Ταβέρνες της Κωνσταντινούπολης: Ένα ταξίδι στην ελληνική κουλτούρα διασκέδασης στην Πόλη των Πόλεων από τη Μαίρη Συμεωνίδου
Tον πολιτισμικό συνδυασμό γαστρονομίας και διασκέδασης φωτίζει στο νέο της βιβλίο η συγγραφέας, σεφ στο δικό της «Μεζεδάκι» και πρόεδρος του Μορφωτικού Συνδέσμου Μοδιού🕛 χρόνος ανάγνωσης: 13 λεπτά ┋
Η ταβέρνα, αυτό το ατόφιο σύμβολο της ελληνικής παράδοσης στη διασκέδαση, λίγοι γνωρίζουν ότι, εκτός από την ελληνική της εντοπιότητα, απέκτησε βαθιές ρίζες και σε χώρες όπως η Τουρκία, και αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχαγωγίας της επί δεκαετίες.
Χάρη στους Κωνσταντινουπολίτες, που έφεραν από την Ελλάδα την κουλτούρα, η ταβέρνα έγινε σημείο αναφοράς διασκέδασης, με δεκάδες Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, αλλά και η Βουγιουκλάκη, να έρχονται να τραγουδούν και να διασκεδάζουν στις Πολίτικες ταβέρνες.
Αυτόν τον πολιτισμικό συνδυασμό γαστρονομίας και διασκέδασης, που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή ειδικά στην Κωνσταντινούπολη, φωτίζει στο νέο της βιβλίο η συγγραφέας, σεφ στο δικό της «Μεζεδάκι» και πρόεδρος του Μορφωτικού Συνδέσμου Μοδιού, Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου.
Το «Taverna Istanbul» ή άλλως «Ταβέρνα Κωνσταντινούπολη», το οποίο παρουσίασε τον Νοέμβριο στην Πόλη, αποτελεί τη μοναδική έρευνα μέχρι σήμερα για τις Πολίτικες Ταβέρνες. Μία εγκυκλοπαίδεια του τρόπου διασκέδασης των Τούρκων, Αρμεναίων, Εβραίων και Ελλήνων, που μας βυθίζει σε ένα νοσταλγικό ταξίδι και σε ένα άρωμα μιας άλλης εποχής σε αυτή την Αιώνια Μητρόπολη, που συνεχίζει να αγκαλιάζει και να αναδιαμορφώνει τις πολιτισμικές της ταυτότητες, συνδέοντας παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Ταξίδι στις ταβέρνες της Πόλης επί 13 χρόνια
«Η αναζήτησή μου για προφορικές ιστορίες, εμπειρίες, μνήμες, γεύσεις, πολυπολιτισμικές ανθρώπινες σχέσεις και για το πολύχρωμο πολιτιστικό μωσαϊκό της Κωνσταντινούπολης, ξεκίνησε πριν από 13 περίπου χρόνια και συνεχίζεται ακόμα...», εξηγεί στο Ethnos.gr η συγγραφέας.
Σε μια εποχή όπου οι παραδοσιακές μορφές διασκέδασης στην Κωνσταντινούπολη, τα καζίνο και τα κλαμπ, σημείωναν σταδιακή παρακμή, η Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου νιώθει την επιτακτική ανάγκη να αναβιώσει τη μαγεία της παλαιάς νυχτερινής Πόλης,μέσα από το κυρίαρχο ελληνικό της στοιχείο.
«Ποιοι κράτησαν ζωντανή την καρδιά της νυχτερινής ζωής της και ποιοι προσπάθησαν να συνεχίσουν την παράδοση;», αναρωτιέται η συγγραφέας, δίνοντας την απάντηση μέσα από μια εξαιρετική μελέτη για την κουλτούρα της «Rum Tavernasi» και τις ορχήστρες που έκαναν τη νύχτα της Κωνσταντινούπολης να αποκτά ζωή και χρώμα. Η επιθυμία της να συναντήσει παλιούς τραγουδιστές και μουσικούς και να ξανανιώσει το κλίμα που γοήτευσε την ίδια, ούσα παιδί, αλλά και γενιές Κωνσταντινουπολιτών, ήταν, τελικά, μια ανακάλυψη των ριζών μίας κουλτούρας, που άφησε και αφήνει ακόμη το στίγμα της στην Πόλη.
