Τα τελευταία χρόνια, η μουσική βιομηχανία στην Ελλάδα έχει υποστεί δραματικές αλλαγές, καθοδηγούμενες από την εξέλιξη της τεχνολογίας και την εξάπλωση των social media. Πλατφόρμες όπως το TikTok, το Youtube ή το Spotify έχουν εξελίξει τον τρόπο με τον οποίο οι καλλιτέχνες δημιουργούν, προωθούν και επικοινωνούν τη μουσική τους. Ωστόσο, αυτή η αλλαγή έχει φέρει στο φως μια σοβαρή συζήτηση σχετικά με την ποιότητα των τραγουδιών που παράγονται σήμερα.
Πολλοί παρατηρούν ότι οι καλλιτέχνες επικεντρώνονται πλέον στη «viral» επιτυχία αντί για τη δημιουργία μουσικής που θ' αντέξει στον χρόνο και θα έχει μια διαχρονική αξία. Σύντομα, πιασάρικα ρεφρέν, επαναλαμβανόμενοι στίχοι, και εύκολες χορευτικές φιγούρες γίνονται η βάση για τη σύνθεση τραγουδιών. Αυτή η στρατηγική εξασφαλίζει άμεσα views και shares, αλλά σπάνια δημιουργεί μουσική με διάρκεια.
Το αποτέλεσμα είναι τραγούδια που «λάμπουν» για λίγες εβδομάδες και μετά ξεχνιούνται. Στο παρελθόν, η ελληνική μουσική ανέδειξε έργα που άντεξαν στον χρόνο και αποτέλεσαν κομμάτι της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Από την «Πριγκιπέσα» του Σωκράτη Μάλαμα, τα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου, μέχρι τις εμβληματικές ερμηνείες της Χαρούλας Αλεξίου, της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, του Γιώργου Νταλάρα και της Δήμητρας Γαλάνη, η μουσική αυτή κατάφερνε ν' αγγίξει την ψυχή, με στίχους γεμάτους συναίσθημα και μελωδίες που μιλούσαν κατευθείαν στην καρδιά.
Η Άννα Βίσση, ωστόσο, επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο. Αντί να μείνει αυστηρά προσηλωμένη στη διαχρονικότητα, αγκάλιασε τις απαιτήσεις της εποχής, εστιάζοντας στη δυναμική των social media και τη viral προβολή. Παρότι υπήρξε η φωνή πίσω από αθάνατες επιτυχίες όπως τα «Δώδεκα», «Ελένη», «Εκατομμύρια» και «Μεθυσμένη μου καρδιά», τα τελευταία χρόνια στράφηκε σε μια πιο σύγχρονη προσέγγιση, με κομμάτια όπως τα «Χρυσόψαρα», το «Gazoza» και το «Σε περίπτωση που». Ενώ άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς της συνεχίζουν ν' αναδεικνύουν το βάθος και τη μελωδική ποιότητα που χαρακτηρίζει την παλαιότερη ελληνική μουσική, η Βίσση ενσωματώνει στοιχεία που ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις της νέας γενιάς, όπως φαντασμαγορικά music videos, εκρηκτικές χορογραφίες και catchy στίχους.
Στις ψηφιακές πλατφόρμες, όπως το Spotify, οι αλγόριθμοι προώθησης βασίζονται σε δεδομένα ακροάσεων και προτιμήσεων, οδηγώντας τους καλλιτέχνες να δημιουργούν μουσική που ταιριάζει στις τάσεις και όχι στη δική τους καλλιτεχνική έκφραση. Η κυριαρχία των playlists με θεματική βάση — όπως «Greek Viral» ή «Summer Hits» — σημαίνει ότι τα τραγούδια που περιλαμβάνονται πρέπει να προσαρμόζονται σε συγκεκριμένα πρότυπα, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για καλλιτεχνικούς πειραματισμούς. Αυτό, σε συνδυασμό με την εύκολη πρόσβαση του κοινού στη μουσική μέσω streaming, έχει οδηγήσει σ' έναν κορεσμό όπου η ποσότητα υπερισχύει της ποιότητας. Ενώ η παλαιότερη γενιά καλλιτεχνών προσπαθούσε να δημιουργήσει έργα που θ' άντεχαν στον χρόνο, σήμερα η έμφαση δίνεται στη συνεχή ροή νέου περιεχομένου.
