Τα μυστικά των αλχημιστών: Από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Νεύτωνα
Οι αλχημιστές του Μεσαίωνα προσπάθησαν να βρουν την αρχαία συνταγή για να φτιάξουν χρυσό και να κερδίσουν την αθανασία. Αν και μάταια, η σύγχρονη επιστήμη οφείλει πολλά στις τεχνικές τους - Τα πρώτα αλχημικά κείμενα ήταν ελληνικά🕛 χρόνος ανάγνωσης: 15 λεπτά ┋
Το 1666 ο περίφημος Άγγλος μαθηματικός, αστρονόμος και φυσικός φιλόσοφος σερ Ισαάκ Νεύτωνας παρατήρησε μια ακτίνα φωτός να μπαίνει σε ένα πρίσμα και χάρη στην εμπειρία αυτή έκανε μια θαυμάσια ανακάλυψη για το φως και το χρώμα: ότι το λευκό φως αποτελείται από ένα πολύχρωμο φάσμα. Ο Νεύτωνας γοητεύτηκε από το φως και πίστευε ότι συνδεόταν στενά με την έννοια που οι πρώτοι σύγχρονοι επιστήμονες γνώριζαν ως «φυτικό πνεύμα».
Ο Νεύτωνας αισθανόταν ένα μόνιμο δέος για την ομορφιά και την πολυπλοκότητα της φύσης γύρω του. Με τον καιρό συμπέρανε ότι η μεγάλη ποικιλία της ζωής και οι διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στη φύση, όπως η βλάστηση, η αποσύνθεση και η ζύμωση, πρέπει να λαμβάνουν χώρα μέσω κάποιας κινητήριας δύναμης. Πίστευε ότι αυτή η δύναμη ήταν το «φυτικό πνεύμα» και ότι μπορεί να συνδεόταν με το φως.
Σε όσους είναι εξοικειωμένοι μόνο με τις ανακαλύψεις του Νεύτωνα στα μαθηματικά και τη φυσική, η ιδέα του «φυτικού πνεύματος» μπορεί να φαίνεται πολύ παράξενη ή και ψευδοεπιστημονική. Από την άλλη, αυτή και πολλές άλλες ιδέες του διάσημου επιστήμονα συνδέονταν στενά με ένα αντικείμενο στο οποίο, αν και δεν ήταν συνηθισμένο αντικείμενο μελέτης, εκείνος αφιέρωνε σημαντικό μέρος του χρόνου του: την αλχημεία.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Νεύτωνας έγραψε περίπου ένα εκατομμύριο λέξεις για την αλχημεία, κάτι που δηλώνει την αφοσίωσή του στην πρακτική. Μέσω της αλχημικής του έρευνας, ο Νεύτωνας ήλπιζε να ανακαλύψει το μυστικό του «φυτικού πνεύματος» ή πνεύματος της ζωής. Ακόμα και για τον Νεύτωνα του 17ου αιώνα, η αλχημεία ήταν μια απαρχαιωμένη τέχνη με εκατοντάδες διαθέσιμα κείμενα για τη μελέτη της. Όμως ο Νεύτωνας δεν ήταν ο μόνος που στράφηκε στην αλχημεία προκειμένου να βρει αυτό που αναζητούσε – στην ουσία ήταν ένας από τους τελευταίους σε μια μακρά παράδοση αλχημιστών που επιδίωκαν να εκμεταλλευτούν την τέχνη με σκοπό την ανακάλυψη σημαντικών μυστικών.
