Πρεμιέρα κάνει σήμερα, Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου, στους κινηματογράφους όλης της χώρας η ταινία «Καποδίστριας», ένα ιστορικό δράμα που μας μεταφέρει στις αρχές του 19ου αιώνα και φωτίζει την αληθινή ιστορία του Ιωάννη Καποδίστρια, του σπουδαιότερου Έλληνα πολιτικού και πρώτου Κυβερνήτη της νεότερης Ελλάδας, στα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό.
Η ταινία παρακολουθεί την πορεία ενός ανθρώπου που υπερασπίζεται με σθένος, καλοσύνη και αξιοπρέπεια την ελευθερία του κάθε ανθρώπου, ακόμη κι όταν αυτό απαιτεί προσωπικές θυσίες. Ο Καποδίστριας δεν διστάζει να συγκρουστεί με τις δυνάμεις του κακού, ν' απαρνηθεί πλούτη, δόξα και διεθνή αναγνώριση, ακόμη και να θυσιάσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Όταν η Ελλάδα αποκτά την ελευθερία της, καλείται ν' αναλάβει το βαρύ φορτίο της διακυβέρνησης ως πρώτος Κυβερνήτης. Παρότι διαισθάνεται τη δολοφονία του, αποδέχεται αγόγγυστα τη μοίρα του και πορεύεται μέχρι τέλους, υπηρετώντας με πίστη και αυταπάρνηση την πατρίδα του. Μια θυσία που τον οδηγεί, τελικά, στην αληθινή ελευθερία.
Η ταινία της Tanweer αποτελεί μια παραγωγή υψηλών προδιαγραφών, με γυρίσματα στην Ελλάδα —Αθήνα, Ναύπλιο, Κέρκυρα, Ύδρα, Μάνη, Σούνιο— αλλά και στο εξωτερικό, σε Ρουμανία και Ελβετία. Το σενάριο και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Γιάννης Σμαραγδής, ενώ το καστ απαρτίζεται από μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών, με τον Αντώνη Μυριαγκό να ενσαρκώνει τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Ο ταλαντούχος ηθοποιός μιλά στο ethnos.gr για την πρόκληση της ενσάρκωσης ενός υπαρκτού ιστορικού προσώπου, για τη βαθιά πνευματικότητα και το ηθικό υπόβαθρο του Καποδίστρια, για τα σκληρά διλήμματα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πολιτικό, αλλά και για την έννοια της αληθινής ελευθερίας, όπως αυτή αναδύεται μέσα από τη ζωή και τη θυσία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας.
Ποια πτυχή του Καποδίστρια προσπαθήσατε περισσότερο ν' αναδείξετε μέσα από την ερμηνεία σας;
Η αλήθεια είναι πως αφετηρία μου ήταν όσα υπήρχαν ήδη γραμμένα στο σενάριο, το οποίο ήταν υποδειγματικό ως προς τον τρόπο με τον οποίο αποτύπωνε τα τελευταία χρόνια της ζωής του Καποδίστρια. Η ιστορία τον παρακολουθεί ουσιαστικά από την περίοδο της Ελβετίας και έπειτα, όταν βρίσκεται στο εξωτερικό, μέχρι το κάλεσμά του στην Ελλάδα και, τελικά, το τέλος του. Όλα αυτά τα ιστορικά κομμάτια και τα γεγονότα με ώθησαν να σκύψω πάνω τους, να τα μελετήσω σε βάθος και να προσπαθήσω να κατανοήσω τι ακριβώς πρέσβευε αυτός ο άνθρωπος στην ουσία του. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσα στο ιδεολογικό και φιλοσοφικό του υπόβαθρο, αλλά και στη βαθιά σχέση του με το θείο, με την Ορθοδοξία. Όλα αυτά λειτούργησαν σαν επιμέρους κομμάτια ενός παζλ, τα οποία προσπάθησα να ενώσω, ώστε να συνθέσω μια ολοκληρωμένη εικόνα του Καποδίστρια ως ανθρώπου.
Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται διαρκώς μπροστά σε δύσκολα διλήμματα. Πιστεύετε ότι το κοινό θα συγκινηθεί περισσότερο από τον πολιτικό ή από τον άνθρωπο Καποδίστρια;
Στην περίπτωση του Καποδίστρια, θεωρώ πως το ένα εμπεριέχει το άλλο. Δεν πιστεύω ότι αυτά τα δύο λειτούργησαν ποτέ ξεχωριστά. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που διαπνέεται από μια ενιαία ποιότητα, μια εσωτερική συνοχή, θα έλεγα, η οποία μοιάζει να καθορίζεται από μια μορφή θείας χάρης ήδη από πολύ νεαρή ηλικία. Μελετώντας ιστορικές πηγές, αυτό το στοιχείο επιβεβαιωνόταν συνεχώς. Δεν συνάντησα —και δεν νομίζω πως υπάρχει— κάποιο σκοτεινό κομμάτι στη ζωή του, κάποιο σκάνδαλο ή μια ηθική σκιά. Από πολύ νωρίς, ακόμη και από εκείνο το σοβαρό ατύχημα που είχε στην εφηβεία του και λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή, φαίνεται πως χαράσσεται μια συγκεκριμένη πορεία. Ένα γεγονός που τον σημάδεψε και τον καθόρισε, οδηγώντας τον με συνέπεια μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τι σημαίνει για εσάς αληθινή ελευθερία, έτσι όπως προκύπτει μέσα από τη ζωή και τον θάνατο του Καποδίστρια;
Για μένα, αληθινή ελευθερία σημαίνει ότι αυτός ο άνθρωπος δοκιμάστηκε σε κάθε στάδιο της ζωής του — τόσο στην προσωπική του διαδρομή όσο και στον δημόσιο βίο — και παρέμεινε ακέραιος. Διακρινόταν από ένα ήθος που υπερέβαινε τις προσωπικές του επιθυμίες, τις αδυναμίες ή τα ανθρώπινα πάθη. Δεν υπέκυψε ποτέ σε αυτά. Είχε ένα όραμα και το υπηρέτησε με πίστη μέχρι τέλους. Πίστεψε βαθιά ότι μέσα από την ιδέα του Ελληνισμού, μέσα από τον πολιτισμό και τις αξίες του, αυτή η χώρα θα μπορούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της, να βρει τον δρόμο της και να ελευθερωθεί ουσιαστικά μετά την οθωμανική περίοδο.
Η ταινία τι έχει να πει σήμερα σε μια κοινωνία κουρασμένη από την πολιτική και από την έλλειψη οραμάτων;
Ακριβώς εκεί ακουμπάει η ταινία. Νομίζω πως ο πολύς κόσμος έχει ανάγκη να ξαναδεί την ιστορία αυτού του ανθρώπου πέρα από τη συλλογική, σχεδόν αποσπασματική μνήμη που κουβαλάμε. Όλοι γνωρίζουμε τον Καποδίστρια ως όνομα, στην ουσία, όμως, ελάχιστοι τον γνωρίζουμε πραγματικά. Κι όμως, με έναν παράδοξο τρόπο, μας λείπει. Είναι σαν να τον κουβαλάμε μέσα μας στην πιο ιδανική του μορφή, σαν μια εσωτερική αναφορά του ποιοι θα θέλαμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι, αλλά και του πώς θα θέλαμε να είναι οι πολιτικοί μας σήμερα. Και αυτή η αναγωγή είναι απολύτως ξεκάθαρη.
Ζούμε σε μια εποχή παρατεταμένης αποκαθήλωσης, σε μια περίοδο που μοιάζει να έχει βαλτώσει. Εδώ και χρόνια, ο πολιτικός ταυτίζεται στη συνείδησή μας με τον επαγγελματία της εξουσίας, με τη συναλλαγή, με το «μπίζνες». Όχι τυχαία — το βλέπουμε να συμβαίνει εδώ και δεκαετίες, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Και δύσκολα πιστεύει κανείς ότι αυτό θ' αλλάξει εύκολα. Έχουμε απομακρυνθεί από την ιδέα της αυτοθυσίας, της αυταπάρνησης, από την έννοια του να θυσιάζεις κάτι από τον εαυτό σου για να προσφέρεις στην κοινωνία. Αυτό είναι που λείπει σήμερα. Και ίσως η τέχνη —ένα βιβλίο, μια ταινία— να μπορεί έστω ν' απαλύνει αυτή την απουσία, ν' ανοίξει μια χαραμάδα ελπίδας. Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα η λέξη αυτή, αλλά με έναν τρόπο μάς «μαλακώνει», μας κάνει λίγο πιο δεκτικούς.
Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχει χώρος για προσωπικότητες όπως ήταν ο Καποδίστριας;
Ειλικρινά, δεν ξέρω. Πιθανότατα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, απλώς δεν βρίσκονται στο πολιτικό προσκήνιο. Υπάρχουν σίγουρα άνθρωποι που κινούνται με καθαρή πρόθεση, με διάθεση προσφοράς και αλληλεγγύης. Ωστόσο, νομίζω ότι δύσκολα θ' ακουστεί σήμερα μια τέτοια φωνή. Και αν ακουστεί, ίσως μας τρομάξει. Ζούμε σε μια εποχή ακραίου ατομικισμού, μέσα σ' ένα περιβάλλον έντονα καταναλωτικό, όπου όλα διαμεσολαβούνται από αγορές, πλατφόρμες, δίκτυα. Οι κοινωνικές μας σχέσεις, η αλληλεξάρτηση, ακόμη και η εικόνα μας, περνούν μέσα από αυτό το πλέγμα. Μ' έναν τρόπο, γινόμαστε κι εμείς προϊόντα. Έτσι, τέτοιες μορφές αρχίζουν να μοιάζουν σχεδόν παραμυθένιες, ουτοπικές. Σαν κάτι που ανήκει σε μια άλλη εποχή.
Αναφερθήκατε νωρίτερα στις πλατφόρμες. Σε μια νέα εποχή, όπου τα πάντα μεταφέρονται στο streaming, ακόμα και τα Όσκαρ. Πώς σας φαίνεται αυτή η μετάβαση, ειδικά σε σχέση με τον κινηματογράφο;
Με βρίσκει αμήχανο. Και το λέω βιωματικά. Όση άνεση κι αν σου προσφέρει το σπίτι με μεγάλη οθόνη, καλύτερο καναπέ, δεν συγκρινέται με τον κινηματογράφο. Σπάνια εστιάζεις πραγματικά σε αυτό που βλέπεις. Είναι σαν να έχουμε όλοι αποκτήσει μια μόνιμη διάσπαση προσοχής. Αυτό το παρατηρείς έντονα και στις νεότερες γενιές, που μεγαλώνουν με τα κινητά στο χέρι, αλλά πλέον αφορά και τους ενήλικες. Αυτό είναι που με φοβίζει. Υποβαθμίζεται η καλλιτεχνική αξία. Η αίθουσα δεν είναι το ίδιο πράγμα με το σπίτι. Κι εγώ ελπίζω, πραγματικά, να μπορέσουμε κάποια στιγμή να επιστρέψουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες. Δεν ξέρω αν αυτό θα συμβεί. Μπορεί οι επόμενες γενιές να μας ακούν και να γελάνε. Άλλωστε, πριν από εκατό χρόνια δεν υπήρχε καν ηλεκτρισμός και πολλοί τρόμαζαν στην ιδέα του. Παρόλα αυτά, βιωματικά τουλάχιστον, το κόστος είναι μεγάλο. Απομονωνόμαστε. Χάνεται η επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, το να μοιράζεσαι μια στιγμή με άλλους. Ο καθένας κλείνεται στο σπίτι του, στο «κουτί» του και έτσι γίνεται και πιο εύκολα διαχειρίσιμος.
