Υπήρχε κάτι που εξαρχής ξεχώριζε την Francoise Hardy, από τους υπόλοιπους τραγουδοποιούς της generation ye-ye – της «απάντησης» της Γαλλίας στο αμερικανικό rock'n'roll. Η παρουσία της Hardy, σε αντίθεση με άλλους διάσημους εκπροσώπους του ρεύματος, όπως ο Johnny Hallyday και ο France Gall, έφερε πάντα μία νοσταλγία, μία ευαίσθηση αυτοκριτική και μία ισορροπία, που διέψευδε τη ντροπαλότητα και την ανασφάλεια της εικόνας της. Υπήρξε ένα από τα icons της δεκαετίας του '60, στη Γηραιά Ήπειρο – ήταν εξίσου σημαντική στο Παρίσι αλλά και στο Λονδίνο- και, από πολλές απόψεις, η παρουσία της ήταν αντιφατική με την ανήσυχη, επαναστατική δεκαετία που την καθόρισε.
«Ο έρωτας είναι μία αξιοσημείωτη δύναμη»
Η ίδια, είχε πει στη Le Monde, ότι, τα τραγούδια της, υπήρξαν μία αναγκαία διέξοδος. «Έγραφα για τις εμπειρίες μου. Ο καλύτερος τρόπος να υπερβεί κανείς τον πόνο είναι μία όμορφη, μελαγχολική μελωδία», έλεγε. Και η girlie ομορφιά της, όμως, δεν περνούσε απαρατήρητη. Ο Μικ Τζάγκερ την περιέγραψε ως την «ιδανική γυναίκα». Ο Ντέιβιντ Μπόουι υπήρξε «παθιασμένα ερωτευμένος» μαζί της για χρόνια και συνήθιζε να την φλερτάρει στα backstage. Το 1964, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ Another Side of Bob Dylan, στις σημειώσεις του, υπήρχε ένα ολόκληρο ποίημα, «for francoise hardy/at the seine's edge». Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη συναυλία του στο Olympia music hall στο Παρίσι, ο Dylan θα προσκαλούσε την τραγουδίστρια σε ένα πάρτι στη σουίτα του στο ξενοδοχείο George V. Στην κρεβατοκάμαρά του, θα της έπαιζε δύο κομμάτια από το επόμενο άλμπουμ του, Blonde on Blonde, τα Just Like a Woman και I Want You. Η ίδια η Hardy, πάντως, επέμενε μέχρι το τέλος της ζωής της ότι ένιωθε τόσο εκστασιασμένη από τη συναναστροφή με τους stars που ποτέ δεν πήρε καθαρά το μήνυμα. Ο έρωτας της ζωής της, όμως, ο πατέρας του γιου της και ο άντρας που αποτέλεσε την έμπνευση πίσω από πολλά τραγούδια της δεν ήταν άλλος από τον Γάλλο τραγουδιαστή και ηθοποιό, Jacques Dutronc, με τον οποίο γνωρίστηκαν το 1967 και παντρεύτηκαν το 1981. Χώρισαν τη δεκαετία του ΄90, αλλά οι σχέσεις τους παρέμειναν άριστες. «Ο έρωτας είναι μία αξιοσημείωτη δύναμη, ακόμα κι αν το τίμημά της είναι το αέναο μαρτύριο. Χωρίς αυτό το μαρτύριο, όμως, δεν θα είχα γράψει ούτε έναν στίχο», είχε πει η ίδια.
Γεννήθηκε στο κατεχόμενο από τους ναζί Παρίσι, στο ίδιο μαιευτήριο του Ένατου Διαμερίσματος που, λίγους μήνες νωρίτερα, θα ερχόταν στον κόσμο ο Johnny Hallyday. Η μητέρα της, Madeleine Hardy, ήταν λογίστρια και ο πατέρας της, Pierre Dillard, διευθυντής σε μία εταιρεία. Ήταν παντρεμένος με άλλη γυναίκα. Η Francoise μεγάλωσε, μαζί με τη μικρότερη αδερφή της, Michele, σε ένα διαμέρισμα δύο δωματίων. Περιέγραψε τη σχέση με τη μοναχική μητέρα της ως, «συμβιωτική, σχεδόν συζυγική. Την αγαπούσα πάρα πολύ μάλλον, άνευ όρων». Τα κορίτσια έβλεπαν σπάνια τον πατέρα τους, που συχνά παραμελούσε να πληρώσει το ποσοστό της διατροφής που τού αναλογούσε, καθώς και τα δίδακτρα για την εκπαίδευσή τους στο καθολικό σχολείο που φοιτούσαν. Περνούσαν τα Σαββατοκύριακά τους με τους παππούδες – μία «εγωκεντρική, στενόμυαλη, ψυχρή και ευνουχιστική» γιαγιά κυρίως, που ζούσε λίγο έξω από το Παρίσι. Ως παιδιά έκαναν συχνά διακοπές με φίλους της μητέρας τους στην Αυστρία, προκειμένου να μάθουν γερμανικά. Η ντροπαλή, ονειροπόλα, βαθιά συνεσταλμένη Francoise, ένιωθε συχνά άβολα για την αντισυμβατική οικογένειά της. Στράφηκε πολύ νωρίς στο ραδιόφωνο. Στα τέλη της δεκαετίας του '50, μυήθηκε στη μουσικών των Presley, Everly Brothers, Brenda Lee, Cliff Richard, μέσα από την αγγλική υπηρεσία του Radio Luxembourg. Αυτή η μουσική, όπως συνήθιζε να λέει, «με επηρέασε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Κατέληξε να αλλάξει τη ζωή μου». Για να περάσει το πρώτο μέρος του baccalaureat, σε ηλικία 16 ετών, ζήτησε μια κιθάρα. Έναν χρόνο αργότερα, έχοντας περάσει και το δεύτερο μέρος με άριστα, έμαθε μόνη της μερικές συγχορδίες οι οποίες ήταν αυτές που «για τα επόμενα 10 χρόνια, παρήγαγαν τα περισσότερα από τα τραγούδια μου». Έτσι, άρχισε να γράφει μουσική. Βρέθηκε να σπουδάζει γερμανικά στη Σορβόννη. Πέρασε από οντισιόν μίας δισκογραφικής εταιρείας - ανεπιτυχώς, αλλά όχι καταστροφικά, και ξεκίνησε μαθήματα τραγουδιού.
«Ένας θηλυκός Johnny Hallyday»
Στις 14 Νοεμβρίου 1961 υπογράφηκε το συμβόλαιο της Hardy με τη Vogue Records. Η δισκογραφική αναζητούσε «έναν θηλυκό Johnny Hallyday». Η πρώτη τηλεοπτική εμφάνιση της τραγουδίστριας έγινε έξι μήνες αργότερα στο μοναδικό κανάλι του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα. Το πρώτο της EP, με τρία δικά της τραγούδια και μια διασκευή του Lee Trammell, κυκλοφόρησε ένα εξάμηνο μετά. Τον Οκτώβριο του 1962, τη νύχτα του δημοψηφίσματος του Σαρλ ντε Γκωλ, ήρθε η επιτυχία. Οι ψηφοφόροι είχαν κληθεί στις κάλπες να αποφασίσουν εάν οι πρόεδροι της γαλλικής Δημοκρατίας θα έπρεπε να εκλέγονται απευθείας από τον λαό. Όσο το έθνος περίμενε το αποτέλεσμα, σε ένα μουσικό ιντερλούδιο, η Hardy ερμήνευσε το Tous les Garcons et les Filles, από το EP της. Το κοινό λάτρεψε κατευθείαν. Έγινε μνημειώδης επιτυχία στη Γαλλία όπου, από τον Οκτώβριο του 1962 έως τον Απρίλιο του 1963, έμεινε 15 εβδομάδες συνολικά στο Νο 1, ενώ σημείωσε ένα εκατομμύριο πωλήσεις. Μέσα σε λίγες εβδομάδες η «συνεσταλμένη» Francoise βρέθηκε στο εξώφυλλο του Paris Match. Στη δίνη των swinging 60s, τα οποία και απεχθανόταν: αποδοκίμαζε το περιστασιακό σεξ, απέφευγε τα ναρκωτικά και θυμόταν να έχει μεθύσει μόνο δύο φορές στη ζωή της.
Ο φωτογράφος Jean-Marie Perier υπήρξε ο πρώτος της σύντροφος. Αυτός ήταν που εξασφάλισε ότι, η φωτογραφία της με τη μίνι φούστα, τις λευκές μπότες, τα μακριά μαλλιά και τη χαρακτηριστική φράντζα θα έκανε το γύρο του κόσμου. Με τα σημάδια της εφηβείας της ακόμα εμφανή, η τραγουδίστρια δεν πέρασε απαρατήρητη και από τους εμβληματικούς fashion designers της εποχής: οι Courreges, Yves Saint Laurent και Paco Rabanne έσπευδαν να τη ντύσουν, κάθε φορά που θα εμφανιζόταν στο Olympia στο Παρίσι, στο Savoy στο Λονδίνο αλλά και σε πιδείξεις μόδας στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Δανία, την Ισπανία, τον Καναδά και τη Νότια Αφρική. Στη Νέα Υόρκη, φωτογραφήθηκε για τη Vogue από τον William Klein. Πρωταγωνίστησε σε ταινίες των Roger Vadim, Jean-Luc Godard και John Frankenheimer.
«Μισούσα τις συνέπειες της επιτυχίας»
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, όμως, πέντε μόλις χρόνια αφότου ξεκίνησε την καριέρα της, εγκατέλειψε απότομα τις ζωντανές εμφανίσεις και τον κινηματογράφο. «Μισούσα τις συνέπειες αυτής της επιτυχίας», εξήγησε. «Το να αποχωρίζομαι τον άνδρα που αγαπούσα, τις ατελείωτες ώρες αναμονής, τη μοναξιά, την εξάρτηση από το τηλέφωνο. Και δεν μπόρεσα ποτέ να προσποιηθώ. Δεν μπορώ ούτε καν να πω ψέματα. Από την άλλη, η σύνθεση τραγουδιών είχε μία εμβάθυσνη που αγαπούσα», δήλωσε εξηγώντας πως, η ζωή της ως σταρ ήταν μία «χρυσοποίκιλτη φυλακή». Συνέχισε τις ηχογραφήσεις, κυκλοφορώντας δώδεκα best seller άλμπουμ στη χώρα της. Από αυτά, η ίδια πάντα ξεχώριζε το La Question (1971), μια εκλεπτυσμένη συνεργασία με τον Βραζιλιάνο μουσικό Tuca. Ηχογράφησε ντουέτα με τους Γάλλους καλλιτέχνες Henri Salvador, Alain Souchon και Benjamin Biolay. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Damon Albarn και τον Iggy Pop. Κατά τα γεγονότα του Μάη του ΄68 αποσύρθηκε με τον Dutronc στην Κορσική – άλλωστε η ίδια ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την πολιτική. Μεγαλωμένη σε ένα καθολικό περιβάλλον, είχε έντονες απόψεις για μία σειρά από κοινωνικά ζητήματα, όπως το δικαίωμα στην άμβλωση, που δεν αναγνώριζε. Γητευόταν από την αστρολογία, για την οποία, μάλιστα, έγραψε δύο βιβλία.
Αργότερα στη ζωή της συνέχισε να εργάζεται παρά το γεγονός ότι, το 1988, ισχυρίστηκε ότι το άλμπουμ της, Decalages, θα ήταν το τελευταίο της. Τις δεκαετίας του 1990 και του 2000, προέκυψαν μία σειρά νέων ηχογραφήσεων. Το 2008, κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία της, Le Desespoir des Singes. Το τελευταίο της άλμπουμ, Personne d'autre, κυκλοφόρησε το 2018. Διαγνώστηκε με λέμφωμα το 2004 και ανέρρωσε χάρη σε μία μορφή χημειοθεραπείας σε πειραματικό στάδιο. Το 2015 νοσηλεύτηκε σε τεχνητό κώμα, στο πλαίσιο αντιμετώπισης της ασθένειας. Τρία χρόνια αργότερα, εντοπίστηκε μία εκ νέου μετάσταση. Το 2021, σε συνέντευξή της στο περιοδικό Femme Actuelle δήλωσε ότι θα ήθελε να είναι σε θέση να επιλέξει να τερματίσει τη ζωή της με αξιοπρέπεια όπως είχε κάνει η μητέρα της, που έπασχε από τη νόσο Charcot-Marie-Tooth, το 1994. Το 2023, σε συνέντευξή της στο Paris Match, κάλεσε τον Εμανουέλ Μακρόν να νομοθετήσει την υποβοηθούμενη αυτοκτονία.
«Τα ομορφότερα τραγούδια δεν είναι χαρούμενα»
Μιλώντας στον Observer, το 2018, η Hardy έκανε μία ανασκόπηηση στην καριέρα της που της είχε αποφέρει σχεδόν κάθε βραβείο που μπορεί να προσφέρει η γαλλική μουσική. Εκεί, δήλωσε έκπληκτη από το γεγονός ότι, το κοινό, «ακόμα και πολύ καλοί μουσικοί» συγκινούνταν από τη φωνή της. «Γνωρίζω τα όριά της, πάντα τα γνώριζα. Αλλά έχω επιλέξει προσεκτικά. Αυτά που τραγουδάει ένας άνθρωπος είναι η έκφραση αυτού που είναι. Ευτυχώς για μένα, τα ομορφότερα τραγούδια δεν είναι χαρούμενα. Τα τραγούδια που θυμόμαστε είναι τα θλιμμένα, τα ρομαντικά τραγούδια», κατέληγε τότε.