Η πρώτη αποστολή των αλχημιστών του Μεσαίωνα ήταν να βρουν έναν τρόπο για να δημιουργήσουν χρυσό, αλλά και το ελιξήριο της ζωής. Δυστυχώς γι’ αυτούς και για τον Νεύτωνα, σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της η αλχημεία περιβαλλόταν από μυστικά και μυστήριο, ιδίως κατά τον Μεσαίωνα. Οι αλχημιστές υπερασπίζονταν αυτή τη μυστικοπάθεια, δηλώνοντας ότι σκοπός της ήταν να κρατήσει κρυφή αυτή τη συναρπαστική γνώση από ανάξια άτομα που μπορεί να την εκμεταλλεύονταν για άτιμα κέρδη (αν και σήμερα μπορούμε να πιστεύουμε ότι ο πραγματικός λόγος για αυτή τη μυστικοπάθεια είναι ότι οι στόχοι των αλχημιστών ήταν εξαρχής καταδικασμένοι).
«Οι απαρχές της αλχημείας χρονολογούνται 2.000 χρόνια πριν»
Οι απαρχές της αλχημείας χρονολογούνται 2.000 χρόνια πριν από τον Νεύτωνα, στους Αιγυπτίους και τους Έλληνες της αρχαιότητας. Στην ουσία, η λέξη «αλχημεία» μπορεί να προέρχεται από το Χεμ, έναν αρχαιοελληνικό όρο για την Αίγυπτο. Αν και σύμφωνα με την αλχημική παράδοση ο ιδρυτής της πρακτικής ήταν ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, είναι δύσκολο να αποδώσουμε τις ρίζες της αλχημείας σε ένα μόνο πρόσωπο. Από την άλλη, δεν αποκλείεται οι πρώτοι αλχημιστές να ήταν Αιγύπτιοι μεταλλουργοί, που κατεργάζονταν διάφορα είδη μετάλλων. Ο χρυσός είχε τη μεγαλύτερη αξία κι έτσι εστίαζαν την προσοχή τους σε αυτό το πολύτιμο μέταλλο.
Με τον καιρό η εμπειρία της ενασχόλησης με τον χρυσό, το ασήμι και άλλα μέταλλα οδήγησε τους πιο ικανούς τεχνίτες να αναπτύξουν εντυπωσιακά κράματα. Τελικά, στην αγορά εμφανίστηκαν διαφορετικοί τύποι «χρυσού», κάτι που είχε μεγάλες οικονομικές συνέπειες, αφού τα κατεργασμένα μέταλλα δεν ήταν αληθινός χρυσός, αλλά πειστικές του παραχαράξεις. Την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Αίγυπτο, ο ψεύτικος χρυσός ήταν πολύ μεγάλο πρόβλημα και ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός (που βασίλεψε ανάμεσα στο 284-305 μ.Χ.) διέταξε την καταστροφή κάθε κειμένου που αναφερόταν στην κατασκευή χρυσού ή άλλων προϊόντων μεταλλοτεχνίας.
Οι Έλληνες επίσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αυγή της αλχημείας. Ωστόσο, οι άνθρωποι εκείνοι ήταν φιλόσοφοι και συνήθως άνθρωποι της σκέψης παρά της πράξης, κι έτσι η συμβολή τους εστιαζόταν κυρίως σε θεωρίες που εμπεριείχαν τη φύση των ουσιών. Τα πρώτα αλχημικά κείμενα ήταν πάπυροι γραμμένοι στα ελληνικά και συχνά περιείχαν διαδικασίες και συνταγές για τη δημιουργία μετάλλων και κραμάτων που να μοιάζουν χρυσά.
Οι διδαχές του Αριστοτέλη τον 4ο αιώνα π.Χ. επηρέασαν σημαντικά την αλχημική σκέψη, όπως και άλλων συγγραφέων πριν και μετά από αυτόν. Ωστόσο, μόνο επί του Ζώσιμου του Πανοπολίτη, που άκμασε γύρω στο 300, άρχισαν να εμφανίζονται πολυάριθμα αλχημικά κείμενα, τα οποία διέφεραν από τους αρχικούς παπύρους. Στα γραπτά του Ζώσιμου η πρακτική της αλχημείας απέκτησε έναν πολύ πιο ακαθόριστο χαρακτήρα. Για παράδειγμα, άρχισε να μιλάει με γρίφους και χρησιμοποιούσε φράσεις για να κρύβει τις ιδέες του μέσω μυστικών συμβολισμών· έτσι άρχισε μια παράδοση που αργότερα κυριάρχησε στον αλχημικό κόσμο.
Μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα, οι ισλαμικές κατακτήσεις έκαναν τον αραβικό πολιτισμό μία από τις κύριες δυνάμεις του κόσμου. Στη χρυσή εποχή του, οι Άραβες λόγιοι εργάστηκαν επισταμένα για να μεταφράσουν προγενέστερα ελληνορωμαϊκά κείμενα και να αφομοιώσουν όσο περισσότερη αρχαία γνώση μπορούσαν. Ιδίως μετά την πτώση της Αιγύπτου σε αραβικά χέρια, ανακαλύφθηκαν έγγραφα σχετικά με την αλχημεία και ενσωματώθηκαν σε πρώιμα έργα Αράβων λογίων. Πολλοί πιστεύουν ότι εκείνη ακριβώς την περίοδο δημιουργήθηκε ο όρος «αλχημεία», επειδή συνδύαζε τη λέξη Χεμ με το αραβικό οριστικό άρθρο -αλ, όπως στις λέξεις αλκοόλ και άλγεβρα.
Επιπλέον, το κλειδί για την αθανασία, που για τους αλχημιστές ήταν εξίσου σημαντικό με τη δημιουργία χρυσού, είναι γνωστό ως ελιξήριο της ζωής από την αραβική λέξη «αλ-ιξίρ». Ο σημαντικότερος Άραβας αλχημιστής ήταν ο Τζαμπίρ ιμπν Χαγιάμ (περί το 760), που στους Δυτικοευρωπαίους ήταν γνωστός ως Γκεμπέρ. Βασισμένος στα γραπτά του Αριστοτέλη, ο Γκεμπέρ διατύπωσε τη θεωρία ότι τα μέταλλα ήταν δημιουργήματα ενός συνδυασμού από υδράργυρο και θείο, μια θεμελιώδης αρχή της αλχημείας. Μετά τον Γκεμπέρ, ο γιατρός και φιλόσοφος Αμπού Μπακρ Μουχάμαντ ιμπν Ζακαρίγια Αλ-Ραζί (ή Ρασίς) ασχολήθηκε με την αλχημεία τον 9ο αιώνα, όπως και ο Αμπού Αλί ιμπν Σινά (ή Αβικέννας) τον 10ο αιώνα. Μόλις τα έργα αυτών και άλλων Αράβων λογίων έφτασαν στη λατινόφωνη Δύση, το ενδιαφέρον για την αλχημεία αναζωπυρώθηκε σε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη.
Ο Αλβέρτος ο Μέγας, ένας Δομινικανός από τη Σουηβία, ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την επιστροφή της αλχημείας στην Ευρώπη τον 13ο αιώνα. Ο Αλβέρτος υποστήριζε τη θεωρία του Γκεμπέρ περί υδράργυρου-θείου και μολονότι πίστευε ότι η μεταστοιχείωση (η αλλαγή της ύλης σε άλλη μορφή) ήταν εφικτή, εντούτοις παραδέχτηκε ότι ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Το 1244-5, ο Θωμάς Ακινάτης έγινε μαθητής του Αλβέρτου και εκείνος του δίδαξε ό,τι ήξερε, καθώς και τις γνώσεις του για την αλχημεία. Ένας άλλος μεγάλος αλχημιστής, ο Ρότζερ Μπέικον, έγραψε για δύο διαφορετικά είδη: πρακτικό και θεωρητικό. Ο Μπέικον εγκωμίασε το πρώτο, επειδή πίστευε ότι με τον σωστό τρόπο οι διαδικασίες μπορούσαν να βελτιώσουν μέταλλα συγκριτικά με τη φυσική τους κατάσταση.
