Χρόνο, ενέργεια και χρήματα: τα τρία αυτά στοιχεία ξοδεύουν – επενδύουν, αν προτιμάτε- οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, στη δουλειά τους, όποια κι αν είναι αυτή. Το ίδιο κάνουν και οι εργαζόμενοι στην τέχνη. Οι «καλλιτέχνες» -εντός ή εκτός εισαγωγικών- δεν κάνουν τίποτα διαφορετικό εκτός, ίσως, από το ότι έχουν το «προνόμιο» να μετατρέπουν το ταλέντο και τη δημιουργικότητά τους σε μέσα που δυνητικά τους αποφέρουν τα προς το ζην. Γιατί, λοιπόν, αντιμετωπίζονται ως «καλλιτέχνες» -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- και όχι ως εργαζόμενοι στην τέχνη; Το αντικείμενό τους, άλλωστε, είναι εξειδικευμένο, απαιτεί αμέτρητες ώρες, απεριόριστη ενέργεια και αποφασιστικότητα.
Τις δεκαετίες του 1920 και 1930, στις ΗΠΑ, οι εργάτες του πολιτισμού αντιλήφθηκαν την ανάγκη για ενότητα μεταξύ τους προκειμένου να διεκδικήσουν δίκαιες πληρωμές, εργασιακή ασφάλεια και δικαιοσύνη. Τα συνδικάτα παραστατικών και καλών τεχνών, και άλλα σωματεία δημιουργών μεγάλωσαν σε εύρος, εμβέλεια και ποικιλομορφία. Το πεδίο διεκδικήσεων, μάλιστα, σε δεύτερο χρόνο διευρύνθηκε και περιελάμβανε αιτήματα όπως η ελευθερία του λόγου, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η φυλετική δικαιοσύνη, η ισότητα εργατριών και μεταναστών, ή και η κατάργηση της παιδικής εργασίας. Φυσικά, και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Τον περασμένο Οκτώβριο, στην Αθήνα, άνοιξε η πολυαναμενόμενη έκθεση «Wanderlust / All Passports», που επιμελήθηκε ο Κώστας Πράπογλου και διοργάνωσε η Artefact Athens, που ανήκει στον ίδιο τον επιμελητή. Η έκθεση στο Μέγαρο Σλίμαν (που συνδέεται με τον κινηματογράφο Ideal και μισθώθηκε από τον όμιλο ξενοδοχείων Mitsis για 35-45 χρόνια) υπήρξε η αφορμή να ανοίξει ξανά η συζήτηση για τα εργασιακά δικαιώματα των καλλιτεχνών, το artwashing (καθώς υπήρξαν έντονες αντιδράσεις για τη συμμετοχή, στην έκθεση, της πρεσβείας του Ισραήλ ως χορηγού), το gentrification αλλά και την ευθύνη που έχουν, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, απέναντι στο έργο τους.
Το ΣΕΣΤ (Σωματείο Εργαζομένων στη Σύγχρονη Τέχνη) ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2022 από μια ομάδα καλλιτεχνών και επιμελητών, μετά από σειρά ανοιχτών συνελεύσεων και συζητήσεων που ξεκίνησαν με την έναρξη της πανδημίας, τον Μάρτιο του 2020. Το ethnos.gr συνομίλησε, με αφορμή τα όσα έγιναν στην έκθεση, με τις Μυρτώ Κατσιμίχα, πρόεδρο, Κατερίνα Σαμαρά, αντιπρόεδρο, και Ελένη Ρήγα, ταμία του σωματείου.
«Η απουσία αμοιβών δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία σειρά από κακοποιητικές συμπεριφορές»
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: τι είναι το ΣΕΣΤ, ποτε συγκροτήθηκε, σε ποιους απευθύνεται και ποιος ειναι ο σκοπός του;
Το ΣΕΣΤ είναι ένα πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο που ξεκίνησε επίσημα τη λειτουργία του στα τέλη 2022. Είναι το αποτέλεσμα της εργασίας και της προσπάθειας μιας ομάδας καλλιτεχνών, επιμελητών και πολιτιστικών παραγωγών. Πρόκειται για μια συλλογική διεργασία που ξεκίνησε την περίοδο της πανδημίας. Οι επιπτώσεις που επέφερε η πανδημία στον κλάδο του πολιτισμού ενέτεινε τις ήδη υπάρχουσες παθογένειες και κατέστησε επιτακτική την ανάγκη για τη συλλογική αντιμετώπιση τους.
