εσωτερικά ντεντέκτιβ του Twin Peaks, Nτέιλ Κούπερ, ο Λιντς κραυγάζει την πίστη του πως η ίδια η φόρμα θα μιλά και θα σχολιάζει το περιεχόμενο των ταινιών του.
Αν τοποθετηθούμε πέραν της ηθικής, πέραν του καλού και του κακού, θα ανακαλύψουμε μια ομορφιά και στην ηθική ασχήμια. Το απεικονίζει συμπυκνωμένα και εξαιρετικά εύστοχα αυτό ο Λιντς σε μια σκηνή στο Μπλε Βελούδο. Μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά, ο πατέρας του Τζέφρι Μπόμοντ (Κάιλ ΜακΛάχλαν) παθαίνει καρδιακή προσβολή και πέφτει στο γρασίδι. Ο Λιντς μετακινεί την κάμερά του από την επιφάνεια, από τον όμορφο κόσμο των αμερικάνικων προαστίων -λευκοί φράχτες, γαλάζιοι ουρανοί, κόκκινα τριαντάφυλλα, απολαυστική μουσική-, στο υπέδαφος, μέσα στο πυκνό χώμα που ζουν και αναπαράγονται υπό μοχθηρούς ήχους, βρώμικα ζωύφια και γλοιώδη ερπετά. Κάτω από τη στραφταλίζουσα Αμερική υπάρχει μια άλλη στην οποία βασιλεύει η διαφθορά, η εγκληματικότητα, οι βιασμοί, η κακοποίηση. Η περιέργεια του Τζέφρι θα τον οδηγήσει σε μια από τις πιο αποκρουστικές φιγούρες του κινηματογράφου, στην προσωποποίηση του καθαρού κακού, τον Φρανκ Μπουθ (Ντένις Χόπερ) αλλά θα οδηγήσει και τον θεατή στη συνειδητοποίηση ότι η αφθονία του κακού καταβροχθίζει την απελευθερωτική, στιγμιαία αλλά ποιοτικά ανώτερη, αίσθηση ευτυχίας που δίνει η εικόνα ενός κοκκινολαίμη που πετάει ανάμεσα στα κλαδιά ενός δέντρου ή στέκεται σε ένα παράθυρο με τη λεία στο στόμα.
Από 1977 και το Eraserhead, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, έως τους αισθητικούς ογκόλιθους Mπλε Βελούδο (1986), Χαμένη Λεωφόρος (1997), Οδός Μαλχόλαντ (2001), και από την τηλεοπτική σειρά Twin Peaks έως το σύνολο της φιλμογραφίας του, οι ταινίες του Λιντς έχουν κάτι στριφνό που πολλές φορές φέρνουν τον θεατή σε μια θέση άβολη, προκαλούν μια αίσθηση δυσφορίας και ενόχλησης αλλά και πολλές φορές έχουν θραύσματα τρυφερότητας και γλυκύτητας μέσα στο πηκτό σκοτάδι των ενοχλητικών ήχων, των απότομων λευκών οθονών, των γλοιωδών μορφών.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς περιγράφεται με τέτοια ακρίβεια και τέτοια συνέπεια ένα άσχημος, με την ηθική έννοια, κόσμος μέσα από την ομορφιά; Mα, μέσα από την ίδια τη στρεβλή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε τον κόσμο. Στο «Μπλε Βελούδο», αλλά και στην πλειοψηφία του έργου του Λιντς, η κακότητα καθευατή παρουσιάζεται φωτογενής και αστραφτερή. Η αίσθηση δυσφορίας προκύπτει μέσα από αυτήν την αντινομία, από τη φόρμα που αναιρεί το περιεχόμενο.