Ο Αλβέρτος, ο Μπέικον και άλλοι διαπρεπείς αλχημιστές της εποχής πίστευαν ότι η μεταστοιχείωση μπορούσε να επιτευχθεί, ιδίως με μέταλλα. Ωστόσο, κανείς τους δεν κατάφερε να το αποδείξει. Εκείνη την εποχή η φιλοσοφική λίθος άρχισε να εμφανίζεται όλο και περισσότερο σε αλχημικά κείμενα. Εφόσον σύμφωνα με τους αλχημιστές η μεταστοιχείωση ήταν εφικτή, πολλοί άρχισαν να πιστεύουν ότι τους έλειπε μόνο ένα καίριο συστατικό για να τα καταφέρουν – και αυτό ήταν η λίθος. Καθώς η ιδέα της λίθου γινόταν όλο και πιο δημοφιλής, τα αλχημικά κείμενα γίνονταν όλο και πιο δυσνόητα, με την επικράτηση γρίφων, συμβολισμών και κωδικοποιημένης γλώσσας.
Είναι αδύνατον να ξέρουμε επακριβώς τι ήταν η φιλοσοφική λίθος, επειδή υπάρχουν πολλές και διαφορετικές θεωρίες που έχουν γραφτεί γι’ αυτή την ουσία. Μερικοί αλχημιστές πίστευαν ότι η λίθος είχε ως συστατικά της τον υδράργυρο και το θείο, με την προσθήκη άλατος, αλλά με μια σημαντική διαφορά: τα συστατικά αυτά δεν ήταν απλώς υδράργυρος, θείο και άλας, αλλά μάλλον ειδικές ουσίες σε καθαρή μορφή με μαγικές ιδιότητες, που κοινώς αναφέρονταν ως οι «ουσίες» του υδράργυρου, του θείου και του άλατος.
Υπήρχαν και άλλες θεωρίες για τη σύνθεση της λίθου. Όπως ο Νεύτωνας με την ιδέα του περί «φυτικού πνεύματος», μερικοί αλχημιστές πίστευαν ότι η φιλοσοφική λίθος ήταν ο σπόρος του χρυσού που θα μπορούσαν να αποκτήσουν από το μέταλλο. Στη μεσαιωνική σκέψη, τα μέταλλα ήταν παρόμοια με οτιδήποτε βλασταίνει, επειδή και τα δύο αναπτύσσονταν στο έδαφος. Συνεπώς, τα μέταλλα είχαν σπόρους και ο πολυτιμότερος όλων ήταν αυτός του χρυσού. Ανεξαρτήτως της αυξανόμενης μυστικοπάθειας που περιέβαλλε την αλχημεία, εκατοντάδες αλχημιστές έψαχναν απεγνωσμένα να βρουν ή να κατασκευάσουν οτιδήποτε για να αποκτήσουν τη φιλοσοφική λίθο.
Αφού αυτή η απίθανη ουσία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθούν χρυσός και το ελιξήριο της ζωής, κάποιοι αλχημιστές επιδίωκαν τα πλούτη, άλλοι τη φήμη και άλλοι το κλειδί για την αθανασία, ενώ υπήρχαν και εκείνοι που φιλοδοξούσαν να πλημμυρίσουν την αγορά με χρυσό, προκαλώντας την κατάρρευση του οικονομικού συστήματος και κάνοντας άνω-κάτω τον κόσμο. Υπήρξαν κάποιοι που απέκτησαν θετική ή αρνητική φήμη για τα αλχημικά τους κατορθώματα, όλα όμως τα άλλα όνειρά τους έμειναν ανεκπλήρωτα.
Πάντως, οι αποτυχίες δεν σταμάτησαν τους αλχημιστές, ιδίως σε μια εποχή όπου οι υποτιθέμενες ιστορίες για επιτυχία αποκτούσαν διαστάσεις θρύλου· από την άλλη, ήταν μάταιες και οι αλχημιστές που χάθηκαν στην αφάνεια έπειτα από χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών αναρίθμητοι.
