Τον Μάρτιο του 1964, σε ένα πάρτι στο Λονδίνο, η Marianne Faithfull υπέγραψε συμβόλαιο με την πρώτη της δισκογραφική, χωρίς να τραγουδήσει ούτε μια νότα.
«Υποτίθεται ότι μπορεί»
Η εντυπωσιακή, 17χρονη ξανθιά με τις αφέλειες, τα γεμάτα χείλη και τα μεγάλα, ελαφίσια μάτια, δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Andrew Loog Oldham – τον νεαρό και τολμηρό μάνατζερ των Rolling Stones που την παρατηρούσε από την άλλη άκρη του δωματίου. Ο Oldham ρώτησε τον σύζυγο της κοπέλας, καλλιτέχνη John Dunbar, αν η σύζυγός του μπορούσε να τραγουδήσει. «Υποτίθεται ότι μπορεί», απάντησε ο Dunbar, και ο μαγεμένος Oldham, μία εβδομάδα αργότερα, έστειλε στη Faithfull ένα τηλεγράφημα με το οποίο την καλούσε στα Olympic Studios της βρετανικής πρωτεύουσας για ένα δοκιμαστικό. «Με τόσο όμορφο πρόσωπο», σκέφτηκε ο μάνατζερ, «ποιος θα ενδιαφερθεί για το τι θα βγει από το στόμα της;».
Η αφιλτράριστα ειλικρινής και αυτοσαρκαστική Faithfull, που πέθανε την Πέμπτη σε ηλικία 78 ετών, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της κάνοντας πλάκα με αυτή την ερώτηση. Τελικά δεν μπόρεσε ποτέ να «χωρέσει» στον ρόλο που ο Oldham είχε φαντασιωθεί όταν της πρότεινε εκείνο το δοκιμαστικό: η Faithfull δεν ήταν η χαμηλών τόνων, σεμνή κοπέλα που νόμιζε ο μάνατζερ – και ευτυχώς. Μέχρι τα 30 της περίπου, η η Faithfull δεν ξεδίπλωσε πραγματικά το μοναδικό της ταλέντο ως τραγουδίστρια. Πολύ μετά τη λήξη του ηλικακού ορίου της ingenue (σ.σ. αφελής, νεαρή κοπέλα που ανακαλύπτει και η ίδια το ταλέντο της), ξεκίνησε να τραγουδάει κομμάτια ευθυγραμμισμένα με τις δικές της ευαισθησίες, ξεκινώντας με το σπαρακτικό αριστούργημα «Broken English» του 1979. Έως τότε, τα χρόνια κατάχρησης ουσιών είχαν προσθέσει στη φωνή και την ψυχοσύνθεσή της τη χαρακτηριστική, σπαρακτική της χροιά. Ήταν μόλις τις τελευταίες δεκαετίες της απίθανα μακρόχρονης καριέρας της, που η Faithfull κατάφερε να μετουσιώσει την «καπνιστή» χροιά της σε ερμηνείες που παρέπεμπαν σε γοτθική τραγουδίστρια καμπαρέ κάνοντας δικές της τις ερμηνείες τραγουδιών -μεταξύ άλλων- των Bob Dylan, Leonard Cohen και Nick Cave.
Η μετουσίωση της ίσως απείχε πολύ από αυτό που θα φαντάζονταν εκείνοι που θαύμαζαν τη βουβή ομορφιά της το 1964. Αλλά αυτή ακριβώς υπήρξε η ανατρεπτική δύναμη της Faithfull. Η τραγουδίστρα ανέτρεψε όλες προσδοκίες κάθε είδους στερεότυπου για τις γυναίκες- από την αναλαμπή της one hit wonder έφηβης pop star, στην σιωπηλή αλλά σίγουρη μούσα-, επιτρέποντας στο κοινό να βιώσει μαζί της το σοκ της αποσταθεροποίησης απέναντι στην αποκάλυψη της ωμής αλήθειας, από ένα όμορφο πρόσωπο.
Μούσα
Μόλις τρεις μήνες μετά από εκείνο το πάρτι, τον Ιούνιο του 1964, η Faithfull είδε το πρώτη της single, το κλασικό «As Tears Go By», να γίνεται επιτυχία. Αυτή της η επιτυχία υπήρξε, για πολλούς, η πρώτη, πρωτότυπη δημιουργία που συνέγραψαν οι Mick Jagger και Keith Richards. Η νεαρή κοπέλα αντιμετώπισε την άμεση επιτυχία της ως ένα αστείο που τη διασκέδαζε, και -ενδεχομένως- ως μια σύντομη παράκαμψη πριν από το προγραμματισμένο μέλλον της στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Κατά την πρώτη της περιοδεία κουβαλούσε μαζί της μια τσάντα με βιβλία κλασικής βρετανικής λογοτεχνίας. Το 1966, όμως, όταν ξεκίνησε τη σχέση της με τον Jagger, η φήμη της εκτοξεύθηκε και η επιστροφή στη «φυσιολογική» ζωή φάνταζε πια εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι, μπήκε σε έναν ακόμη στερεοτυπικό γυναικείο ρόλο που δεν μπορούσε να παίξει εντελώς υπάκουα: τη μούσα πίσω από τον ροκ σταρ.
Αρκετοί τείνουν ακόμα να σκέφτονται τη μούσα ως μία γυναίκα που εμπνέει με την ομορφιά, την υπακοή και την ανιδιοτέλειά της. Ωστόσο, η Faithfull ήταν αυτή που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετεξέλιξη του Jagger, φέροντάς τον σε επαφή με την τέχνη, τη λογοτεχνία και το θέατρο- τον κόσμο στον οποίο, η ίδια τότε, ήταν πιο βαθιά χωμένη από τον frontman των Rolling Stones. Εκείνη είπε στον τραγουδιστή να διαβάσει το μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Ο Δάσκαλος και η Μαργαρίτα». Το αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από το anthem των Stones, «Sympathy for the Devil». Τον σύστησε σε καλλιτέχνες και ποιητές (όπως ο φίλος της Άλεν Γκίνσμπεργκ) και τον πήγε στην πρώτη του παράσταση μπαλέτου, το «Paradise Lost», στο οποίο η στιγμή κορύφωσης με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ να πηδάει μέσα σε ένα υπερμεγέθες πορφυρό στόμα, άφησε το δικό της αποτύπωμα. Ας το πούμε έτσι.
Η πιο σκοτεινή πλευρά της επιρροής της Faithfull στους Stones προήλθε εμφανώς, την περίοδο πειραματισμού της με τα ναρκωτικά. Αυτή η περίοδος αποτυπώθηκε σε κάποιες από τις πιο «οδυνηρές» μελωδίες του βρετανικού συγκροτήματος. Το 1969, όταν η ίδια ξύπνησε από το κώμα στο οποίο είχε πέσει μετά την κατανάλωση πάνω από 100 χαπιών βαρβιτουρικών, (ισχυρίστηκε ότι) είπε στον σύντροφό της «ούτε τα άγρια άλογα δε θα μπορούσαν να με τραβήξουν μακριά» (wild horses couldn’t drag me away). Μία πρώιμη εμπειρία της με την ηρωίνη ήταν που ώθησε την Faithfull να κάνει την πρώτη της εξόρμηση στη συγγραφή τραγουδιών, με πολλούς από τους στίχους του «Sister Morphine» να της ανήκουν. Το τραγούδι αργότερα εμφανίστηκε στο κλασικό «Sticky Fingers» του 1971.
Η Faithfull ηχογράφησε τη δική της εκδοχή του «Sister Morphine» δύο χρόνια πριν από το συγκρότημα, ωστόσο η εταιρεία της το απέσυρε, θεωρώντας ότι το περιεχόμενο του τραγουδιού ήταν πολύ «βαρύ» για ένα Pretty Face- το αθώο, όμορφο πρόσωπό της. Μέχρι το 1979, όμως, όταν κυκλοφόρησε το «Broken English», τα ήθη είχαν αλλάξει. Το ίδιο και η δημόσια εικόνα της τραγουδίστριας που στιγματίστηκε από τα βρετανικά tabloids που ασχολούνταν εκτενώς με τα σκάνδαλα, τους εθισμούς και την αποκαθήλωσή της. Η ωμότητα της αλήθειας και της εικόνας της, όμως, είχε ακόμα τη δύναμη να σοκάρει.
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε τα έντρομα βλέμματα των πολύ απελευθερωμένων, μοντέρνων τύπων»
Στην εξαιρετικά ειλικρινή αυτοβιογραφία της ονόματι «Faithfull», το 1994, η τραγουδίστρια περιέγραφε λεπτομερώς το σοκ της μπάντας που τη συνόδευε στο στούντιο, κατά την ηχογράφηση του τραγουδιού «Why D'Ya Do It»- του οργισμένου, γεμάτου βωμολοχίες τραγουδιού σε στίχους του ποιητή Heathcote Williams. Οι μουσικοί δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν στη φυσικότητα των φωνητικών της Faithfull ενώ, η κυκλοφορία του τραγουδιού απαγορεύθηκε στην Αυστραλία έως το 1988, καθώς αυτό θεωρήθηκε εξαιρετικά «άσεμνο». «Δεν μπορείτε να φανταστείτε τα έντρομα βλέμματα αυτών των -υποτιθέμενα- πολύ απελευθερωμένων, μοντέρνων τύπων. Ήταν όλοι τους απολύτως τρομοκρατημένοι. Ήταν ξεκαρδιστικό», γράφει η ίδια στο βιβλίο της.
Αποστολή από την άκρη του υποκόσμου
Το «Broken English» ακούγεται σαν μια αποστολή από την άκρη του υποκόσμου, τραγουδισμένη από μία γυναίκα που έριξε μία ματιά και αποφάσισε να επιστρέψει στη γήινη «κανονικότητα». Η εμπειρία της, όμως, από τον υπόκοσμο την άλλαξε για πάντα. Οι στίχοι του «Broken English» αναφέρονταν σε ένα ακόμα από τα ανάρμοστα θέματα με τα οποία ένα Pretty Face δεν πρέπει να ασχολείται: τον θάνατο. Αλλά αυτή ακριβώς η ενασχόληση ήταν που έδωσε στη Faithfull τη δυνατότητα να εμβαθύνει στη βαρύτητά της ως ερμηνεύτρια. Και να νικά, στην πορεία της ζωής της, δυνητικά θανατηφόρους εχθρούς: την ηπατίτιδα, τον καρκίνο του μαστού και -πιο πρόσφατα- τον κορονοϊό που την κατέστησε, για μία ακόμα φορά, σε κώμα. Τον Απρίλιο του 2020, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της με Covid-19, στο πόδι του κρεβατιού της τραγουδίστριας αναγραφόταν η οδηγία, «Μόνο παρηγορητική φροντίδα».
Όμως, η Marianne Faithfull για μία ακόμα φορά ανέτρεψε τις προσδοκίες: επέζησε και από τον κορονοϊό και σύντομα επέστρεψε στον σκοπό της ζωής της, την τέχνη της. Η τραγουδίστρια μπήκε για τελευταία φορά στο στούντιο, για την ηχογράφηση ενός άλμπουμ με απαγγελίες κλασικών ρομαντικών ποιημάτων. Η ηχογράφηση αποτέλεσε την ευκαιρία να ανακαλύψει μία ακόμα πλευρά δημιουργίας. «Ακούγομαι πιο ευάλωτη», σχολίαζε η ίδια όταν άκουσε την απαγγελία της στο «Lady of Shalott» του Alfred Tennyson. «Είναι κάπως ωραίο, για τους ρομαντικούς».