Εκείνη την περίοδο ξεκινήσαμε μια σειρά από διαδικτυακές συναντήσεις οι οποίες ήταν ανοιχτές στα μέλη της καλλιτεχνικής κοινότητας και στις οποίες αρχίσαμε να συζητάμε κάποια από τα προβλήματα του κλάδου και να φανταζόμαστε πώς θα θέλαμε να είναι τα πράγματα. Το ΣΕΣΤ προέκυψε ως ιδέα και ως ανάγκη μέσα από αυτές τις οριζόντιες διαδικασίες και συζητήσεις, οι οποίες συνεχίζουν και χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε. Βασιζόμαστε στις ομάδες εργασίας μας οι οποίες αναδιαμορφώνονται με βάση τους στόχους που θέτουμε στις Γενικές μας συνελεύσεις.
Μέσα σε δύο χρόνια έχουμε φτάσει τα 120 μέλη περίπου. Μέλη μας είναι επαγγελματίες του χώρου της σύγχρονης τέχνης, ο οποίος απασχολεί στην Ελλάδα μια πληθώρα δημιουργικών επαγγελμάτων. Τα μέλη του ΣΕΣΤ δεν είναι μόνο καλλιτέχνες αλλά και επιμελητές, πολιτιστικοί παραγωγοί, κριτικοί τέχνης και άλλοι επαγγελματίες του κλάδου. Από την αρχή πιστεύαμε ότι τα ζητήματα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι κλαδικές και θα πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε συλλογικά και όχι διαχωρίζοντας τις επιμέρους επαγγελματικές μας ιδιότητες. Εξάλλου, όπως προκύπτει συχνά στο σύγχρονο πλαίσιο εργασίας οι ιδιότητες αυτές εναλλάσσονται πολύ συχνά για πολλά από εμάς. Η διαδικασία για να γίνει κάποιος μέλος είναι πολύ απλή και ανοιχτή καθόλη τη διάρκεια του έτους.
Ιδρυτικός μας σκοπός είναι η προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων στη σύγχρονη τέχνη και άρα η διασφάλιση ενός ασφαλούς και υγιούς πλαισίου εργασίας που θα χαρακτηρίζεται από διαφάνεια, αλληλεγγύη και ίσες ευκαιρίες. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε κάποια πολύ βασικά αιτήματα. Πρώτο και κύριο είναι η θεσμοθέτηση αμοιβών που να ανταποκρίνονται στην αξία της παρεχόμενης εργασίας, η οποία είναι διακριτή και ξεχωριστή από τα αναγκαία έξοδα και τις υπηρεσίες που απαιτούνται για την παραγωγή ενός έργου ή ενός καλλιτεχνικού προγράμματος (έκθεσης, εκδήλωσης κτλ.). Στην ίδια κατεύθυνση ένα από τα πράγματα που προωθούμε είναι η υιοθέτηση συμφωνητικών που να περιγράφουν ξεκάθαρα τους όρους συνεργασίας. Επιπλέον, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ενταχθεί στην αγορά εργασίας νέα επαγγέλματα στον τομέα της σύγχρονης τέχνης παγκοσμίως, όπως είναι το επάγγελμα της επιμέλειας εκθέσεων και της πολιτιστικής διαχείρισης, μεταξύ άλλων, τα οποία διακρίνονται για την εξειδίκευσή τους. Η αναγνώριση των επαγγελματικών αυτών ιδιοτήτων θεσμικά θεωρούμε ότι είναι σημαντική προκειμένου στη συνέχεια να γίνει μια πλαισίωση που να αφορά τις ειδικές συνθήκες εργασίας που αντιμετωπίζουμε ως κλάδος, να αναγνωριστεί δηλαδή αυτό που λέμε ‘artist status’ και το οποίο θα συνεπάγεται ένα φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες αυτές.
Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και άλλοι ήδη υπάρχοντες φορείς και συλλογικότητες. Οι λειτουργίες μας σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι διαφορετικές αλλά είναι αλληλοσυμπληρωματικές. Το ΣΕΣΤ δημιουργήθηκε για να ενισχύσει αυτή την προσπάθεια και να συνδράμει στη διασφάλιση ενός πλαισίου εργασίας μέσα από την ενημέρωση αλλά και την εκπαίδευση των μελών της κοινότητας.
Ποια είναι τα συνηθέστερα προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι καλλιτέχνες στη δουλειά τους; Ποια η θέση του σωματείου πάνω σε αυτά;
Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ακόμα και σήμερα στον κλάδο μας είναι η μη αμειβόμενη εργασία. Η μακρά επισφάλεια που χαρακτηρίζει τα επαγγέλματα του κλάδου μας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της μείωσης των κονδυλίων που αφορούν τον πολιτισμό. Είναι και αποκύημα μιας εδραιωμένης για δεκαετίες αντίληψης ότι η ενασχόληση με την τέχνη δεν αποτελεί εργασία. Αυτή η αντίληψη ενισχύεται από την απουσία ενός πλαισίου όρων εργασίας για τον κλάδο μας, όπως για παράδειγμα η έλλειψη συμφωνητικών που να ορίζουν τη διάρκεια της εργασίας, το ύψος της αμοιβής, το παραδοτέο, την παροχή ενός ασφαλούς χώρου εργασίας, και να διευθετούν τα ζητήματα που προκύπτουν σε σχέση με τη διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών.
Είναι επιπλέον αποτέλεσμα της μακροχρόνιας έλλειψης μιας εθνικής πολιτιστικής στρατηγικής για την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα της σύγχρονης τέχνης. Το εύρος των δραστηριοτήτων μας, καθώς όπως είπαμε ο κλάδος της σύγχρονης τέχνης απασχολεί πολλές επαγγελματικές ιδιότητες, απαιτεί έναν στρατηγικό σχεδιασμό που να αναγνωρίζει τις ιδιαίτερες συνθήκες της δουλειάς μας. Οι δράσεις των πολιτιστικών φορέων κλιμακώνονται σε συγκεκριμένες περιόδους μέσα στον χρόνο επηρεάζοντας αντίστοιχα τις περιόδους εργασίας ενός δημιουργού ή πολιτιστικού παραγωγού και άρα τις δυνατότητές τους να ανταποκριθούν στις ασφαλιστικές και φορολογικές τους υποχρεώσεις. Η δουλειά μας δεν είναι συνεχόμενη. Υπάρχουν περίοδοι πολύ εντατικής εργασίας και άλλες χωρίς καθόλου πρότζεκτ. Επίσης, όπως όλες οι εργασίες, η οργάνωση και παρουσίαση πολιτιστικών δράσεων απαιτεί περιόδους έρευνας και προετοιμασίας οι οποίες δεν αναγνωρίζονται ούτε αμείβονται από τους φορείς που κάνουν την ανάθεση έργου, ενώ δεν υπάρχουν ούτε κρατικά προγράμματα υποστήριξης της ερευνητικής διαδικασίας για καλλιτέχνες και επιμελητές. Η περιοδικότητα της εργασίας μας, οι διακοπτόμενες συμβάσεις έργου, όπου αυτές υφίστανται, καθώς και η «αόρατη» αυτή πλευρά της δουλειάς μας είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογιστούν στον εθνικό σχεδιασμό που αφορά τον πολιτισμό.
Δεδομένου λοιπόν ότι στην πλειονότητά μας ασκούμε το ελεύθερο επάγγελμα, η απουσία αυτής της πλαισίωσης μας αφήνει συχνά απροστάτευτα σε καταστάσεις που θίγουν την ατομική μας ακεραιότητα αλλά και τη σωματική και ψυχική μας υγεία. Το δικαίωμα στην εργασία και άρα στην αμοιβή της είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και οι θέσεις του ΣΕΣΤ είναι ξεκάθαρες ως προς αυτό. Μέσα από σεμινάρια και εργαστήρια που απευθύνονται στα μέλη μας στόχος μας είναι η ενδυνάμωση της κοινότητας. Η ενημέρωση και η αλληλοεκπαίδευση γύρω από τα ζητήματα που μας απασχολούν, καθώς και η δημιουργία ενός χώρου που προωθεί τον διάλογο και όπου τα μέλη της κοινότητάς μας νιώθουν ασφαλή να φέρουν τις εμπειρίες τους και να συζητήσουν κοινούς τρόπους αντιμετώπισης. Ως προς το κομμάτι των αμοιβών ειδικότερα έχουμε συστήσει μια ομάδα εργασίας που διεξάγει έρευνα με στόχο τη σύνταξη ενός αμοιβολογίου και την προώθηση της υιοθέτησης δίκαιων αμοιβών σε πολιτιστικά ιδρύματα και φορείς.
