article background image

Ποιος μπορεί να σκεφτεί τη ζωή χωρίς κινητά ή -ακόμα χειρότερα- internet; Κι όμως, κάποιοι από τους πρώτους millennials μπορούμε σχεδόν να θυμηθούμε ότι, ως έφηβοι, πήγαμε τις πρώτες μας «ενήλικες» διακοπές μετά από εβδομάδες διαπραγματεύσεων με τους γονείς μας, ότι θα χρησιμοποιούμε το καρτοτηλέφωνο του κάμπινγκ μίνιμουμ μία φορά τη μέρα για να ενημερώνουμε ότι είμαστε καλά. Γεννηθείσα το 1982, η υπογράφουσα θυμάται ότι υπήρχε μία εποχή χωρίς την ιλιγγιώδη μετάδοση της πληροφορίας. Θυμάται ότι υπήρχε, δεν θυμάται πως ήταν. Και δεν χρειάζεται και να θυμάται γιατί, ας ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα: η πρόοδος της τεχνολογίας αποτελεί επί της αρχής (αλλά και σε αμέτρητες επιμέρους εκφάνσεις της) επίτευγμα που έχει διευκολύνει ή και βελτιώσει τις ζωές μας.

Η εικόνα ενός ανθρώπου που κρατά ένα smartphone και περιηγείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι, πλέον, τρομερά οικεία σε όλους μας. Κανείς δεν μπορεί να μη συμμετέχει με κάποιο τρόπο στον ψηφιακό κόσμο σήμερα.  Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση των παιδιών, των ανθρώπων δηλαδή που ακόμα δεν είναι έτοιμοι να βάλουν οι ίδιοι τα όρια σε μία σειρά από πράγματα; Είναι αυτονόητο ότι, και τα παιδιά, θα περάσουν χρόνο μπροστά στην οθόνη. Εκτός των smartphones και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, άλλωστε και οι κονσόλες και παιχνιδομηχανές αποτελούν ιδιαίτερα δημοφιλείς επιλογές διασκέδασης και για ενήλικες. Πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα σημάδια κατάχρησης του χρόνου μπροστά από τις οθόνες, τι προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει αυτό στην υγεία των παιδιών και πώς μπορούν οι γονείς να το αντιμετωπίσουν;

Η Διάδραση είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που, από το 2011, ασχολείται με τον εθισμό στις οθόνες παρέχοντας υποστήριξη σε παιδιά και τις οικογένειές τους. Οι ειδικοί, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, λογοθεραπευτές και εργοθεραπευτές της Διάδρασης επιπλέον, επισκέπτονται σχολεία, δήμους και άλλους φορείς για την ενημέρωση γονέων, εκπαιδευτικών και πολιτών σε ό,τι έχει να κάνει με την ψυχική υγεία. Ο Ειδικός Γραμματέας του ΔΣ του οργανισμού και κοινωνικός λειτουργός, Μιχάλης Γκουντούμας, μίλησε στο ethnos.gr για τον εθισμό των παιδιών στις οθόνες.

«Αυτό που σε ενδιαφέρει είναι ο επόμενος στόχος.»

Ξεκινώντας τη συνομιλία μας με τον κ. Γκουντούμα, ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι, ίσως στον δημόσιο λόγο, το θέμα έχει πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις από τον βαθμό που, με υπαρκτό τρόπο, δημιουργεί πρόβλημα. «Επειδή μιλάμε για παιδιά που, όσο μικρότερης ηλικίας είναι, τόσο πιο εύκολη είναι και η παρέμβαση και η καλύτερη έκβαση του θέματος, δεν είναι πραγματικά τόσο μεγάλο θέμα. Παραμένει, βέβαια, υπαρκτό με την έννοια ότι τα παιδιά, και ειδικά οι έφηβοι από το γυμνάσιο και μετά, ασχολούνται πάρα πολύ με την οθόνη. Δεν αναφέρομαι μόνο στο gaming, αλλά στη χρήση οθονών γενικότερα. Μπορεί αυτό να έχει αρνητικά αποτελέσματα και σε γνωστικό επίπεδο. Υπάρχουν περιπτώσεις που το παιδί δεν μπορεί να διαβάσει εύκολα, δεν μπορεί να θυμάται εύκολα, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, οπότε έχουμε ελλειμματική προσοχή σε αυξανόμενα επίπεδα και συνεχόμενα. Εθισμός γίνεται αργότερα, από τις ηλικίες 16- 17 και πάνω», λέει ο ίδιος και εξηγεί ότι, η επίδραση που έχει η ανεξέλεγκτη χρήση της οθόνης στα παιδιά, «πάνω – κάτω, είναι η ίδια με αυτή των των ναρκωτικών: σε χαλαρώνουν, δεν χρειάζεται να επεξεργαστείς νοητικά τα προβλήματα της καθημερινότητας σου και να τα αντιμετωπίσεις. Είσαι ουσιαστικά μπροστά στην οθόνη και αυτό που σε ενδιαφέρει είναι ο επόμενος στόχος. Μην ξεχνάμε ότι, πια, τα παιχνίδια και οι εφαρμογές ακόμα και στα κινητά, πέραν της παιχνιδοκονσόλας και του υπολογιστή, είναι αρχιτεκτονικά δομημένα έτσι, ώστε να δημιουργούν στους χρήστες τους την τάση να θέλουν να ασχοληθούν περισσότερο. Σκεφτείτε ότι, brands παιχνιδιών με τα οποία ασχολούνται τα παιδιά, ειδικά του γυμνασίου, λένε στους χρήστες ότι θα πρέπει να αγοράσουν ή να καταβάλλουν οικονομικό αντίτιμο για να πάρουν, π.χ., καλύτερο εξοπλισμό προκειμένου να γίνουν καλύτεροι μαχητές ή να χτίσουν περισσότερα πράγματα. Αυτό γίνεται και καλύτερο εξοπλισμό σε επίπεδο multiplayer, που τα παιχνίδια παίζονται με ομάδες, με άλλα παιδιά είτε στην ίδια πόλη, είτε αλλούστον κόσμο γενικά.  Οι παίκτες πρέπει να φτιάξουν καλύτερες αι πιο δυνατές ομάδες ώστε να μπορούν να νικήσουν τους “αντιπάλους” τους πιο εύκολα. Αυτό, από στάδιο σε στάδιο, βάζει τα παιδιά σε μία κατάσταση μεγαλύτερης ενασχόλησης. Και βέβαια, να μην ξεχνάμε ότι είναι και ευχαρίστηση, μιλάμε για ένα ευχάριστο περιβάλλον».

Ο κ. Γκουντούμας μού εξηγεί ότι, Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά για τα παιδιά μέχρι τα 2 ή τα 3 έτη τους, να μην έχουν καμία επαφή με τις οθόνες. Η επαφή πρέπει να γίνεται σταδιακά. Στα 3 έτη, συνίσταται μισή ώρα την ημέρα, το πολύ. Στα 5 – 6 έτη, σύμφωνα με τις συστάσεις του ΠΟΥ, ο χρόνος φτάνει έως μιάμιση ώρα την ημέρα. Και από εκεί και πέρα, ο χρόνος των παιδιών μπροστά στις οθόνες αυξάνεται σταδιακά, φτάνοντας σε ένα μέγιστο, 3 -4 ωρών στις οθόνες γενικά, μέσα στην ημέρα. Αυτό το διάστημα εμπεριέχει και το διάβασμα, για το σχολείο ή το φροντιστήριο, και το παιχνίδι και την ψυχαγωγία. Τι ρόλο μπορεί, όμως, να παίξει η έλλειψη φυσικής επαφής των παιδιών με συνομήλικούς τους, στην εξέλιξή τους; «Αυτό έχει να κάνει καθαρά με τα ψυχοαναπτυξιακά στάδια. Όταν ένα παιδί δεν έχει τις προσλαμβάνουσες που χρειάζεται για το στάδιο που βρίσκεται, δεν αναπτύσσει την αφαιρετική σκέψη. Καλώς ή κακώς, αυτή μέσω των παιχνιδιών ανατπύσσεται. Τα κοινωνικής δικτύωσης, όμως, φέρνουν το παιδί αντιμέτωπο με διάφορα προβλήματα γύρω του. Την πληροφορία που θα πάρουν τα παιδιά, και μέσα από το παιχνίδι, μπορούν να την αναπτύξουν, είτε θετικά, είτε αρνητικά – μπορεί, δηλαδή, οι επιπτώσεις να είναι αρνητικές για τα ίδια, τους γύρω τους ή την κοινωνικοποίησή τους. Σκεφτείτε ότι στο κέντρο της Διάδρασης έρχονται γονείς με αίτημα το γεγονός ότι το παιδί τους είναι πολλές ώρες στον υπολογιστή και δε διαβάζει. Όταν, στη συνέχεια, έρχονται τα παιδιά και αφού αναπτυχθεί μία μη επικριτική σχέση εμπιστοσύνης με τους ειδικούς, σιγά – σιγά αρχίζουν και ανεξαρτητοποιούνται αφού αυτό που τους ζητάται είναι να βρουν μόνα τους τη λύση. Και εκεί πια, μπορεί τα ίδια τα παιδιά να μας πουν ότι παίζουν όλοι τους οι φίλοι. Και ακόμα κι όταν ζητούν από τους φίλους τους να βγουν έξω, δε θέλουν ή βαριούνται. Τα παιδιά, αν θέλουν να συνεχίσουν να κάνουν παρέα με τους φίλους και τους συμμαθητές τους, θα πρέπει και τα ίδια να παίξουν γιατί μετά, στο σχολείο, όλοι θα πάνε και θα συζητάνε τα όσα συνέβησαν κατά το παιχνίδι. Ή θα μπουν να τα συζητήσουν σε ομάδες στο Viber, Whatsapp κλπ. Ένα παιδί που δεν παίζει, συνεπώς, στιγματίζεται. Στη Διάδραση, τα παιδιά έρχονται και βλέπουν ότι έχουν τη δική τους προσωπικότητα, τα δικά τους “θέλω” και ουσιαστικά ζητάνε να βγουν έξω, ή τουλάχιστον να βρεθούν στον ίδιο χώρο με τους συμμαθητές τους – κατι που επίσης δε γίνεται πια, είτε γιατί τα παιδιά δεν πάνε πολύ το ένα στο σπίτι του άλλου, είτε γιατί, για να παίξουν, θα πρέπει να κάτσει το καθένα στη δικιά του παιχνιδομηχανή, από διαφορετικούς λογαριασμούς. Μπορεί να μην έχουν καλά κινητά ή να μην σηκώνει το ίντερνετ στο σπίτι, υπάρχουν και αυτές οι δυσκολίες. Δε θα βρεθούν, συνεπώς, πολύ εύκολα μαζί. Αν όμως, στη διαδικασία που ανακαλύπτουν τον εαυτό τους τα σπρώξουμε, θα είναι πιο εύκολο να βγουν από αυτή τη “σπείρα” - των οθονών».

«Θα πρέπει ο γονιός πάντα να λειτουργεί ως πρότυπο για το παιδί»

Ο ειδικός επισημαίνει την κομβική σημασία του ρόλου των γονέων, με αφορμή και την έρευνα που διεξάγει ο οργανισμός και τρέχει ακόμα στη σελίδα και το Facebook της Διάδρασης. «Απο τους 110 γονείς που έχουν μέχρι στιγμής απαντήσει προκύπτει ότι, στα περισσότερα σπίτια, υπάρχουν πάνω από πέντε διαδραστικές συσκευές σε ποσοστό σχεδόν 40%. Αυτό σημαίνει ότι smart TVs, smartphones, tablets, παιχνιδομηχανές – όλα αυτά, και πάνω από πέντε. Ποιοι έχουν πρόσβαση σε αυτές τις συσκευές; Το 52,5% έχει απαντήσει ότι έχουν πρόσβαση όλοι. Στην ερώτηση εάν υπάρχουν συσκευές που ανήκουν μόνο στα παιδιά, θετικά απάντησε το 8%. Άλλος δείκτης αποκαλύπτει ότι, τα παιδιά, έχουν δικές τους συσκευές από την ηλικία των 8 – 9 ετών», λέει και είναι σαφής η ένσταση, ωστόσο αναρωτιέμαι αν στον κόσμο που οι οθόνες επικρατούν, μπορεί κανείς να αποκλείσει, στην πραγματικότητα, τα παιδιά από αυτές. «Να τα αποκλείσει, όχι», λέει κατηγορηματικά και υπογραμμίζει ότι, «αυτό που λέμε στη Διάδραση είναι ότι δεν πάμε να δαιμονοποιήσουμε τίποτα. Το μόνο που θα καταφέρναμε έτσι, θα ήταν τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αν θέλει το παιδί να ασχοληθεί - που κάθε παιδί πια θέλει – θα το κάνει. Και θα έρθει μία στιγμή που κάθε παιδί θα το παρακάνει. Εκεί, όμως, υπάρχει και μία οριοθέτηση από τους γονείς που μπορούν να επισημάνουν ότι αυτό που βλέπουν δεν τους αρέσει, ότι το παιδί μένει πίσω με τα μαθήματά του ή ότι δεν βλέπει πια τους φίλους του έξω. Και να έχουν υπόψη ότι όλοι, όταν κάνουμε κάτι που μας αρέσει, βρισκόμαστε σε κάποιο σημείο που το παρακάνουμε. Οι γονείς, λοιπόν, καλούνται να εξηγήσουν στο παιδί ότι, αυτή η κατάσταση δεν είναι καλή, κυρίως για την υγεία του, και ότι θα ήθελαν να τη διορθώσουν μαζί» λέει, και επισημαίνει πως, «θα πρέπει ο γονιός πάντα να λειτουργεί ως πρότυπο για το παιδί, Δε γίνεται να ζητάς από ένα παιδί να μη βλέπει τηλεόραση ή να μην είναι στο κινητό του ή πάνω από την κονσόλα συνέχεια και εσύ να είσαι μόνιμα πάνω από ένα κινητό. Κοιτάμε να το μειώσουμε κι εμείς γιατί, στο κάτω- κάτω έχει επιπτώσεις και στους ενήλικες. Σκεφτείτε ότι, οι τελευταίες έρευνες μιλάνε για διαταραχή ελειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα και στους ενήλικες λόγω της υπέρμετρης χρήσης της οθόνης».

Άμεσες επιπτώσεις στον εγκέφαλο

Ποιες είναι αυτές οι επιπτώσεις; «Χάνουμε τη λειτουργικότητά μας σε αυτό που λέμε “ λεπτή κινητικότητα ”, στο να πιάσουμε το μολύβι, να κάνουμε πιο λεπτές κινήσεις με τα χέρια μας. Χάνουμε λειτουργικότητα αισθητηριακή, που έχει να κάνει και με την τοποθέτηση στον χωροχρόνο και στο πώς αντιλαμβανόμαστε γενικότερα ό, τι έχει να κάνει με τις αισθήσεις μας. Όταν είσαι προσηλωμένος στην οθόνη και το μάτι σου συνηθίζει να είναι σε συγκεκριμένα Hertz και στην εναλλαγή των χρωμάτων και των εικόνων και των ήχων όλο αυτό έχει κατευθείαν επίπτωση στον εγκέφαλο. Είτε μαθαίνεις να λειτουργείς με συνεχόμενη εναλλαγή εικόνας, που η προσοχή σου σε ό, τι εναλλάσσεται σε κίνηση, σε εικόνα πιο αργά από αυτό που έχει συνηθίσει, δεν μπορείς να σταθείς. Μιλώντας για τα παιδιά, αυτό έχει να κάνει με το διάβασμα: άλλη εικόνα βλέπουν στο βίντεο και άλλη προσοχή θέλει εκεί πέρα και, αν θέλετε, δε θέλει και πολλή σκέψη. Περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο. Όταν έρχεται η ώρα για το διάβασμα, λοιπόν, και το βιβλίο είναι μία σταθερή εικόνα, πόσο πιο δύσκολο γίνεται να το παρακολουθήσει το παιδί;».

«Ούτε μπορούμε και ούτε πρέπει να αποκόψουμε τα παιδιά από την τεχνολογία, πρέπει απλά να τους δείξουμε τον τρόπο αυτό να γίνεται σωστά. Και να τους εξηγούμε από μικρή ηλικία ότι, όλο αυτό, μπορεί να τους κάνει κακό. Και να εξηγούμε τι “κακό” θα κάνει, γιατί το “κακό” μπορεί να σημαίνει διάφορα πράγματα. Αυτό που λέμε πάντα είναι ότι οι γονείς θα πρέπει να ασχοληθούν με τα παιδιά. Όσο οι γονείς ασχολούνται με τα παιδιά και τους δίνουν εναλλακτικές της οθόνης, π.χ., να κάτσουν όλοι μαζί να παίξουν ένα επιτραπέζιο, να ασχοληθούν με τη ζωγραφική τους, να κάτσουν όλοι μαζί να φτιάξουν πάζλ – γενικώς, να υπάρχουν διάφορα παιχνιδάκια διαθέσιμα, όχι πολλά, αλλά να τους τραβάνε το ενδιαφέρον», λέει και με προλαβαίνει πριν τον ρωτήσω: «Φυσικά υπάρχουν και οι γονείς που δουλεύουν μέχρι το βράδυ. Εννοείται ότι και οι γονείς χρειάζονται ξεκούραση. Αλλά θα αφιερώσουν μισή ώρα στα παιδιά, έστω και για μία συζήτηση».

Οικογενειακό «συμβόλαιο»

Τέλος, ο Μιχάλης Γκουντούμας, επισημαίνει μόνο σημαντικό είναι τα παιδιά και οι γονείς να συνεργάζονται για να διαχειριστούν την -όποια- κατάσταση, «Στη Διάδραση ακολουθούμε το συνεργατικό, το δημοκρατικό μοντέλο μέσα στην οικογένεια. Τη συνεργασία μεταξύ γονέα και παιδιού. Θα πρέπει, λοιπόν, οι γονείς να αποτυπώνουν με μη επικριτικό τρόπο τα θέματα που θέλουν να θέσουν στα παιδιά. Να ακούσουν τις ιδέες των παιδιών και τις λύσεις που αυτά έχουν να προσφέρουν. Να προτείνουν και οι ίδιοι οι γονείς τις δικές τους λύσεις και οι δύο πλευρές να μπουν σε μία διαδικασία “ συμβολαίου ” που θα ακολουθήσουν αμφότερες. Πιστέψτε με, τα παιδιά γενικά και όλως περιέργως, έχουν την τάση να ακολουθούν αυτές τις συμφωνίες».