«Το πραγματικό κόλπο είναι να καταλάβουμε ότι η αλήθεια υπάρχει στη μέση των άκρων»
Και ίσως η ισορροπία βρίσκεται στη συνέπεια που για πάνω από σαράντα χρόνια ο Λιντς έδειξε στον διαλογισμό και συγκεκριμένα στον υπερβατικό διαλογισμό. Η δύναμή του, η ιδιοφυΐα του, βασίζεται νομίζω στην παροιμιώδη συνέπεια που έδειχνε στις δύο εκρηκτικές (και συμπαντικές) δυνάμεις που κάνουν τον κόσμο αυτό που είναι: το σκοτάδι και το φως. Η αισιοδοξία που υπάρχει στους ήρωές του, αλλά και οι συμβάσεις τέλους των ταινιών του, προκύπτουν μέσα από αυτό δυσεύρετο είδος ηθικής διαλεκτικής που είχε τόσο στην τέχνη του όσο και στην προσωπική του ζωή. «Πίστεψε πολύ βαθιά στο κακό του κόσμου και απλά δε θα σηκωθείς ποτέ από το κρεβάτι. Αγνόησε αυτό το κακό και αγωνίσου προς τα εμπρός σαν να μην υπάρχει, και θα πέσεις θύμα μιας άγνοιας που θα σε κάνει έναν ηθικά φτωχό ηθοποιό. Το πραγματικό κόλπο σε όλα τα πράγματα είναι να καταλάβουμε ότι η αλήθεια, αν τη βρούμε ποτέ, υπάρχει στη μέση των άκρων», έχει πει σε μια από τις παρουσιάσεις που έχει δώσει για τον υπερβατικό διαλογισμό ανά τον κόσμο. «Η αληθινή ευτυχία δεν είναι εκεί έξω, η αληθινή ευτυχία βρίσκεται μέσα μας και πάντα αναρωτιόμουν πού είναι αυτό μέσα. Αυτή είναι η ομορφιά αυτής της τεχνικής. Υπάρχουν πολλές μορφές διαλογισμού, αλλά με τον υπερβατικό διαλογισμό, για μένα το κλειδί είναι η λέξη «υπερβατικός»: «να βουτήξεις μέχρι το τέλος σε αυτό το τεράστιο βασίλειο μεταξύ της επιφάνειας της ζωής και αυτή της θεμελιώδους καθαρής συνείδησης, αλλά είναι εκεί για τον καθένα, και όταν είσαι μέσα σε αυτό, είναι οικείο, είσαι εσύ. Και αμέσως νιώθει μια ευτυχία, αλλά δεν είναι το αίσθημα μια χαώδους ευτυχία, είναι η πηκτή ομορφιά του να εκτιμάς τη ζωή και το να ζεις. Και πρέπει να υποφέρεις; Υπάρχει αυτή η μυθολογία ότι πρέπει να έχεις θυμό, πρέπει να έχεις «αρνητικό πλεονέκτημα», να υποφέρεις για να δημιουργήσεις. Πρέπει να κατανοείς το γιατί έχεις θυμό, πρέπει να έχεις ενέργεια, καθαρότητα πνεύματος και διαύγεια για να δημιουργήσεις, για να μπορείς να συλλαμβάνεις ιδέες, για να μπορείς να είσαι αρκετά δυνατός για να καταπολεμήσεις την απίστευτη πίεση και το άγχος και όλο αυτό που συμβαίνει στον κόσμο…άγχος, στρες, κατάθλιψη, θυμός μίσος, φόβος- θα πρέπει να αποδεσμευτούμε γιατί όλο αυτό είναι συνδεδεμένο με το γιατί δεν υπάρχει παγκόσμια ειρήνη…θα υπάρξει ένας καλύτερος κόσμος, αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ σκληρός και ακριβώς αυτό μα δίνει την ικανότητα να μπορούμε να δούμε την ομορφιά γύρω μας.»
Αν και είναι γνωστός για το σκοτάδι του, ίσως η πιο εκπληκτική ποιότητα της τέχνης του Ντέιβιντ Λιντς ήταν η ελπίδα του. Για όλα τα παραπάνω, το Μπλε Βελούδο συμπυκνώνει όλη την αισθητική και ηθική προσέγγιση του Λιντς και αυτή την ελπίδα στην τελευταία του σκηνή: Μετά από μια μεγάλη διαδρομή μέσα από την κόλαση, η ταινία δεν ολοκληρώνεται με μια εικόνα πόνου, απώλειας ή ματαιότητας. Αντίθετα, ένα από τα τελευταία του πλάνα είναι ένας κοκκινολαίμης που κάθεται σε ένα περβάζι. Ένας κοκκινολαίμης - αυτό το πιο συνηθισμένο πουλί, τόσο μικρό που είναι αόρατο, αλλά ένα σύμβολο, που χτίστηκε κατά τη διάρκεια της ταινίας, που αντιπροσωπεύει την ίδια την αγάπη. «Ίσως οι κοκκινολαίμηδες είναι εδώ», λέει ο Τζέφρι, προσεκτικά. Σε αυτό το όνειρο μας έκανε κοινωνούς ο Λιντς. Στην πίστη πως είμαστε καλοί και κακοί ταυτόχρονα, πως η πάλη του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με του δαίμονές του (προσωπικούς και συλλογικούς) είναι και ο τρόπος να περάσει από το υποσυνείδητο στο συνειδητό. Πως παρά το πηχτό σκοτάδι, παραδόξως, ξανά και ξανά, τα ανθρώπινα όντα θα αποφασίσουν να αγαπήσουν το ένα το άλλο.
Είναι γνωστή η φράση του, « Δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι περιμένουν η τέχνη να βγάζει νόημα, η ίδια η πραγματικότητα δε βγάζει». Ο κόσμος γύρω μας είναι δομημένος με τέτοιο τρόπο ώστε να θριαμβεύει η καθημερινή -απαρατήρητη πια- αγένεια, να επιδιώκεται η υλική αφθονία, να ευδοκιμεί η σκληρότητα. Να αναδύονται οι νευρώσεις και οι ψυχικές διαταραχές, συμπτώματα της μη επαφής του ανθρώπου με τις πραγματικές του ανάγκες. Όλες αυτές οι «παράξενες», αφύσικες, ζοφερές, πραγματικότητες των ηρώων του είναι η πραγματικότητα πολλών ανθρώπων και ο Λιντς κατάφερε να τους κάνει να μην αισθάνονται μόνοι. Και αυτό από μόνο του είναι μεγαλειώδες.
*Ο υπότιτλος του άρθρου προέρχεται από την κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη για το Μπλε Βελούδο στο Έθνος, στις 29/3/1987