Διάβασα πρόσφατα μια ανάρτηση του λογαριασμού του σωματείου σχετικά με την έκθεση «WANDERLUST/ All Passports». Μπορείτε να εξηγήσετε τι συνέβη εκεί;
Λίγες ημέρες πριν τα εγκαίνια της έκθεσης «WANDERLUST / all passports», την οποία επιμελήθηκε ο Κώστας Πράπογλου με τη συμμετοχή 44 καλλιτεχνών, μία από τις καλλιτέχνιδες που είχαν προσκληθεί να συμμετάσχουν αποφάσισε να αποσυρθεί. Αυτό έγινε μετά τη δημοσίευση του επικοινωνιακού υλικού της έκθεσης στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και οι χορηγοί της για τους οποίους οι καλλιτέχνες δεν είχαν λάβει πρότερη ενημέρωση. Ανάμεσα στους χορηγούς ήταν η πρεσβεία του Ισραήλ, καθώς και εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο Ισραήλ. Επιπλέον, την ημέρα των εγκαινίων μια ομάδα διαδηλωτών έκανε μια σύντομη παρέμβαση στον χώρο της έκθεσης διαδηλώνοντας ειρηνικά υπέρ της Παλαιστίνης. Ο επιμελητής της έκθεσης, όπως φαίνεται από βίντεο που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, απομάκρυνε τα άτομα αυτά με βία. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα, ξεκίνησε ένα δημόσιος διάλογος και δημόσιες τοποθετήσεις από την ομάδα Artists Against Genocide and Artwashing GR και από το ελληνικό τμήμα της διεθνής κίνησης BDS, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη συμμετοχή των χορηγών αυτών στην εν λόγω έκθεση και τη γενοκτονία που εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή στην Παλαιστίνη και τον Λίβανο.
Αναδείχτηκαν όμως και μια σειρά από ευρύτερα ζητήματα που οφείλουν να μας απασχολήσουν ως επαγγελματίες στον χώρο της σύγχρονης τέχνης, όπως είναι η διαφάνεια ως προς τις πηγές χρηματοδότησης μιας έκθεσης, αλλά και το δικαίωμα και η ευθύνη των καλλιτεχνών να ενημερώνονται. Επιπλέον, με αφορμή διάφορα δημοσιεύματα όπου έγινε λόγος για τον προϋπολογισμό μιας έκθεσης και τον τρόπο συμμετοχής των καλλιτεχνών σε αυτόν, αναδείχτηκε για μία ακόμη φορά το ζήτημα των αμοιβών ή μάλλον της απουσίας τους. Δυστυχώς, αυτή η έκθεση δεν είναι η πρώτη περίπτωση όπου οι καλλιτέχνες καλούνται να συμμετάσχουν χωρίς αμοιβή, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι το κόστος παραγωγής των έργων τους. Αυτή είναι μια πρακτική που έχουμε καταγγείλει επανειλημμένα αφού εντείνει την επισφάλεια του κλάδου μας ενισχύοντας την άποψη ότι η ενασχόληση με την τέχνη δεν αποτελεί εργασία. Η αντίληψη αυτή είναι αρκετά επικίνδυνη όχι μόνο λόγω του οικονομικού αντίκτυπου που έχει στο άτομο αλλά και επειδή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια σειρά από κακοποιητικές συμπεριφορές στο χώρο εργασίας, όπως η προτροπή, η χειραγώγηση, ο εκφοβισμός ή ο εξαναγκασμός σε απλήρωτη εργασία, ενώ επιπλέον ενθαρρύνει τον συστημικό αποκλεισμό των οικονομικά ασθενέστερων, των γυναικών, των μητέρων, των ατόμων με αναπηρία, των ΛΟΑΤΚΙ κ.α., εκείνων που εξαρτώνται αποκλειστικά από την εργασία τους για την επιβίωσή τους. Τέλος, η χρήση βίας αντιβαίνει στις αξίες μας για έναν υγιή και θετικό διάλογο στον καλλιτεχνικό χώρο.
Στην ίδια ανάρτηση καταδικάζετε και την «έλλειψη διαφάνειας ως προς τους χορηγούς της εν λόγω έκθεσης», αναφερομεν@ στην πρεσβεία του Ισραήλ, που εν τελεί αποσύρθηκε από την έκθεση, αλλά και εταιρείες οπλικών συστημάτων που συνεργάζονται με το Ισραήλ. Τελικά, που φτάνει η ηθική ευθύνη των καλλιτεχνών - πόσο μάλλον σε μια περιορισμένη σκηνή, όπως αυτή της Ελλάδας;
Ένας από τους λόγους που δημιουργήσαμε αυτό το Σωματείο ήταν και η ανάγκη μας να ορίσουμε τις ηθικές αξίες και αρχές οι οποίες θέλουμε να διέπουν τις συνεργασίες μας ως επαγγελματίες στον χώρο της σύγχρονης τέχνης. Οι τρόποι με τους οποίους συμπεριφερόμαστε στις μεταξύ μας σχέσεις είναι για εμάς σημαντικοί. Άλλωστε, η ενασχόληση με τα κοινά συνεπάγεται μια ευθύνη απέναντι στην κοινότητα που εκπροσωπούμε. Η τέχνη για εμάς ανήκει στα κοινά. Είναι ένας χώρος διαπραγμάτευσης των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων που μας απασχολούν ως κοινωνία. Από αυτή την άποψη δεν έχει σχέση η κλίμακα μιας καλλιτεχνικής σκηνής ή η εμβέλειά της αλλά του πώς βλέπουμε εμείς τα πράγματα και τη στάση που θέλουμε να κρατήσουμε ως κοινότητα.
Ακόμα και σε μικρές και συνδεδεμένες σκηνές, όπως η ελληνική, οι δυναμικές που προκύπτουν από συνεργασίες με συγκεκριμένους χορηγούς ή οργανισμούς είναι ιδιαίτερα σημαντικές και πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ως σωματείο εργαζομένων στη σύγχρονη τέχνη, εκπροσωπούμε όλους τους επαγγελματίες του χώρου—καλλιτέχνες, επιμελητές και διοργανωτές—και υποστηρίζουμε ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι πρέπει να επικοινωνούν με όρους διαφάνειας και ανάληψης ευθυνών. Αναγνωρίζουμε ωστόσο ότι η δύναμη δεν είναι πάντα ισότιμη, καθώς οι αποφάσεις για τη συνεργασία με μια έκθεση ή έναν χορηγό μπορεί να μην είναι πάντα εύκολες ή αυτονόητες.
Η απόσυρση καλλιτεχνών και επιμελητών από εκθέσεις ή χορηγίες με αμφιλεγόμενους ή ηθικά αμφισβητούμενους χορηγούς είναι κρίσιμη για την προστασία της ακεραιότητας της τέχνης, και των αξιών και των μηνυμάτων που πρεσβεύουν οι δημιουργοί. Η τέχνη δεν είναι πολιτικά ουδέτερη και οι επιλογές αυτές στέλνουν σημαντικά μηνύματα κοινωνικής ευθύνης και διαφάνειας, ενισχύοντας την ανάγκη για πιο υπεύθυνες και ηθικές συνεργασίες στον χώρο του πολιτισμού. Με αυτό ως στόχο, έχουμε συστήσει μια ομάδα η οποία εργάζεται για τη σύνταξη ενός κώδικα δεοντολογίας ο οποίος θα προάγει καλές πρακτικές για ένα ασφαλές περιβάλλον εργασίας και ο οποίος ευελπιστούμε πως πέρα από τα μέλη μας θα υιοθετηθεί και από την ευρύτερη κοινότητα.