Η Ηβη Αδάμου, με περισσότερα από δέκα χρόνια επιτυχημένης παρουσίας στη μουσική, μας χάρισε πριν από μερικούς μήνες το super viral κομμάτι «Είπες». Με μουσική και στίχους του Μιχάλη (ΜΕΘ) Κουινέλη, το τραγούδι έγινε ανάρπαστο πριν καν κυκλοφορήσει, χάρη σ' ένα teaser που ξεσήκωσε τα social media. Το αποτέλεσμα; Περισσότερα από 1.500 βίντεο στο TikTok μέσα σε λίγες ημέρες. Η ανεβαστική του μελωδία και οι στίχοι του το κατέστησαν ιδανικό για το κοινό της πλατφόρμας, ενισχύοντας τη viral δυναμική του.
Η βωμολοχία της τραπ μουσικής και η Ελενα Παπαρίζου
Η εμπορική προσέγγιση της σύγχρονης ελληνικής μουσικής έχει συνοδευτεί από μια σταδιακή πτώση της ποιότητας στους στίχους. Σε πολλά τραγούδια πλέον συναντάμε έντονη χρήση βωμολοχίας και ξένων λέξεων, συχνά σε τέτοιο βαθμό που οι ελληνικές ρίζες της μουσικής φαίνονται να χάνονται. Οι αναφορές στη βία, τις καταχρήσεις και τις επιφανειακές σχέσεις έχουν γίνει κοινός τόπος, δημιουργώντας μια εικόνα που δεν αντικατοπτρίζει την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της χώρας.
Η τραπ μουσική, ιδιαίτερα δημοφιλής στους εφήβους, έχει μετατραπεί σε σύμβολο αυτής της αλλάγης. Οι τράπερ, όπως Tus, Sin boy, Snik, Light, Trannos κ.α, βρίσκονται στο προσκήνιο, αφενός λόγω της μεγάλης τους προβολής στα social media, αφετέρου εξαιτίας της αμφιλεγόμενης θεματολογίας τους. Τα τραγούδια τους υμνούν τη γρήγορη ζωή, τις καταχρήσεις, τη βία και την υποτίμηση των γυναικών, με αποτέλεσμα να δημιουργούν πρότυπα που προκαλούν ανησυχία για την επιρροή τους στις νεότερες γενιές. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ως προσπάθεια σύνδεσης με το νεανικό κοινό ή ως «ειλικρίνεια» στη δημιουργία, αλλά για πολλούς αποτελεί ένα δείγμα της γενικότερης παρακμής στη μουσική.
Από την άλλη, η ολοένα αυξανόμενη χρήση ξένων λέξεων, κυρίως αγγλικών, στη σύγχρονη ελληνική μουσική προκαλεί συζητήσεις σχετικά με την απώλεια της πολιτιστικής της ταυτότητας. Αυτή η τάση απομακρύνει τη μουσική από τις ρίζες της, επιλέγοντας συχνά διεθνή στοιχεία που διευκολύνουν τη διάδοσή της στις πλατφόρμες όπως το TikTok, αλλά εις βάρος της ελληνικής γλώσσας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το νέο τραγούδι «Update» της Έλενας Παπαρίζου. Παρά το ισχυρό μήνυμά του, που καλεί τους ακροατές να δουν τη ζωή ως μια συνεχή εξέλιξη και ανανέωση, ο ίδιος ο τίτλος βασίζεται σε μια αγγλική λέξη. Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς οι ξένες λέξεις λειτουργούν ως «γάντζοι» μνήμης και διευκολύνουν την αναγνώριση και τη διάδοση ενός τραγουδιού, ειδικά στο νεανικό κοινό που δραστηριοποιείται στα social media. Το «Update» έχει ήδη κερδίσει χιλιάδες χρήστες στο TikTok, οι οποίοι δημιουργούν βίντεο που συνδυάζουν στιγμές από το παρελθόν και το παρόν τους, επαναφέροντας στο προσκήνιο τη σύνδεση μεταξύ νοσταλγίας και σύγχρονου τρόπου ζωής. Ο δυναμικός του τίτλος, παράλληλα με το μήνυμα της ενδυνάμωσης και της αυτοεκτίμησης, καθιστά το τραγούδι εύκολα αναγνωρίσιμο και viral.
Παλιά τραγούδια παίρνουν «ξανά ζωή»
Το TikTok έχει αποδειχθεί ένα ισχυρό εργαλείο για την αναβίωση παλαιότερων τραγουδιών, επιτρέποντας στη νέα γενιά να τ' ανακαλύψει εκ νέου και να τα κάνει viral. Οι χρήστες της Gen Z έχουν τη δυνατότητα ν' αναβιώσουν με τη δημιουργικότητά τους κομμάτια που ίσως είχαν ξεχαστεί, αλλά παραμένουν διαχρονικά. Σε διεθνές επίπεδο, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Remember (Walking in the Sand)» των Shangri-Las, ένα χιτ του 1964 που έχει χρησιμοποιηθεί ως sample από καλλιτέχνες όπως οι Aerosmith και οι ράπερ Capone και Kreepa. Ειδικά το sample του Capone, γνωστό ως «Oh No», έχει γίνει το soundtrack σε αμέτρητα βίντεο στο TikTok, συχνά συνοδευόμενο από σκηνές κακοτυχίας. Αυτή η νέα χρήση του τραγουδιού έδωσε πνοή και στο αρχικό κομμάτι, αλλά και στις μεταγενέστερες διασκευές του, εκτοξεύοντας τα views στο YouTube και τα streams στο Spotify. Παρόμοια, το «Hijo De La Luna» των Mecano από το 1986 έχει γνωρίσει μεγάλη επιτυχία ως μουσική υπόκρουση σε βίντεο με κοντινά πορτρέτα, στα οποία η εστίαση αλλάζει ξαφνικά. Ακόμα και πιο πρόσφατα τραγούδια, όπως το «Night Changes» των One Direction από το 2014, βιώνουν μια δεύτερη καριέρα, καθώς χρησιμοποιούνται συχνά σε βίντεο που συγκρίνουν το παρελθόν με το παρόν.
Στην ελληνική μουσική σκηνή, αντίστοιχα παραδείγματα δεν λείπουν. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι το τραγούδι «Παράλληλη Αγάπη» της Άντζυς Σαμίου, το οποίο έγινε viral όταν η Ανδρομάχη το παρουσίασε σ' ένα medley στο TikTok. Ωστόσο, η κίνηση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις. Λίγο μετά το viral βίντεο της τραγουδίστριας, η Χριστίνα Σάλτη κυκλοφόρησε επίσημα το τραγούδι μέσω του YouTube, με τον συνθέτη του κομματιού, Κώστα Μηλιωτάκη, να ισχυρίζεται ότι η Ανδρομάχη το ανέβασε στα social media χωρίς άδεια. Η κατάσταση κλιμακώθηκε, με τον Μηλιωτάκη να προειδοποιεί για την αποστολή εξώδικου και μήνυσης εναντίον της.
Η ίδια η Ανδρομάχη, μέσω βίντεο στο Instagram, προσπάθησε να εξηγήσει τη θέση της, δηλώνοντας: «Ανέβασα το Παράλληλη Αγάπη από σεβασμό, σημειώνοντας πως τα δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς και ερμηνευτές. Δεν είχα σκοπό να δημιουργήσω πρόβλημα. Με στενοχώρησε και με απογοήτευσε όλη αυτή η κατάσταση, καθώς είμαι μια νέα κοπέλα που προσπαθεί μόνη της. Θα μπορούσε να μου εξηγήσει το ζήτημα πιο ανθρώπινα, αντί να με τρομάξει με νομικές απειλές».
Την ίδια στιγμή, γνωστοί καλλιτέχνες επιλέγουν να δώσουν νέα πνοή σε παλιά τραγούδια, ενσωματώνοντάς τα σε σύγχρονες παραγωγές και στοχεύντας σε «viral» επιτυχία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ελένη Φουρέιρα, που παρουσίασε το «Our Groove», μια δυναμική διασκευή του θρυλικού κομματιού «Let The Music Play» της Shannon από το 1983. Το τραγούδι, που γνώρισε τεράστια επιτυχία παγκοσμίως, επανήλθε δυναμικά χάρη στη συνεργασία της περφόμερ με τους Playmen και τον AD-1, και αποτέλεσε το επίσημο theme song του MadWalk 2024.
Οι αντιδράσεις του κοινού και η σημερινή «δύναμη» του ραδιοφώνου
Παρά την κυριαρχία του viral, ένα σημαντικό μέρος του κοινού εκφράζει την απογοήτευσή του για την ποιότητα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Η νοσταλγία για τραγούδια που άγγιζαν την ψυχή και προσέφεραν ουσιαστικά μηνύματα είναι εμφανής. Σε πλατφόρμες όπως το YouTube, τα σχόλια σε παλαιότερα τραγούδια συχνά περιλαμβάνουν εκφράσεις όπως: «Αυτή ήταν μουσική, όχι σαν τα σημερινά». Αυτή η κριτική αντικατοπτρίζει την ανάγκη για δημιουργία που υπερβαίνει την εφήμερη επιτυχία και παραμένει στη μνήμη για χρόνια.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που έχει αλλάξει δραστικά είναι ο ρόλος του ραδιοφώνου. Κάποτε, το ραδιόφωνο αποτελούσε την κύρια πηγή προώθησης της μουσικής και είχε τη δύναμη να διαμορφώνει τις μουσικές προτιμήσεις του κοινού. Οι παραγωγοί ραδιοφώνου έπαιζαν ποιοτική μουσική και έδιναν χρόνο σε νέα τραγούδια ν' αγαπηθούν, προσφέροντας στους ακροατές έναν χώρο εξερεύνησης και συναισθηματικής σύνδεσης. Σήμερα, το ραδιόφωνο έχει χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής του, καθώς οι πλατφόρμες όπως το Spotify και το TikTok έχουν αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Οι αλγόριθμοι καθορίζουν ποιες επιτυχίες θ' ακουστούν, ενώ το ραδιόφωνο, αντί να κατευθύνει τις μουσικές τάσεις, συχνά ακολουθεί τις ήδη διαμορφωμένες. Αυτή η αλλαγή έχει μειώσει τη δυνατότητα ανάδειξης τραγουδιών που χρειάζονται χρόνο για να εκτιμηθούν, υπονομεύοντας τη διαχρονικότητα.
Από τους δρόμους της Αρεοπαγίτου και τα viral βίντεο στις sold out συναυλίες
Παρά τη γενική αυτή τάση, βέβαια, υπάρχουν ακόμα καλλιτέχνες και δημιουργοί που επιλέγουν να παραμείνουν πιστοί στις αξίες της τέχνης, δημιουργώντας μουσική που, αν και ίσως λιγότερο εμπορική, χαρακτηρίζεται από ποιότητα και ουσία. Αυτοί οι καλλιτέχνες επενδύουν στον στίχο, στη σύνθεση και στην ερμηνεία, προσπαθώντας να δημιουργήσουν τραγούδια που αντέχουν στον χρόνο. Παράλληλα, απευθύνονται σ' ένα κοινό που αναζητά κάτι περισσότερο από το επιφανειακό και εφήμερο. Μέσα από τις επιλογές τους, θυμίζουν ότι η μουσική δεν είναι απλώς μέσο διασκέδασης, αλλά και εργαλείο έκφρασης, σύνδεσης και συναισθηματικής ενδοσκόπησης.
Η Μαρίνα Σπανού αποτελεί ίσως την επιτομή μιας καλλιτέχνιδας που συνδυάζει τη δυναμική της νέας εποχής με την αυθεντικότητα. Η πορεία της ξεκίνησε από έναν απλό έρωτα στα 17 της, που την ενέπνευσε να γράψει τα πρώτα της τραγούδια. Με τη βοήθεια της οικογένειάς της και τη δική της αποφασιστικότητα, αγόρασε εξοπλισμό και ξεκίνησε να τραγουδά στους δρόμους της Αρεοπαγίτου κατά την περίοδο της καραντίνας, δίνοντας νόημα και χαρά σ' έναν κόσμο περιορισμένο από τον Covid-19. Το πρώτο της live έγινε σχεδόν αυθόρμητα, ανάμεσα σε περαστικούς που περπατούσαν στην Αρεοπαγίτου. Τα βίντεο των περαστικών που την παρακολουθούσαν άρχισαν να γεμίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιδιαίτερα το TikTok, δημιουργώντας μια απρόσμενη κοινότητα που εντυπωσιάστηκε από την αυθεντικότητα και τη φωνή της. Σταδιακά, οι αυτοσχέδιες συναυλίες της έγιναν σημείο αναφοράς, ενώ η ενέργεια που μεταφέρει στις ερμηνείες της τράβηξε ακόμα περισσότερους ανθρώπους.
Τα τραγούδια της Μαρίνας Σπανού έχουν έναν μοναδικό χαρακτήρα, καθώς ταυτίζονται με την ελληνική καθημερινότητα και τις εμπειρίες από τη ζωή στην Αθήνα. Τίτλοι όπως «Ταξίδι», «Γράμμα», και «Ικαρία» φέρνουν στο μυαλό τρυφερές εικόνες, με στίχους γεμάτους από ρομαντισμό και νοσταλγία. Έχουν να κάνουν με «θερινά σινεμά», «ροζ ουρανούς», λουλούδια και φιλιά, δημιουργώντας ένα μουσικό σύμπαν που θυμίζει την άνοιξη και το καλοκαίρι. Ακόμα και οι διαδικτυακές της εμφανίσεις, όπου τραγουδά με τις πιτζάμες από το σπίτι της, καταφέρνουν να μεταφέρουν μια γνήσια αίσθηση οικειότητας και συναισθηματικής σύνδεσης. Το κοινό την έχει ταυτίσει με την ελπίδα και την ομορφιά της απλότητας, σε αντίθεση με την υπερβολή και την επιτήδευση που χαρακτηρίζουν συχνά τη μουσική που δημιουργείται για να γίνει viral.
Η τεχνολογία ως εργαλείο και οχι ως εμπόδιο
Η περίπτωση της Μαρίνας Σπανού υπογραμμίζει ότι η τεχνολογία μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο για να φτάσει η τέχνη σε ευρύτερο κοινό, χωρίς να θυσιαστεί η ποιότητα ή η αυθεντικότητα. Ωστόσο, αυτή η ισορροπία είναι δύσκολο να διατηρηθεί, καθώς οι πιέσεις από τη βιομηχανία για «άμεσα» αποτελέσματα και εμπορική επιτυχία συχνά ωθούν τους καλλιτέχνες σε επιλογές που δεν αντανακλούν πάντα τη δημιουργικότητά τους.
Η «viral» μουσική, που βασίζεται σε εύκολα χορευτικά ρεφρέν ή επαναλαμβανόμενες φράσεις, προσελκύει την προσοχή γρήγορα, αλλά σπάνια καταφέρνει να διατηρηθεί στη μνήμη του κοινού. Αντίθετα, τραγούδια που επικεντρώνονται στη συναισθηματική αυθεντικότητα και στη σύνδεση με την καθημερινότητα, όπως αυτά της Μαρίνας, έχουν τη δυνατότητα ν' αφήσουν ένα ανεξίτηλο σημάδι.
Η ελληνική μουσική έχει μια πλούσια παράδοση και μπορεί να εξελιχθεί χωρίς να χάσει την ταυτότητά της. Ίσως η λύση βρίσκεται στην εκπαίδευση του κοινού, ώστε να εκτιμήσει τη μουσική που έχει ουσία, και στην ανάδειξη καλλιτεχνών που δεν φοβούνται να επενδύσουν στη διαχρονικότητα της τέχνης τους. Στο τέλος της ημέρας, η μουσική παραμένει μια μορφή έκφρασης που ενώνει και εμπνέει. Η τεχνολογία μπορεί να την εξυπηρετήσει, αλλά δεν πρέπει να την περιορίσει. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί μουσική που, ακόμα κι αν είναι viral, ν' αντέχει στο πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας ένα βαθύτερο αποτύπωμα.