Ο Καποδίστριας είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Αυτό ανέβασε τον πήχη;
Ναι, αναγκαστικά τον ανεβάζει. Όταν καλείσαι να ενσαρκώσεις ένα υπαρκτό πρόσωπο, η ευθύνη είναι μεγαλύτερη. Βέβαια, δεν τον γνωρίσαμε ποτέ προσωπικά και δεν διαθέτουμε ντοκουμέντα που να καταγράφουν τη φωνή του ή τον τρόπο που κινούνταν και συμπεριφερόταν. Η μνήμη του δεν είναι νωπή. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια ισχυρή συλλογική μνήμη. Ακόμη και ένα πορτρέτο, ακόμη και ένα έργο τέχνης που τον απεικονίζει, μπορεί να λειτουργήσει ανταγωνιστικά απέναντί σου. Επειδή λοιπόν δεν πρόκειται για έναν χαρακτήρα απόλυτα μυθοπλαστικό, έχεις αναπόφευκτα κάποιες αναφορές. Από εκεί και πέρα, καλείσαι να ενεργοποιήσεις τη φαντασία και τα ένστικτά σου, να βρεις τη γραμμή πάνω στην οποία θα κινηθείς, ώστε να υπηρετήσεις τον χαρακτήρα. Να συμπληρώσεις τα κενά, να ενώσεις τα κομμάτια, να συνδέσεις αυτή την ιστορική οντότητα σε μια ζωντανή, ανθρώπινη παρουσία.

Στην ταινία, η πίστη έχει σημαντικό ρόλο στην πλοκή. Πώς βιώσατε εσείς αυτή τη βαθιά σχέση του Καποδίστρια με τον Θεό;
Όταν προσπαθώ να προσεγγίσω ένα τέτοιο υλικό και έναν τόσο σύνθετο χαρακτήρα, τα ερωτήματα που γεννιούνται δεν μένουν μόνο στον ρόλο. Επιστρέφουν σε μένα τον ίδιο. Παρατηρώ τι αντίκρισμα έχουν μέσα μου. Και όταν μιλάμε για την πίστη, δεν μιλάμε για κάτι αφηρημένο. Πρόκειται για μια πίστη με την οποία, λίγο - πολύ, όλοι ερχόμαστε σε διάλογο, ο καθένας ανάλογα με την καταγωγή και τα βιώματά του. Στην περίπτωση του Καποδίστρια, μιλάμε για έναν βαθιά θρησκευόμενο Ορθόδοξο Χριστιανό. Ολόκληρη η οικογένειά του είχε αυτή την αναφορά, και μάλιστα σε μια εποχή όπου η θρησκεία διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου.
Για μένα, αυτό λειτούργησε ως μια προσωπική δοκιμασία. Θεωρώ ότι και ο ίδιος ο Καποδίστριας δοκιμάστηκε βαθιά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αυτή η διαδικασία μ' έφερε αντιμέτωπο και με τις δικές μου αμφιβολίες. Αν θα καταφέρω να υπηρετήσω αυτόν τον άνθρωπο, να σταθώ αντάξιος και να τον αποδώσω με αλήθεια, έστω μέσα από μια ταινία. Εκεί ακριβώς αναδύεται το στοιχείο της πίστης. Όχι ως κάτι ασαφές ή θεωρητικό, αλλά ως μια πράξη απεύθυνσης. Μια στροφή προς τη θεία Χάρη, προς κάτι που σε υπερβαίνει — όπως κι αν το ονομάσει κανείς.
Στην προκειμένη περίπτωση, είχα ένα σαφές πλαίσιο αναφοράς. Δεν θα μπορούσα να στραφώ σε κάτι ξένο, όπως για παράδειγμα σε μια άλλη θρησκευτική παράδοση. Ωστόσο, θεωρώ ότι η πίστη, με οποιαδήποτε μορφή, είναι ένα ισχυρό στοιχείο. Κάτι που ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ενσαρκώνει, να του δίνει πρόσωπο.
Εσείς ποιο πρόσωπο δίνετε στην πίστη;
Είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος στην καταγωγή μου. Έτσι μεγάλωσα. Και, δεδομένου ότι ο Καποδίστριας είχε αυτήν ακριβώς την πίστη και ταυτότητα, μόνο μέσα από αυτό το φίλτρο θα μπορούσα να τον προσεγγίσω. Η κοινή αυτή αναφορά με βοήθησε πάρα πολύ. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που μας πήγαινε στην εκκλησία από μικρά παιδιά. Μια εμπειρία που τη μοιράζονται πολλές οικογένειες στην Ελλάδα.
Η συνεργασία σας με τον κύριο Σμαραγδή πώς ήταν;
Ήταν μια συνεργασία πολύ ζωντανή και ουσιαστική. Ο Γιάννης Σμαραγδής είναι ένας άνθρωπος με έντονο ενθουσιασμό και παρορμητισμό, αλλά και με βαθιά πίστη σε αυτό που κάνει. Δεν το βάζει εύκολα κάτω. Αντιθέτως, σε παρασύρει μέσα στον κόσμο του και σε καλεί να συμμετάσχεις ενεργά σε αυτόν. Νομίζω πως βρήκαμε κοινούς δρόμους και έναν τρόπο ουσιαστικής συνεννόησης. Αυτό που κράτησα κυρίως από εκείνον είναι η στάση ζωής του απέναντι στις αντιξοότητες. Το πώς, ακόμη και σε αυτή την ηλικία, συνεχίζει να προχωρά, να ξεκινά από μια ιδέα και να επιμένει μέχρι να τη δει να γίνεται πράξη. Αυτή η επιμονή, αυτή η ανάγκη να ολοκληρώσεις αυτό που οραματίζεσαι, είναι κάτι βαθιά αξιόλογο και προνόμιο να το ζεις και να το μοιράζεσαι από κοντά.

Μεγαλώσατε ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες. Νιώθετε ότι αυτό σας έκανε πιο ελεύθερο ή πιο ανασφαλή ως προς την ταυτότητά σας;
Η παιδική ηλικία, θέλοντας και μη, σε σημαδεύει, πολλές φορές χωρίς να το συνειδητοποιείς. Όταν έχεις ζήσει, έστω και για λίγο, σε μια πιο ανοιχτή κοινωνία, γίνεσαι λιγότερο «ταμπουρωμένος», λιγότερο κλειστός. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα έλεγα ότι ένιωθα τόσο διαφορετικός σε σχέση με αυτό που υπήρχε στην Ελλάδα. Υπήρχε μια φυσική προσαρμογή, χωρίς έντονη αίσθηση ανασφάλειας ως προς την ταυτότητά μου.
Ως έφηβος, πώς ήσασταν;
Φυσιολογικός, όπως όλοι. Δεν πέρασα έντονη ή ακραία εφηβεία. Ό,τι μπορεί να χαρακτηρίσει έναν έφηβο εκείνης της εποχής — και μιλάμε για την Ελλάδα των δεκαετιών του ’80 και του ’90 — υπήρχε και στη δική μου περίπτωση. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το υπερβολικό.
Προέρχεστε από μια οικογένεια με έντονη ναυτική παράδοση. Το ότι «σπάσατε την αλυσίδα» ήταν μια εύκολη απόφαση;
Στην πραγματικότητα, δεν τέθηκε ποτέ ως ερώτημα. Ο πατέρας μου είχε ήδη αποχωρήσει σχετικά νωρίς από τον κλάδο. Δεν έφτασε καν να συνταξιοδοτηθεί από το επάγγελμα. Επιπλέον, εμείς είχαμε φύγει από τη Χίο πολλά χρόνια πριν. Δεν μείναμε εκεί αρκετά ώστε να γαλουχηθώ μέσα σε αυτή την κουλτούρα και να νιώσω πως πρέπει να πάρω μια συνειδητή απόφαση για να την ακολουθήσω ή όχι. Οπότε δεν υπήρξε ποτέ η πίεση του «πρέπει». Επίσης, το ναυτικό επάγγελμα γνώρισε μεγάλη άνθιση τα τελευταία χρόνια, ενώ τη δεκαετία του ’80 και του ’90 περνούσε τεράστια κρίση. Παρ’ όλα αυτά, για μένα δεν υπήρξε ποτέ πραγματικό δίλημμα.
Πάντως και τα τρία παιδιά της οικογένειας ασχοληθήκατε με το καλλιτεχνικό κομμάτι...
Ναι… αυτό, αν το δεις σε βάθος, μάλλον θέλει ψυχανάλυση. Δεν μπορώ να το εξηγήσω μ' έναν απόλυτο τρόπο. Υπάρχουν πάρα πολλά αφηγήματα γύρω από το γιατί κάποιος στρέφεται στην τέχνη. Προσωπικά, το αντιλαμβάνομαι σαν μια εσωτερική ανεπάρκεια. Οχι με την αρνητική έννοια, αλλά σαν μια αίσθηση ότι δεν σου φτάνεις. Ότι θέλεις να βιώσεις κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό σου. Κάτι τέτοιο μπορεί να στο δώσει η θρησκεία και η τέχνη. Η αφιέρωση της ζωής σου σε κάτι που σε υπερβαίνει. Η τέχνη ανοίγει τέτοιους δρόμους. Και αυτό δεν γίνεται συνειδητά. Είναι μια εσωτερική ανάγκη, μια αδυναμία να εξηγήσεις τον κόσμο μόνο με λογικούς όρους και μια επιθυμία να στραφείς «κάπου αλλού». Έχω ακούσει πολλές φορές ότι κάποιος ασχολείται με την τέχνη επειδή κουβαλά ένα βαθύ τραύμα και προσπαθεί, με έναν τρόπο, να το επουλώσει. Αν όλα στη ζωή σου ήταν τέλεια, αν ένιωθες πλήρης, αυτάρκης, απολύτως λειτουργικός, ίσως να μην υπήρχε λόγος να ψάχνεσαι τόσο. Αλλά νομίζω ότι, τελικά, το ένα συμπληρώνει το άλλο. Δεν έχω μια ξεκάθαρη απάντηση και ίσως να μην υπάρχει μία.
Με την αδελφή σας, Καλλιρρόη Μυριαγκού, θα θέλατε να παίξετε κάπου μαζί;
Δεν έχει προκύψει κάποια πρόταση μέχρι τώρα. Εχουμε βρεθεί μαζί σ' ένα επεισόδιο από τη σειρά «Ο Γιατρός». Είχαμε την τύχη να μοιραστούμε μια σκηνή, αλλά μέχρι εκεί. Ξεκίνησα κι εγώ λίγο αργότερα, σε διαφορετική χρονική περίοδο, και από μια άλλη διαδρομή. Είχα περισσότερο τα εικαστικά ως αφετηρία. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να συμβεί στο μέλλον.
Την τεράστια επιτυχία του Κωνσταντίνου και Ελένης πώς τη βιώσατε ως οικογένεια;
Την περίοδο που παιζόταν αρχικά, δεν την αντιλαμβανόμουν ως τεράστια επιτυχία. Ήμουν σε άλλη φάση της ζωής μου και, αν θυμάμαι καλά, τις δύο χρονιές που προβλήθηκε αρχικά η σειρά, δεν είχε ακόμη αυτό το εκρηκτικό αποτύπωμα. Η πραγματική της εδραίωση στη συνείδηση του κόσμου ήρθε αργότερα, μέσα από τις συνεχείς επαναλήψεις. Με τα χρόνια, έγινε μία από τις πιο μακροβιότερες σειρές στην ελληνική τηλεόραση και απέκτησε αυτή τη διαχρονικότητα που τη συνοδεύει μέχρι σήμερα. Κάπως έτσι χτίστηκε και η τεράστια αγάπη του κόσμου.

Εκτός από την ταινία για τον Καποδίστρια, συμμετέχετε και στην παράσταση «Dracula» στο Θέατρο Πόρτα...
Ναι, βρισκόμαστε πλέον στο τέλος των παραστάσεων. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή, μέσα από έναν ρόλο εντελώς διαφορετικό και αντιφατικό σε σχέση με ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα. Ο «Dracula» είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα του Bram Stoker. Αυτό που συνειδητοποίησα μέσα από την παράσταση —και μέσα από τις συζητήσεις με τον κόσμο— είναι ότι οι περισσότεροι νομίζουμε πως γνωρίζουμε τον Δράκουλα, ενώ στην πραγματικότητα έχουμε στο μυαλό μας κυρίως τις κινηματογραφικές του εκδοχές. Έρχεται, για παράδειγμα, ο Κόπολα και θεωρούμε ότι αυτός είναι ο Δράκουλας, τελεία και παύλα.
Ο Δράκουλας, όμως, είναι πρωτίστως ένα μυθιστόρημα, γραμμένο στα τέλη του 19ου αιώνα, που αγγίζει πολλά και βαθιά ζητήματα. Στη δική μας προσέγγιση, επιλέξαμε μια πιο συμβολική και εικαστική ανάγνωση. Δεν προσπαθήσαμε να οπτικοποιήσουμε ρεαλιστικά το πλάσμα, ούτε ν' αφηγηθούμε με γραμμικό τρόπο την ιστορία του. Αντίθετα, ανοίξαμε έναν χώρο ώστε ο θεατής να μπορέσει να θέσει ερωτήματα γύρω από την επιθυμία, την κατανάλωση, το τίμημα που πληρώνει κανείς για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, αλλά και το πού βρισκόμαστε σήμερα ως κοινωνία. Είναι, λοιπόν, μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση.
Στην εποχή που ζούμε, πιστεύετε ότι η δημοτικότητα μετρά περισσότερο από το ταλέντο;
Η δημοτικότητα είναι κάτι που, ειδικά σε επαγγέλματα τα οποία απευθύνονται στο κοινό, αναπόφευκτα την αναζητάς. Θέλεις την πρόσβαση στον κόσμο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας άνθρωπος που είναι αναγνωρίσιμος ή δημοφιλής δεν έχει ταλέντο. Και εδώ γεννάται ένα βασικό ερώτημα: τι εννοούμε όταν λέμε «ταλέντο»; Πιστεύουμε πραγματικά ότι το ταλέντο από μόνο του αρκεί για να έχει κανείς μια μακρά και επιτυχημένη επαγγελματική πορεία; Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει ταλέντο, αλλά αυτό από μόνο του να μην φτάνει.
Από την πλευρά της αγοράς, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Οι παραγωγοί αναζητούν ανθρώπους που θα στελεχώσουν τις παραγωγές τους και, αναπόφευκτα, θέλουν πρόσωπα που έχουν απήχηση στο κοινό, που διαθέτουν ένα εμπορικό αντίκρισμα. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Πάντα στη μαρκίζα έμπαινε ένα όνομα που λειτουργούσε ως «κράχτης», που μπορούσε να φέρει κόσμο. Έτσι λειτουργεί το εμπόριο. Καταλαβαίνω, λοιπόν, τους όρους της αγοράς και το πώς δουλεύει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όποιος βρίσκεται στη μαρκίζα έχει ταλέντο, ούτε ότι όποιος δουλεύει στο υπόγειο το έχει απαραίτητα.
Το πρόβλημα προκύπτει όταν η αναγνωρισιμότητα γίνεται αυτοσκοπός. Όταν το πρώτο πράγμα που σε απασχολεί, μπαίνοντας σε αυτή τη δύσκολη δουλειά —και είναι πραγματικά πολύ δύσκολη— είναι το αν θα γίνεις γνωστός. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι που κινητοποιεί ουσιαστικά κάποιον που επιλέγει την τέχνη. Η ανάγκη για φήμη μοιάζει περισσότερο με μια εφηβική φάση, που συχνά ξεπερνιέται γρήγορα, μόλις συνειδητοποιήσεις πόσο σκληρή είναι η πραγματικότητα του επαγγέλματος. Το λέω πολύ ευθέως.
Τα social media βοηθούν;
Βοηθούν, μέχρι ενός σημείου. Λειτουργούν, σε μεγάλο βαθμό, ως ένα εργαλείο προβολής και δίνουν πρόσβαση και σε ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα είχαν τη δυνατότητα να προωθήσουν τη δουλειά τους. Υπάρχουν καλλιτέχνες που, δειλά - δειλά μέσα από τα προσωπικά τους προφίλ, προσπαθούν να επικοινωνήσουν αυτό που κάνουν, ακριβώς επειδή κανείς δεν πρόκειται να τους αναλάβει επικοινωνιακά. Από την άλλη, είναι τελείως διαφορετικό πράγμα ο influencer και άλλο πράγμα ο άνθρωπος που ασχολείται με την τέχνη και βιοπορίζεται από αυτήν. Δεν έχουν καμία ουσιαστική σχέση μεταξύ τους. Φυσικά και τα social media μπορούν να βοηθήσουν έναν καλλιτέχνη, δεν χρειάζεται να λέμε ψέματα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει τρόπος να τα χρησιμοποιήσεις με τους δικούς σου όρους. Να μη νιώθεις την ανάγκη ν' ακολουθήσεις μια μόδα σώνει και καλά.
Όλα εξαρτώνται από το τι θέλει κανείς, αλλά και από το πόσο «αντέχει η τσέπη του». Και το λέω πολύ ξεκάθαρα αυτό. Ζούμε σε μια ταξική κοινωνία, όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι μέσα από την αγορά είμαστε όλοι ίσοι. Ναι, όλοι έχουμε κινητά, όλοι έχουμε αυτοκίνητα. Αυτό όμως δεν μας βάζει όλους στο ίδιο τραπέζι. Δεν σημαίνει ότι έχουμε τις ίδιες δυνατότητες επιλογής. Ένας άνθρωπος που έχει έναν τρόπο να στηριχθεί στο επάγγελμά του, χωρίς να λέει συνεχώς «ναι» σε όλα και χωρίς ν' αλλοιώνει τις επιλογές του, μπορεί να μείνει πιο κοντά σε αυτό που πραγματικά πρεσβεύει. Αντίθετα, όταν δεν έχεις αυτή τη στήριξη, είσαι πιο εκτεθειμένος. Και τότε συχνά ακολουθείς την πεπατημένη. Κάνεις αυτό που «δουλεύει», ελπίζοντας ν' αντέξεις. Τελικά, πολλές φορές οι επιλογές μας δεν έχουν να κάνουν μόνο με το τι θέλουμε, αλλά και με το πόσο μπορούμε ν' αντισταθούμε.
Σήμερα, κοιτώντας πίσω, θεωρείτε ότι όλες αυτές οι διαδρομές που έχετε διανύσει, ήταν απαραίτητες για να φτάσετε εδώ;
Δεν ξέρω αν μπορώ ν' απαντήσω πραγματικά σε αυτή την ερώτηση. Οχι γιατί αυτές οι διαδρομές δεν είχαν σημασία, αλλά γιατί δεν θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς. Δεν ψάχνω αυτή τη στιγμή να χτίσω καθημερινότητα γύρω από τη ζωή μου, του τύπου «πώς έφτασα εδώ». Για να είμαι ειλικρινής, δεν νιώθω ότι έχω φτάσει κάπου. Βρίσκομαι σε μια διαδικασία πορείας, σ' ένα συνεχές περπάτημα, όπως, πιστεύω, βρισκόμαστε όλοι. Σαφώς οι επιλογές σου σε οδηγούν κάπου, σε πιο εύκολα ή πιο δύσκολα μονοπάτια, αλλά δεν αισθάνομαι την ανάγκη να ερμηνεύσω εκ των υστέρων κάθε διαδρομή.
Σίγουρα, πάντως, δεν μπορώ να πω ότι μετανιώνω για κάτι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επικροτώ απόλυτα όλες μου τις επιλογές. Απλώς δεν πιστεύω ότι ωφελεί να μετανιώνεις για κάτι που έκανες. Αυτό που έχει νόημα είναι να καταλάβεις γιατί το έκανες και τι μπορείς να κρατήσεις από αυτό. Ακόμη κι αν ήταν μια δύσκολη ή επώδυνη εμπειρία, ακόμη κι αν είχε κόστος. Το να κάθεσαι να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο δεν οδηγεί πουθενά. Αντίθετα, το ν' αναστοχάζεσαι, να συλλέγεις εμπειρίες και να προχωράς παρακάτω σε εμπλουτίζει. Σε δυναμώνει. Και αυτό, τελικά, είναι που μένει.