Οι αλχημιστές του Μεσαίωνα που επικεντρώνονταν σε αυτή την αναζήτηση προσπαθούσαν είτε να ερμηνεύσουν τον μεγάλο όγκο των κειμένων είτε να πραγματοποιήσουν δικά τους πειράματα στο εργαστήριο. Η θέρμανση μετάλλων και άλλων ουσιών ήταν βασικό κομμάτι του έργου τους και η κάμινος ο πυρήνας του εργαστηρίου τους. Το μέρος αυτό ήταν γεμάτο με πολλά διαφορετικά είδη σκευών, εργαλείων και άλλου εξοπλισμού, όπως πλατύστομα κύπελλα, φιάλες, βάζα, κόπανους και γουδιά, σουρωτήρια και φίλτρα. Καθώς εργάζονταν σκληρά προκειμένου να φτάσουν στους αδύνατους στόχους τους, βελτίωναν συνεχώς τον εξοπλισμό τους.
Αιώνες αργότερα ο εξοπλισμός αυτός έγινε αναγκαίος για τους πρώτους χημικούς και συχνά υπήρχε στα εργαστήριά τους. Η αλχημεία παρέμεινε πολύ δημοφιλής στην Αναγέννηση και στη σκηνή εμφανίστηκαν πολλά σημαντικά άτομα, όπως ο Βιλανόβα και ο Ραμόν Λουλ τον 13ο αιώνα, ο Τζορτζ Ρίπλεϊ και ο Τόμας Νόρτον τον 15ο και ο Τόμας Τσάρνοκ τον 16ο. Ωστόσο, στις αρχές της σύγχρονης εποχής η τέχνη άρχισε να χάνει σταδιακά το κύρος της.
Οι πρόοδοι στη μεταλλουργία, που οδήγησαν στην ανακάλυψη της αληθινής φύσης των μετάλλων, ήταν από τις πρώτες αιτίες της παρακμής· ακολούθησαν πολλές άλλες επιστημονικές ανακαλύψεις, που με τον καιρό κατάργησαν ψευδοεπιστήμες όπως η αλχημεία και η αστρολογία. Τον 17ο αιώνα ο Νεύτωνας βρισκόταν στην πρωτοπορία της νέας επιστημονικής εποχής· παρ' όλ’ αυτά, αν και ήταν σπουδαίος διανοητής, στράφηκε προς την αρχαία γνώση της αλχημείας και τη χρησιμοποίησε προκειμένου να ανακαλύψει τα μυστικά της ζωής.
Μυστικά και σύμβολα
- Ο Μαύρος Ήλιος είναι από τα λιγότερο γνωστά αλχημικά σύμβολα, ουσιώδης για τους στόχους της μεταστοιχείωσης που επεξεργάζονταν οι αλχημιστές. Συνδέεται επίσης με το μαύρισμα της ύλης, ακόμα και τη σήψη. Η εικόνα αυτή είναι από το Splendor Solis, ένα γερμανικό βιβλίο του 16ου αιώνα με πολύχρωμες υδατογραφίες συμβολικής σημασίας, που σχετίζονται με τις αλχημικές διαδικασίες και ιδέες. Αν και οι εικόνες χρονολογούνται μεταγενέστερα στη μεσαιωνική ιστορία της αλχημείας, το ύφος τους θυμίζει πολύ προγενέστερες αλχημικές εικόνες.
- Τα Τέσσερα Στοιχεία: Αυτό το συμβολικό έμβλημα από τον 17ο αιώνα απεικονίζει στις άκρες του τα τέσσερα βασικά στοιχεία: αέρα, νερό, γη και φωτιά. Οι αλχημιστές πίστευαν ότι, αν μπορούσαν να κατανοήσουν τις διάφορες διαστάσεις των τεσσάρων στοιχείων, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ό,τι ήθελαν, όπως χρυσάφι και το ελιξήριο της ζωής. Το τρίγωνο σε αυτές τις γωνίες συμβολίζει τα τρία πρώτιστα, που ήταν ο υδράργυρος, το θείο και το άλας. Ό αλχημιστής Παράκελσος πίστευε ότι όλα τα μέταλλα ήταν συνδυασμοί των τριών αυτών ουσιών.
- Ο Μέγας Ερμαφρόδιτος: Χαρακτικό από το έργο του 17ου αιώνα Symbola Aureae Mensae του Μίκαελ Μάγερ, που απεικονίζει τον Αλβέρτο τον Μέγα να δείχνει προς το αλχημικό σύμβολο του ερμαφρόδιτου. Η εικόνα περιγράφει μια ιδέα που απαντάται σε πολλά αλχημικά κείμενα, δηλαδή ότι όλα έχουν μια ενιαία, ξεχωριστή φύση, η οποία όμως συνίσταται από δύο μέρη. Οι αλχημιστές πίστευαν ότι η εναρμόνιση αυτών των αντίθετων δυνάμεων (όπως το υγρό και το ξηρό, ο Ήλιος και η Σελήνη, το αρσενικό και το θηλυκό) μπορεί να έκρυβε το κλειδί για τη δημιουργία που ζητούσαν. Αυτή την ένωση συμβολίζει ο ερμαφρόδιτος.
Υλικά και μέθοδοι
Όλοι οι αλχημιστές χρησιμοποιούσαν συχνά καμίνους για να θερμαίνουν μέταλλα και άλλες ουσίες, αλλά προσπαθούσαν να δοκιμάσουν κάθε διαδικασία που μπορούσαν να σκεφτούν σχετικά με την αληθινή φύση των μετάλλων. Για παράδειγμα, ο Γκεμπέρ πίστευε ότι η ύλη μπορούσε να φτάσει στην τέλεια μορφή της αν αναμειχθεί με μια ουσία στην καθαρή της μορφή. Οι αλχημιστές πίστευαν ότι αυτή η μέθοδος ήταν η ζύμωση του χρυσού, με έγχυση βασικών μετάλλων. Άλλες συνήθεις διαδικασίες ήταν η κονιοποίηση, η στερεοποίηση, η απόσταξη, η εξάχνωση, η απονέκρωση και η πύρωση.
Οι αλχημιστές χρησιμοποιούσαν τη φωτιά της καμίνου για μεθόδους όπως η πύρωση, κορνιοποιώντας συμπαγείς ουσίες, αλλά η θερμότητα δεν ήταν πάντα ωφέλιμη. Στα πειράματά τους απέσταζαν πολλά και διάφορα είδη υγρών όπως ξίδι, κρόκο αβγού, ακόμα και κοπριά. Στο εργαστήριο χρησιμοποιούσαν επίσης οξύ για να διαλύουν συστατικά όπως το ασήμι και ο χρυσός. Έξω από το εργαστήριο πολλοί αλχημιστές ήλπιζαν να πετύχουν τον στόχο τους εκθέτοντας την εργασία τους στον ήλιο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Κάποιες φορές αναγνώριζαν ότι υπήρχαν όρια σε αυτό που μπορούσαν να καταφέρουν. Οι ειδικοί ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να ζωντανέψουν κάτι νεκρό. Από την άλλη, οι αλχημιστές πίστευαν ότι, αν επανέφεραν ένα νεκρό αντικείμενο στην αρχική του μορφή ως απλή ύλη, τότε θα ήταν δυνατόν να αλλάξει στην αντίθετη μορφή του (δηλαδή τη ζωντανή).
Του Erich B. Anderson
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History (11/2019)
ΣΥΡΙΖΑ: Η απώλεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το τάιμινγκ και οι κινήσεις των στρατοπέδων
ΠΑΣΟΚ: Restart στην Αξιωματική Αντιπολίτευση - Το μεγάλο crash test
Γιατί ο ΟΑΣΑ προσανατολίζεται σε περισσότερους ιδιώτες στις συγκοινωνίες - Οι γραμμές... ανά παραγγελία
Στεγαστικό επίδομα για τους σπουδαστές των ΙΕΚ: Οι προθεσμίες για τις αιτήσεις και τα δικαιολογητικά
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr