article background image

Ζητήσαμε τη γνώμη δύο διεθνολόγων για το εάν η χώρα μας θα έπρεπε να προχωρήσει στην άμεση αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους όπως έκαναν οι Ιρλανδία, Ισπανία και Νορβηγία. 

Μπορεί η Αναγνώριση του Παλαιστινιακού Κράτους να συμβάλει στην επίλυση της διένεξης;

Τριαντάφυλλος Καρατράντος

Γράφει ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος, Δρ. Ευρωπαϊκής ασφάλειας και νέων απειλών, Κύριος Ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ

Η αναγνώριση Παλαιστινιακού κράτους από τρεις Ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Νορβηγία, Ιρλανδία) έφερε ξανά στη συζήτηση ένα σημαντικό ζήτημα που αναδεικνύει τις διαφοροποιήσεις εντός των κρατών- μελών της Ε.Ε. Μια συζήτηση που έχει γίνει και στο παρελθόν, κυρίως μετά το πλαίσιο που έβαζαν οι Συμφωνίες του Όσλο. Η απάντηση στο αν είναι προς την σωστή κατεύθυνση αυτή η απόφαση και αν θα πρέπει να ακολουθήσει κάτι αντίστοιχο συνολικά από την Ε.Ε. δεν είναι απλή και μονοσήμαντη. Για ένα τόσο δύσκολο και σύνθετο ζήτημα δεν μπορεί το ερώτημα να είναι ναι ή όχι στην αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους. Υπάρχουν τρία ακόμη ερωτήματα εξίσου σημαντικά που μπορούν να μας δώσουν το συνολικότερο πλαίσιο: α) ποιου Παλαιστινιακού Κράτους; β) σε ποια χρονική στιγμή πρέπει να γίνει η αναγνώριση; και γ) μπορεί η αναγνώριση να συμβάλει στην προοπτική επίλυσης;

Το πρώτο είναι και το δυσκολότερο ερώτημα. Εδώ και χρόνια δεν μπορούμε να μιλάμε για Παλαιστινιακό κράτος, με τους όρους και τους προϋποθέσεις που μπορούν και πρέπει να συνιστούν ένα κράτος. Το βασικότερο πρόβλημα είναι ο διχασμός μεταξύ των Παλαιστινίων. Η Χαμάς, είναι η οργάνωση που έχει το μεγαλύτερο έρεισμα, αλλά λόγω της τρομοκρατικής της δραστηριότητας δεν μπορεί να αποτελέσει συνομιλητή για τον διεθνή παράγοντα, όπως κατέδειξε και η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου. Η Παλαιστινιακή Αρχή από την άλλη έχει περιορισμένο λαϊκό έρεισμα και υποστήριξη και από τη μεγαλύτερη μερίδα των Παλαιστινίων αντιμετωπίζεται ως ένας ξεπερασμένος θεσμός με σημαντικά ζητήματα διαφθοράς.

Πως μπορεί λοιπόν να υπάρξει βιώσιμο κράτος με τόσο σημαντικά ζητήματα αντιπροσώπευσης;

Άρα λοιπόν η αναγνώριση από  τις ευρωπαϊκές χώρες και μια πιθανή αντίστοιχη από την Ε.Ε., αν βέβαια μπορούσε να προκύψει ομοφωνία επί του θέματος, είναι περισσότερο μία κίνηση συμβολισμού.

Προφανώς και ο συμβολισμός της αναγνώρισης είναι ιδιαιτέρως σημαντικός, όμως ποιο είναι το στρατηγικό όραμα εδώ και πως μπορεί να αποτελέσει μέρος ένας οδικού χάρτη επίλυσης στη βάση των δύο κρατών; Αν δεν έχει υπάρξει ένας ρεαλιστικός σχεδιασμός ένταξης της αναγνώρισης στο πλαίσιο της προοπτικής επίλυσης, τότε είναι δυστυχώς πιθανό να λειτουργήσει ως αντί-καταλύτης σε μια συμφωνία ειρήνης, προκαλώντας αντιδραστικά αντανακλαστικά σε σκληροπυρηνικές δυνάμεις στο Ισραήλ.

Στόχος της Ελλάδας η ειρήνη στην περιοχή, στην προοπτική των δύο κρατών

Σε επίπεδο Ε.Ε. μια συζήτηση για προοπτική αναγνώρισης είναι πιθανό να οδηγήσει σε αντιπαραθέσεις και να προκαλέσει κραδασμούς, την ώρα που η Ε.Ε., αλλά και η Δύση αντιμετωπίζουν την απειλή της Ρωσίας, με ανοιχτό το μέτωπο της Ουκρανίας.

Αυτός είναι ο πρώτος άξονας, ο ευρωπαϊκός, που πρέπει να προσεγγίσουμε και την στάση της Ελλάδας. Ένα κράτος - μέλος της Ε.Ε. με ιδιαιτέρως ενεργό ρόλο στην αντίδραση έναντι της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς η Ελλάδα είναι και μια χώρα με έντονη την αίσθηση της εξωτερικής απειλής. Ο δεύτερος άξονας είναι αυτός των διμερών σχέσεων με το Ισραήλ, αλλά και με την Παλαιστινιακή Αρχή. Με το Ισραήλ ιδιαίτερα η Ελλάδα έχει δομήσει μια στρατηγική συμμαχία συνεργασίας. Για αυτό και ο στόχος της είναι η ειρήνη στην περιοχή, στην προοπτική των δύο κρατών.

Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο η Ελλάδα, όσο και γενικότερα η Ε.Ε. θα μπορούσαν να έχουν επιδραστικότερο ρόλο στην διένεξη προωθώντας και υποστηρίζοντας ένα πλαίσιο ειρήνης και επίλυσης το οποίο θα βασιζόταν σε ένα υλοποιήσιμο σχήμα μέτρων. Η επίλυση συγκρούσεων είναι τις περισσότερες φορές μια διαδικασία σκληρού ρεαλισμού και όχι συμβολικού ιδεαλισμού.