«Ένιωσα μια πολύ έντονη επιθυμία να μιλήσω για την κουλτούρα των ταβερνών και της διασκέδασης, να συναντηθώ με τραγουδιστές και μουσικούς από παλιές πολυπολιτισμικές ορχήστρες, όσες περισσότερες μπορούσα να βρω, να θυμηθώ τα παλιά, να καταλάβω και ίσως να αναβιώσω το πνεύμα που κάποτε έκανε τους Κωνσταντινουπολίτες να χορεύουν στα τραπέζια...», λέει χαρακτηριστικά η Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου, που θυμάται με νοσταλγία τις εποχές που πήγαινε μαζί με την οικογένειά της για να ακούσει ελληνική μουσική και να διασκεδάσει... Στις ταβέρνες γίνονταν οι αρραβώνες, στις ταβέρνες τα τραπέζια του γάμου, στις ταβέρνες γιόρταζαν τις μεγάλες ημέρες, στις ταβέρνες έβγαιναν οι οικογένειες μαζί με τα παιδιά τους τα Σαββατοκύριακα, εξηγεί η συγγραφέας.
Στις 300 σελίδες του βιβλίου της, πλαισιωμένες από φωτογραφίες εμβληματικών καλλιτεχνών που πέρασαν από τις ταβέρνες της Κωνσταντινούπολης, η Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου σκιαγραφεί την ιστορία των χώρων αυτών μέσα από 50 αφηγήσεις και προσωπικές μαρτυρίες, ιχνηλατώντας το πώς η «ταβέρνα» έγινε ένα διαχρονικό σύμβολο πολιτισμού και κοινωνικής ζωής της Πόλης. Η έρευνα ανιχνεύει τις ρίζες της Πολίτικης Ταβέρνας από τις αρχές του 20ού αιώνα, ξεκινώντας με την καταγραφή της ιστορικής ταβέρνας «Todori» (του Θοδωρή) στα Καλαμίσια της ασιατικής Κωνσταντινούπολης το 1927 και φτάνει μέχρι το σήμερα.
«Η ‘ταβέρνα’ είναι ένας ιδιαίτερος τίτλος, ο οποίος περιγράφει τα πολύχρωμα, πολυφωνικά και πολυποίκιλα χαρακτηριστικά της παλαιάς Κωνσταντινούπολης», σημειώνει η συγγραφέας, μέσα από το βιβλίο της οποίας παρουσιάζονται οι γεύσεις της πολίτικης ταβέρνας, οι ορχήστρες και οι τραγουδιστές που έδωσαν ζωή στις νύχτες της Πόλης επί δεκαετίες μέχρι και σήμερα. Φυσικά, τα καρώ τραπεζομάντηλα και το σπάσιμο των πιάτων, τα αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της ελληνικής ταβέρνας, ταξίδεψαν και στην Πόλη, όπως βλέπουμε μέσα από τις φωτογραφίες του βιβλίου, δίνοντας ένα πρωτόγνωρο και διαφορετικό ύφος στην τουρκική διασκέδαση.
Έλληνες καλλιτέχνες που έγραψαν μουσική ιστορία στις ταβέρνες της Πόλης
Τις δεκαετίες του '60 και του '70, οι ταβέρνες της Κωνσταντινούπολης γνώρισαν στιγμές μεγάλης δόξας και μαγείας, με πρωταγωνιστές μερικούς από τους πιο θρυλικούς Έλληνες καλλιτέχνες. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, ο Μανώλης Χιώτης, η Πόλυ Πάνου, η Ζωζώ Νταλμάς και πολλοί άλλοι τραγουδιστές, με τις ερμηνείες τους έφεραν στις σκηνές της Κωνσταντινούπολης την ψυχή του ελληνικού τραγουδιού, κάνοντας το τουρκικό κοινό να παραληρεί από ενθουσιασμό, όπως θυμούνται οι αφηγητές που φιλοξενεί στο βιβλίο της η Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου. Οι ζεϊμπέκικοι ρυθμοί, οι νότες του μπουζουκιού και οι φωνές αυτών των Ελλήνων καλλιτεχνών έγιναν γέφυρα που ένωσε τους δύο πολιτισμούς, βάζοντας με χρυσά γράμματα την υπογραφή τους στη νυχτερινή ιστορία της Πόλης.
