Έπρεπε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο να απαντήσει στα ρατσιστικά σχόλια, «Ποιος είναι περισσότερο Έλληνας;» του Ντόναλντ Τραμπ, ή καλά έκανε που ισχυρίστηκε ότι κρατάει τις πολιτικές του απόψεις για τον εαυτό του; Δύο αθλητικογράφοι παίρνουν θέση στο debate της εβδομάδας.
«Παραδοσιακά, το no politica στον αθλητισμό ευνοεί κάθε έκφανση φασισμού»
Τον Γιάννη Αντετοκούνμπο τον έχω πολύ ψηλά. Τον εκτιμώ απεριόριστα, τον σέβομαι όσο λίγους στον αθλητισμό. Όχι μόνο για την πορεία του στα παρκέ αλλά γενικότερα για τη στάση ζωής του. Εκτοξεύτηκε απ’ τα χαμηλά στα ψηλά, εξελίχθηκε σε έναν απ’ τους κορυφαίους παίκτες στον πλανήτη, κέρδισε βραβεία και τίτλους, έγινε ένας σταρ παγκόσμιας εμβέλειας, απέκτησε μυθική περιουσία. Όσα ονειρευόταν σαν παιδί στο δωμάτιό του στα Σεπόλια, τα έκανε πραγματικότητα και με το παραπάνω.
Παρέμεινε όμως ταπεινός, προσγειωμένος, μετρημένος στα λόγια και τις πράξεις δίχως να προκαλεί. Προφανώς, έχοντας αλλάξει οικονομικό status, ζει πλουσιοπάροχα. Και πολύ καλά κάνει διότι και το αξίζει και κόπιασε πολύ για να πετύχει. Δεν του χαρίστηκε τίποτα. Τα κέρδισε όλα μόνος του. Το κάνει όμως διακριτικά…
Τα τελευταία χρόνια, έχοντας πια αποκτήσει (και) ένα επικοινωνιακό επιτελείο το οποίο φροντίζει να προστατεύει την εικόνα του, ο Γιάννης έγινε ακόμα πιο μετρημένος και φειδωλός προσέχοντας κάθε πράξη, κάθε φράση, κάθε λέξη. Ενδεχομένως, υπό αυτό το πρίσμα απέφυγε να σχολιάσει τα λόγια του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος, σε ομιλία του στο Μιλγουόκι, είπε για τον Γιάννη: «Η ομάδα σας είναι πολύ καλή. Θα έλεγα ότι ο Έλληνας είναι πραγματικά καλός παίκτης. Συμφωνείτε; Και πείτε μου. Ποιος είναι πιο Έλληνας; Ο Έλληνας ή εγώ; Θα έλεγα ότι είμαστε το ίδιο, σωστά;».
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι φανφάρες του Τραμπ είναι διφορούμενες και δε βγάζουν νόημα. Μπορεί λοιπόν, ό,τι είπε να το είπε για καλό, μολονότι απέφυγε απαξιωτικά να προφέρει το όνομα Αντετοκούνμπο ή έστω το πιο εύκολο Giannis, αλλά μάλλον η αναφορά του για το ποιος είναι πιο Έλληνας, είχε ξεκάθαρη ειρωνική και υποτιμητική διάθεση προς τον Greek Freak. Απ’ τη στιγμή όμως, που ο ίδιος ο Γιάννης, δεν ένιωσε την ανάγκη να απαντήσει για κάτι που αφορά πρωτίστως εκείνον, και όχι εμένα ή οποιονδήποτε άλλον, είναι προφανές ότι δε (μας) πέφτει λόγος για να τον ψέξουμε.
«Δεν έχω ακούσει τις δηλώσεις του. Δεν παρακολουθώ τόσο πολύ την πολιτική και από το λίγο που βλέπω προσπαθώ να κρατώ τις πολιτικές απόψεις μου για μένα και την οικογένειά μου. Είμαι εδώ για να παίζω μπάσκετ και να απαντώ σε μπασκετικές ερωτήσεις. Εύχομαι καλή τύχη και στους δύο υποψήφιους» ήταν το μετρημένο και political correct σχόλιο του Αντετοκούνμπο.
Αντιλαμβάνομαι και μπορώ να κατανοήσω γιατί ο Γιάννης δεν μπήκε σε αντιπαράθεση με τον Τραμπ και πολύ περισσότερο γιατί δεν πήρε θέση για τις αμερικανικές εκλογές. Δεν τον αδικώ που παρέμεινε σιωπηλός. Αν και η αλήθεια είναι πως προβληματίστηκα -και ίσως απογοητεύτηκα λίγο- παρακολουθώντας τη διπλωματική απάντηση που έδωσε και την ουδετερότητα που κράτησε ενόψει της μονομαχίας Τραμπ-Χάρις. Όμως μετά από δεύτερες και τρίτες σκέψεις, επιχείρησα να βάλω τον εαυτό μου στη θέση του. Και νομίζω ότι τον ένιωσα…
Δεν τον αδικώ λοιπόν, ούτε και τον ψέγω. Έτσι ένιωσε, έτσι έπραξε. Σε τελική ανάλυση δεν έβλαψε, ούτε έθιξε κάποιον με τη στάση του. Δικαίωμά μας είναι η σιωπή, η οποία πολλές φορές είναι προτιμότερη απ’ τις φανφάρες τύπου Τραμπ.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα απ’ τον Γιάννη να πάρει θέση. Να μιλήσει. Να μη μείνει σιωπηλός. Το «είμαι εδώ για να παίζω μπάσκετ» θυμίζει αρκετά το «shut up and dribble», που μεγάλωσε στις ΗΠΑ γενιές και γενιές αθλητών, οι οποίοι απαγορευόταν να μιλούν για πολιτική, ανθρώπινα δικαιώματα και κοινωνικές αδικίες. Βόλευε -και βολεύει- την συντηρητική πλευρά της αμερικανικής κοινωνίας η λογική του «σκάσε και ντρίμπλαρε». Όπως παραδοσιακά, το no politica στο ποδόσφαιρο και γενικότερα στον αθλητισμό, ευνοεί κάθε έκφανση φασισμού.
Γι’ αυτό θα ήθελα απ’ τον αγαπημένο Γιάννη να μιλήσει. Ιδίως για όλα όσα πρεσβεύει ο -κάθε- Τραμπ, ένας θιασώτης πολιτικών και ιδεολογιών, που είναι εχθρικές προς όλους τους… Γιάννηδες αυτού του κόσμου.