Ταβέρνες που έγραψαν ιστορία
Από το Γενίτσερι και το Ρέμα μέχρι τη Μίμι Ταβέρνα και τον Ζορμπά, οι δεκάδες ταβέρνες στο Πέρα, τα Πριγκηπόνησα και τα χωριά του Βοσπόρου φιλοξένησαν μεγάλες ορχήστρες και αξέχαστους Έλληνες και Τούρκους καλλιτέχνες τις δεκαετίες του ’50-’60 έως και ’70.
«Μέχρι το 1964, η Κωνσταντινούπολη ήταν ο τόπος, όπου ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ο πιο διαδεδομένος και η ελληνική μουσική, οι τραγουδιστές, οι οργανοπαίχτες και οι μπουζουξήδες ακούγονταν περισσότερο», σημειώνει η Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου.
Δέσποινα, η πρώτη ταβερνιάρισσα της Τουρκίας
Η ταβέρνα της Δέσποινας, γνωστή και ως Despina Meyhanesi, ήταν η πρώτη στην ιστορία ταβέρνα με γυναίκα ταβερνιάρισσα. Σύμφωνα με τη Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου, η Δέσποινα άνοιξε το πρώτο της μαγαζί το 1950, σε ηλικία μόλις 30 ετών, και το 1972 το μετέφερε στα Ταταύλα, όπου και το διηύθυνε μέχρι το 1990, οπότε το μεταβίβασε στους Τούρκους αδελφούς Τεκίν. Η κυρά Δέσποινα απεβίωσε το 2006 και στη διαθήκη της το μόνο που ζητούσε από το νέο ιδιοκτήτη ήταν να κρατήσει ζωντανό το όνομά της και να διατηρήσει την αυθεντική ατμόσφαιρα του μαγαζιού, όπως και έκανε.Η ταβέρνα της Δέσποινας ήταν τόσο διάσημη που έγινε μέχρι και τραγούδι, το οποίο ερμήνευσε η διάσημη τραγουδίστρια της Τουρκίας, Σεζέν Ακσού.
«Στρώσε το τραπέζι Μαντάμ Δέσποινα, άπλωσε τα βρώμικα λευκά λαδόπανα», έγραψε η στιχουργός Μεράλ Οκάι, εμπνευσμένη από την ταβέρνα της Δέσποινας.
Μια ενδιαφέρουσα εθιμοτυπία στην ταβέρνα της Δέσποινας, που αναφέρει το βιβλίο της Μαίρης Συμεωνίδου, ήταν ότι στα ρεζερβέ τραπέζια δεν τοποθετούσε το ταμπελάκι «reserved». Αντ' αυτού, τοποθετούνταν άδεια μπουκάλια κρασιού.
Όταν η μουσική σίγησε: η πολιτική σκιά στις νύχτες της Πόλης
Η ταβέρνα της παλιάς Κωνσταντινούπολης δεν ήταν απλώς ένας χώρος διασκέδασης, αλλά ένας μικρόκοσμος πολιτιστικής πολυφωνίας. Ωστόσο, οι πολιτικές αναταραχές και οι διωγμοί των μη μουσουλμάνων το ’55, τα γεγονότα της Κύπρου, η στέρηση της ιθαγένειας και η πολιτική καταπίεση το ‘64 δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη νυχτερινή ζωή της Κωνσταντινούπολης, οδηγώντας πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες να φύγουν, «σφραγίζοντας» -κυριολεκτικά και μεταφορικά- τη νυχτερινή ζωή της Πόλης.
«Δυστυχώς, κάποιοι από τους διαφορετικούς αυτούς ανθρώπους της Κωνσταντινούπολης, που σχημάτισαν αυτές τις πλούσιες ορχήστρες, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Πόλη με αποτέλεσμα πολλά μαγαζιά να κλείσουν, ειδικά μετά το 1964», αναφέρει η Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου.
Η Πόλη είναι «λειψή»
«Με την αποχώρηση αυτών των ανθρώπων από την Πόλη λόγω των διωγμών, εξαφανίστηκε και ένας τρόπος ζωής», ομολογεί με θλίψη ο Τούρκος συγγραφέας και διανοούμενος Χουσείν Ιρμάκ, μιλώντας στην παρουσίαση του βιβλίου της Μαίρης Συμεωνίδου.
«Πολλά πράγματα που κάνουν μια πόλη πόλη εξαφανίστηκαν. Η κουλτούρα των ταβερνών μειώθηκε επίσης βήμα προς βήμα με την αποχώρησή τους και έφτασε σχεδόν στο σημείο να εξαφανιστούν», σημειώνει ο Ιρμάκ επισημαίνοντας την απώλεια ενός ολόκληρου τρόπου ζωής, όταν διώχθηκαν οι Έλληνες.
Η κουλτούρα των ταβερνών, σημείο αναφοράς για τις νύχτες της Πόλης, υποχώρησε σταδιακά και σήμερα είναι σχεδόν αόρατη, εξαφανισμένη από το τοπίο της πόλης. Όπως ο ίδιος τονίζει, οι ταβέρνες της Κωνσταντινούπολης, με την παλιά τους ατμόσφαιρα και την παραδοσιακή τους γοητεία, είναι πλέον σπάνιες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το βιβλίο ‘Ταβέρνα Κωνσταντινούπολη’ της Μαίρης Τσεβίκ Συμεωνίδου είναι τόσο σημαντικός», υπογραμμίζει ο Τούρκος συγγραφέας. Για να αποτυπώσει την αλήθεια με λεπτομέρεια και να αποτελέσει οδηγό πληροφόρησης για όσους δεν έχουν γνωρίσει αυτή την κουλτούρα, όπως λέει.
Ο Χουσείν Ιρμάκ, μέσα από τη δική του εκτίμηση για την Πόλη και τη συνεισφορά της Μαίρης Τσεβίκ Συμεωνίδου, περιγράφει τη σημερινή Κωνσταντινούπολη ως «λειψή» πολιτισμικά.
«Μερικές φορές ξεκινώ τις ομιλίες μου λέγοντας ‘Χαίρομαι που ο πατέρας μου μας έφερε στο Κουρτουλούς’ (ενν. τα Ταταύλα, τη γνωστότερη συνοικία της πόλης με τους περισσότερους Έλληνες χθες και σήμερα), επειδή μεγαλώσαμε γνωρίζοντας τον ελληνικό, αρμενικό και εβραϊκό πολιτισμό και παρακολουθώντας τον από κοντά», ανέφερε.
«Για όσους από εμάς μεγαλώσαμε στο Κουρτουλούς και το Πανγκάλτι βλέποντας μέρη, όπως την ταβέρνα της Δέσποινας, τη Μάντρα, το Κλαμπ Γιασεμίν, το βιβλίο αυτό αποτελεί πηγή ευτυχίας και υπερηφάνειας», συνέχισε ο Ιρμάκ, με την αναφορά του στους θρυλικούς αυτούς χώρους να μην είναι απλώς νοσταλγική, αλλά μια αναγνώριση της πολιτιστικής αξίας και της κοινωνικής σημασίας τους για την Κωνσταντινούπολη.
Κωνσταντινούπολη: Ξένη για τους Τούρκους, πατρίδα για τους Χριστιανούς
«Η Κωνσταντινούπολη είναι μια ξένη πόλη για τους μουσουλμάνους και μια πατρίδα για τους χριστιανούς», λέει ο Τούρκος συγγραφέας. «Διότι ένας μουσουλμάνος που ζει στην Κωνσταντινούπολη θέλει να ταφεί στη γενέτειρά του, στο χωριό του όταν πεθάνει. Ένας χριστιανός από την Κωνσταντινούπολη, από την άλλη, ακόμη και αν πρέπει να ζει πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Κωνσταντινούπολη, θέλει να ταφεί στην Κωνσταντινούπολη όταν πεθάνει», επισημαίνει, υπενθυμίζοντας ότι η ταυτότητα και οι ρίζες διατηρούνται στην Πόλη, ακόμα και όταν οι άνθρωποι φεύγουν από αυτήν.
Η Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου, με τα βιβλία της, δεν καταγράφει απλώς το παρελθόν, αλλά διασώζει το πνεύμα της Πόλης και της κοινωνικής ζωής της. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιρμάκ, «η Μαίρη έχει παρατείνει τη ζωή της Πόλης με αυτά τα βιβλία. Πρόκειται για σημαντικά έργα-πηγές που αποτελούν μάρτυρες μιας εποχής και θα είναι από τα βιβλία που θα διαβάζονται ακόμη και μετά από 100 ή 500 χρόνια».
Η ταβέρνα ως κομμάτι πολιτιστικής κληρονομιάς
«Αισθάνομαι ότι έκανα το πολύχρωμο μωσαϊκό της Κωνσταντινούπολης να λάμψει λίγο περισσότερο», λέει η ίδια η Μαίρη Συμεωνίδου. Και είναι αλήθεια, καθώς μέσα από τις σελίδες του έργου της, οι ταβέρνες ζωντάνεψαν και πάλι, όχι μόνο ως χώροι διασκέδασης, αλλά και ως πηγή μνήμης και πολιτιστικής ταυτότητας της Πόλης.
Το Taverna Istanbul δεν είναι απλώς ένα βιβλίο. Είναι ένα ταξίδι στο χρόνο, μια γιορτή για τη ζωή και την πολυπολιτισμικότητα της Πόλης, μια πολύτιμη μαρτυρία που διασώζει τη μνήμη και τη μεταφέρει στις επόμενες γενιές. Το «Taverna Istanbul» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Sander Yayinlari.
Η ιστορία της Ταβέρνας στην Πόλη
Η κουλτούρα της ταβέρνας αναπτύχθηκε κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Εμφανίστηκαν ως χώροι συνάντησης για ανθρώπους όλων των κοινωνικών στρωμάτων κατά την Οθωμανική περίοδο, όπως εξήγησε κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Ταβέρνα Κωνσταντινούπολη», ο Αχμέτ Τανρίβερντί, ιδιοκτήτης της ταβέρνας «Prinkipo Meyhane» και συγγραφέας, από Έλληνες, Αρμένιους, Εβραίους και Βούλγαρους, που διατηρούσαν εστιατόρια, μεϊχανέ, μπρασερί, ζαχαροπλαστεία, ταβέρνες και χώρους διασκέδασης, αλλά ήταν απαγορευμένοι για τους μουσουλμάνους. Η απαγόρευση αυτή καταργήθηκε με την ίδρυση του τουρκικού κράτους το 1923.
Οι ταβέρνες της Κωνσταντινούπολης ή αλλιώς και «μεϊχανέδες» στην τουρκική γλώσσα, δεν ήταν απλώς μέρη για φαγητό και ποτό, αλλά και κέντρα κοινωνικής συναναστροφής, μουσικής και κουβέντας. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι ιδιοκτήτες ταβερνών εισήγαγαν πιάτα και συνήθειες από τις δικές τους κουζίνες και πολιτισμούς.
Η κουλτούρα της Πολίτικης ταβέρνας
Οι ταβέρνες της Κωνσταντινούπολης φημίζονται για τα μεζεδάκια τους, όπως τα θαλασσινά, το χταπόδι, τις αλοιφές, τις ελιές και τα κεφτεδάκια. Το φαγητό μοιράζεται σε κοινά πιάτα, τα οποία συνοδεύονται συνήθως με ρακί, το παραδοσιακό ποτό-σύντροφος της κουβέντας και της ζωντανής μουσικής, που αποτελεί άλλο ένα αναπόσπαστο κομμάτι της.
Σήμερα, η κουλτούρα της ταβέρνας στην Κωνσταντινούπολη συνεχίζει να εξελίσσεται και να γράφει πορεία, με σπουδαίους και σήμερα καλλιτέχνες, όπως ο Φαίδων, ο Χάϊκο, ο Ερόλ Εσκέν, ο Γκάλλης με το My Scala, ο Γιάννης Κορδομενίδης και πολλούς άλλους, παρόλο που έχει δεχτεί πιέσεις από την κοσμοπολίτικη μεταμόρφωση και την κοινωνική μεταβολή. Οι παραδοσιακές ταβέρνες, όπως αυτές στο Κοντοσκάλι, τα Ταταύλα και το Πέραν, συνεχίζουν να συνυπάρχουν με πιο σύγχρονα εστιατόρια και μπαρ και, παρότι έχουν χάσει μέρος της παλιάς αίγλης τους λόγω της τουριστικοποίησης, παραμένει ένα ισχυρό σύμβολο της πολιτιστικής ταυτότητας της Κωνσταντινούπολης.
Γιατί οι σεισμολόγοι ασχολούνται με τα 2 Ρίχτερ στην Αγία Παρασκευή; Ο Γεράσιμος Χουλιάρας εξηγεί στο ethnos.gr
«Ήταν του πρώην Δημάρχου»: Κοινό μυστικό η δράση του κυκλώματος πολεοδόμων στη Χαλκιδική
Washington Post: Η Ουκρανία βοήθησε τους αντάρτες της Συρίας να ανατρέψουν τον Άσαντ
Instagram, Facebook, WhatsApp ακόμα υπολειτουργούν - Η ανακοίνωση της Meta
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr