Αληθινός πόνος: Ενα γλυκόπικρο οδοιπορικό που εξετάζει το διαγενεακό τραύμα
Έρχεται 16 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood🕛 χρόνος ανάγνωσης: 22 λεπτά ┋
Σε ένα ταξίδι στην Πολωνία με τη σύζυγό του, Anna Strout, ο Jesse Eisenberg, βίωσε αυτό που αποκαλεί «παράξενη αποκάλυψη». Ένα ταξίδι δύο εβδομάδων στη χώρα τον οδήγησε στο μικρό σπίτι στο χωριό Kranystaw, όπου έμενε η θεία του, Doris, πριν αναγκαστεί να φύγει μαζί με ολόκληρη την οικογένειά της εξαιτίας του Ολοκαυτώματος. «Αν δεν είχε συμβεί ο πόλεμος, θα ζούσα εδώ», θυμάται να σκέφτεται ο Eisenberg. «Πώς θα ήταν η ζωή μου; Ποιος θα ήμουν;». Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Eisenberg βρέθηκε ξανά σ' εκείνο το σπίτι, αυτή τη φορά ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συμπρωταγωνιστής της ταινίας «Αληθινός Πόνος».
Στην ταινία, ο Eisenberg υποδύεται τον David, έναν Νεοϋορκέζο που μαζί με τον ξάδελφό του, Benji, συμμετέχουν σε μια θεματική εκδρομή επικεντρωμένη στο Ολοκαύτωμα στην Πολωνία, χάρη στα χρήματα που άφησε η πρόσφατα αποθανούσα γιαγιά τους. Ως μέλη ενός ταξιδιωτικού γκρουπ, με οδηγό τον James (Will Sharpe), τα δύο ξαδέλφια αναβιώνουν τους παιδικούς δεσμούς τους και αντιμετωπίζουν τις οικογενειακές τραγωδίες του παρελθόντος που, μ' έναν τρόπο, εξακολουθούν να τους ορίζουν.
«Μου πήρε περίπου 15 χρόνια»
Ο Eisenberg εμπνεύστηκε τόσο πολύ από εκείνο το πρώτο ταξίδι στην Πολωνία, που έγραψε αρχικά ένα θεατρικό έργο, το Revisionist, το οποίο έκανε πρεμιέρα το 2013. Ο Eisenberg υποδύθηκε έναν διαφορετικό χαρακτήρα με το όνομα David, έναν νεαρό Αμερικανό που επισκέπτεται τη μεγαλύτερη ξαδέρφη του από την Πολωνία, μια επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, την οποία υποδύθηκε η Vanessa Redgrave. Το έργο γνώρισε επιτυχία, αλλά οι προσπάθειές του να το προσαρμόσει σε σενάριο δεν προχώρησαν. «Όλες οι προσαρμογές μου ήταν κακές» λέει ο Eisenberg. «Και σκέφτηκα ότι θέλω να γράψω και να γυρίσω μια ταινία στην Πολωνία. Μου πήρε περίπου 15 χρόνια να βρω κάτι καλό και τελικά κατέληξα σε αυτήν την ιστορία, μια ιστορία για δύο ξαδέλφια, που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας ξενάγησης με θέμα την ιστορία της Πολωνίας».
Ενα άλλο πρότζεκτ του Eisenberg σε συνδυασμό με μια ακόμη προσπάθεια να το προσαρμόσει για τον κινηματογράφο, του έδωσε το άλλο βασικό συστατικό της ιστορίας. «Έγραψα ένα διήγημα πριν από μερικά χρόνια για το περιοδικό Tablet, για δύο τύπους που πηγαίνουν μαζί στη Μογγολία και η ιστορία ήταν πολύ παρόμοια με τη δυναμική στον Αληθινό Πόνο» λέει ο Eisenberg. Όταν έφτασε σε αδιέξοδο στην προσπάθειά του να το προσαρμόσει ως ταινία, έπεσε πάνω σε μια «καταθλιπτικά τυχαία διαφήμιση» στο διαδίκτυο, που υποσχόταν «Ξεναγήσεις στο Ολοκαύτωμα (με γεύμα)».
Όπως εξηγεί ο Eisenberg, «Με οδήγησε σε μια εταιρεία που διαφήμιζε μια ξενάγηση στα μέρη του Ολοκαυτώματος στην Πολωνία—αλλά με όλες τις ανέσεις που θα ήθελε ένας Αμερικανός τουρίστας της ανώτερης μεσαίας τάξης. Διάβασα τη διαφήμιση με σοκ και δέος και μια αίσθηση δυσφορίας, γιατί θα ήμουν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που θα πήγαιναν σε αυτή την ξενάγηση και θα αναζητούσα τις ανέσεις μου, ενώ παράλληλα θα έβλεπα τη φρίκη που πέρασε η οικογένειά μου. Και σκέφτηκα πως αυτό είναι ένα εξαιρετικό πλαίσιο για να τοποθετηθεί η ταινία».
Το ελεύθερο πνεύμα που γοητεύει
Αρχικά, ο Eisenberg σκόπευε από τα δύο ξαδέλφια στο επίκεντρο της ταινίας να υποδυθεί τον Benji, το ελεύθερο πνεύμα που γοητεύει, αλλά και εκνευρίζει το ταξιδιωτικό γκρουπ. «Έχω γράψει πολλές φορές από την οπτική γωνία ενός τέτοιου χαρακτήρα, γιατί φιλοδοξώ να είμαι κάποιος σαν κι αυτόν» λέει ο Eisenberg. «Κάποιος που είναι πιο χαλαρός, πιο ανοιχτός, που ζει τη στιγμή, που ίσως παλεύει με την ίδια κατάθλιψη που παλεύω κι εγώ, αλλά τη διαχειρίζεται πιο χαλαρά».
Αντ΄ αυτού, υποδύεται τον David, που αρχικά φαίνεται πιο ισορροπημένος από τον Benji, με μια σταθερή, αν και βαρετή, δουλειά στην τεχνολογία, με γυναίκα και παιδί πίσω στο Μπρούκλιν. Όταν συναντιούνται στο αεροδρόμιο για την πτήση τους προς Πολωνία, είναι η πρώτη φορά που βλέπονται εδώ και χρόνια και οι ζωές τους έχουν πάρει πολύ διαφορετικούς δρόμους.
«Ηταν πολύ δεμένοι στην παιδική τους ηλικία, σχεδόν σαν αδέρφια» λέει ο Culkin, που υποδύεται τον Benji. «Όταν μεγάλωσαν, απομακρύνθηκαν, και για μένα, μεγάλο μέρος της ιστορίας αφορά το γεγονός ότι διαχειρίστηκαν αυτή την απόσταση με πολύ διαφορετικό τρόπο. Ο ένας δείχνει να το ξεπερνά και φαίνεται να έχει προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, ενώ ο άλλος φαίνεται να έχει μείνει στάσιμος, ειδικά όσον αφορά αυτή τη συγκεκριμένη σχέση».
Καθώς ο David επισκιάζεται από τον Benji καθ’ όλη τη διάρκεια της ξενάγησης και ενώ έρχεται αντιμέτωπος με την οικογενειακή του ιστορία στην Πολωνία, η εσωτερική του πάλη—βασικά, η πάλη του με το αν θα επιτρέψει στον εαυτό του να υποκύψει σε μια αίσθηση αγωνίας—γίνεται πιο ξεκάθαρη. «Γι’ αυτό η ταινία ονομάζεται Αληθινός Πόνος» λέει ο Eisenberg. «Εξετάζει τι είναι πραγματικό και ποιος πόνος είναι αληθινός. Είναι ο πόνος από την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή του David πραγματικός, ακόμα και όταν επισκέπτεσαι μέρη γενοκτονίας; Είναι η αγχώδης διαταραχή του David πραγματική, ακόμα κι αν ο ξάδερφός του βιώνει κάτι πολύ χειρότερο στη δική του ζωή; Αυτό είναι που αμφισβητεί η ταινία».
Ο Benji συστήνεται ως ο τύπος που μπορεί να μιλήσει μ' έναν υπάλληλο της Διοίκησης Ασφάλειας Μεταφορών χωρίς να φαίνεται ενοχλητικός, ενώ η αναπάντεχη έκρηξή του κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησης του γκρουπ θεωρείται γοητευτική και όχι άστοχη. Στην πορεία, όμως, γίνεται σαφές ότι ο χωρίς περιορισμούς τρόπος ζωής του είναι το αποτέλεσμα αληθινού πόνου. Ο Benji θρηνεί ακόμα την απώλεια της γιαγιάς, που ενέπνευσε το ταξίδι, ενώ πρόσφατα έχει αντιμετωπίσει ψυχικά προβλήματα. Είναι στον συναισθηματικό αντίποδα του πιο συγκρατημένου ξαδέλφου του. «Νομίζω ότι ο David έχει διαχειριστεί κάπως το φορτίο του, ενώ ο Benji πραγματικά δεν έχει αντιμετωπίσει αυτά που τον βαραίνουν», λέει ο Culkin. Αυτό το φορτίο ξεσπάει με απροσδόκητους τρόπους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, όπως όταν ο Benji αρνείται να καθίσει σε καμπίνα πρώτης θέσης σε ένα τρένο ή απομακρύνεται από ένα χαρούμενο ομαδικό δείπνο μόλις φαίνεται ότι απολαμβάνει τη στιγμή.
O Eisenberg σχολιάζει: «Ο Benji είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής της ταινίας. Είναι ο χαρακτήρας που το κοινό θα παρακολουθεί συνεχώς και χάρη στην ιδιοφυΐα του Kieran, θα προσπαθεί να τον καταλάβει».
Ενθουσιώδης και γοητευτικός τη μία στιγμή, σκυθρωπός και σαρκαστικός την επόμενη, ο Benji είναι «ανεξιχνίαστος», λέει ο Culkin. Όμως, σχεδόν όλοι γνωρίζουν έναν Benji. «Είναι ενδιαφέρον πόσοι άνθρωποι θα πουν ότι γνωρίζουν έναν άνθρωπο που δεν μπορούν ποτέ να καταλάβουν πλήρως» λέει ο Culkin. «Είναι πολύ χαρισματικός και αγαπητός, αλλά και αντιπαθητικός. Γνωρίζω κάποιον που είναι κάπως έτσι και από τότε έχω συναντήσει ανθρώπους που έχουν δει την ταινία και αναγνώρισαν ότι έχουν έναν Benji στη ζωή τους. Του λέω: «Έχετε και εσείς έναν; Είναι ο ίδιος με τον δικό μου;».
Ο Culkin, ο οποίος είχε ολοκληρώσει την τέταρτη και τελευταία σεζόν του τηλεοπτικού «Succession» λίγο πριν κάνει την ταινία «Αληθινός Πόνος», δηλώνει ότι έκανε «τα πάντα για ν' αποφύγει να συμμετάσχει σε αυτή την ταινία», αλλά τελικά του άρεσε πολύ αυτό που διάβασε στο σενάριο του Eisenberg. «Αμέσως σκέφτηκα: «Ξέρω ποιος είναι αυτός ο τύπος, ξέρω ότι μπορώ να τον υποδυθώ», λέει ο ηθοποιός. «Δεν θέλω να το σκέφτομαι. Μπορώ να το κάνω. Είναι πολύ σπάνιο να συμβεί αυτό».
Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουν τα δύο ξαδέλφια όταν φτάνουν στην Πολωνία είναι να κατευθυνθούν προς το λόμπι του ξενοδοχείου και να συναντήσουν το υπόλοιπο γκρουπ, μαζί με τον οδηγό τους, τον James, τον οποίο υποδύεται ο Will Sharpe.
Ο James είναι το δραματουργικό αντίθετο του Benji, που ταλαιπωρεί τον ήπιο ξεναγό εξαιτίας της ήρεμης προσέγγισής του στα φρικιαστικά ιστορικά σημεία. Ο Eisenberg λέει ότι αρχικά φανταζόταν τον χαρακτήρα νεότερο, «έναν ξεναγό που είναι υπερβολικά ενθουσιώδης να μοιραστεί όλα όσα ξέρει και εκνευρίζει τον Benji, ακόμα κι αν κάνει κάτι γλυκό».
Υποψήφιος για Emmy
«Ο James είναι ένας ακαδημαϊκός που έχει εμμονή με αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι της ιστορίας» μοιράζεται ο Sharpe, υποψήφιος για Emmy για τον ρόλο του στο τηλεοπτικό «The White Lotus». «Είναι ο ξεναγός στην Πολωνία που τους οδηγεί από πόλη σε πόλη και υποθέτω ότι από κάποιο σημείο και πέρα γίνεται ο ξεναγός του θεατή και ενημερώνει για οτιδήποτε ιστορικό μπορεί να είναι σχετικό με την ιστορία της ταινίας».
«Όταν μίλησα για πρώτη φορά με τον Jesse για τον χαρακτήρα, τον περιέγραψε ως έναν είδος φιλοσημίτη, ένας όρος που δεν γνώριζα και αναφέρεται σε κάποιον που δεν είναι Εβραίος αλλά ταυτίζεται υπερβολικά με την εβραϊκή κουλτούρα. Είναι ένας όρος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με μια κάπως αρνητική χροιά» περιγράφει ο Sharpe για τις αρχικές του συζητήσεις με τον Eisenberg σχετικά με τον χαρακτήρα.
Συνεχίζει: «Ο Jesse εξέφρασε ανοιχτά ότι ο James δεν είναι κάποιος με κακές προθέσεις. Είναι πραγματικά γοητευμένος και συναισθηματικά συνδεδεμένος με την ιστορία, οπότε όταν ο Benji αμφισβητεί τον τρόπο που ξεναγεί, πρέπει ν' αναθεωρήσει όλη του τη σκέψη».
Ως εξωτερικός παρατηρητής που συνδέεται τυχαία με τη συλλογική τους εμπειρία, ο James χωρίς να το θέλει υπερθεματίζει προσπαθώντας να αποτυπώσει σωστά το ιστορικό πλαίσιο. «Ο Will είναι πραγματικά καλός τύπος και πολύ έξυπνος» λέει ο Culkin. «Και το έβαλε αυτό στον χαρακτήρα, οπότε ο James είναι πραγματικά γλυκός και έξυπνος, και κάνει το καλύτερο που μπορεί».
Όταν ο Sharpe εμφανίστηκε προετοιμασμένος με μια βόρεια αγγλική προφορά για τον James και τη δική του προσέγγιση στον χαρακτήρα, ο Eisenberg πείστηκε αμέσως. «Φαινόταν πιο εκλεπτυσμένος από αυτό που είχα γράψει, με περισσότερες αποχρώσεις», λέει ο Eisenberg. Ο Benji «κολλάει» αμέσως με τη Marsha την οποία υποδύεται η Jennifer Grey. Έχοντας επιστρέψει στη Νέα Υόρκη από το Λος Άντζελες μετά από ένα διαζύγιο, η Marsha είναι «μια γυναίκα που ανακαλύπτει ξανά ποια είναι και από πού προέρχεται», λέει η Grey. «Με έναν τρόπο είχε χάσει τον δρόμο της στον εικοσαετή γάμο της».
Ο Benji και η Marsha καλλιεργούν μια απίθανη σύνδεση, μάλιστα ο Eisenberg τούς φαντάστηκε ως το πιο δημοφιλές ζευγάρι του σχολείου. «Η Jennifer, ως ηθοποιός, προσφέρει τόσα πολλά γιατί είναι πολύ συναισθηματική ως άτομο», λέει ο Eisenberg. Η Grey, όπως ο Eisenberg, έχει συγγενείς που ξέφυγαν από την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και επαινεί την «άμεση εμπιστοσύνη» που ένιωσε με τον συγγραφέα-σκηνοθέτη αφού διάβασε το σενάριό του.
Το ταξιδιωτικό γκρουπ περιλαμβάνει επίσης ένα εγκάρδιο ζευγάρι από τις μεσοδυτικές πολιτείες, που υποδύονται οι Liza Sadovy και David Oreskes, ο οποίος έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές από τις θεατρικές παραστάσεις του Eisenberg. «Είναι ένας από αυτούς τους σπουδαίους ηθοποιούς της Νέας Υόρκης που κατά τη γνώμη μου είναι υποτιμημένοι στη μεγάλη οθόνη» λέει ο Eisenberg. «Και αν μπορώ να τον βάλω σε κάτι, τον βάζω».
Η ομάδα ολοκληρώνεται με τον Eloge, έναν Καναδό με καταγωγή από τη Ρουάντα που υποδύεται ο Kurt Egyiawan. Ο χαρακτήρας βασίζεται σε έναν φίλο του Eisenberg, με το ίδιο εντυπωσιακό ιστορικό φυγής από τη Ρουάντα και μεταστροφής στον Ιουδαϊσμό. «Ο πραγματικός Eloge είναι ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος που έχω γνωρίσει», λέει ο Eisenberg. «Η ιστορία του προσθέτει βάθος στην εμπειρία του γκρουπ».
«Είναι σπάνιο να έχεις το δώρο να συναντήσεις κάποιον τόσο βαθύ όπως ο Eloge και είναι τιμή να τον υποδύεσαι», προσθέτει ο Egyiawan. «Η ιστορία του για μένα έχει να κάνει με τη δύναμη ενός επιζώντα. Πώς, παρά τον αφάνταστο πόνο, η πυξίδα του στη ζωή είναι η πίστη και η ενσυναίσθηση».
«Θεώρησα ότι θα διεύρυνε την προοπτική της ταινίας» λέει ο Eisenberg, που επισημαίνει ότι ο Eloge είναι ο μόνος στην ομάδα που έχει βιώσει την τραγωδία της γενοκτονίας. «Είναι κάποιος που γνωρίζει από πρώτο χέρι πώς είναι και όχι απλώς ένα προϊόν της φαντασίας της ανώτερης-μεσαίας τάξης». Αν και η ομάδα σχηματίζει έναν δεσμό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, οι χαρακτήρες είναι τόσο καλά αναπτυγμένοι που το κοινό δεν χάνει ποτέ την αίσθηση του πόσο διαφορετικές είναι οι εμπειρίες τους.
Ο πρώτος σημαντικός ρόλος
Η ταινία ήταν ο πρώτος σημαντικός ρόλος του Culkin μετά τη σειρά «Succession» και απαιτούσε κάποια προσαρμογή από τον γρήγορο ρυθμό παραγωγής της σειράς, όπου τα σενάρια άλλαζαν από μέρα σε μέρα και ο αυτοσχεδιασμός ενθαρρυνόταν. «Νομίζω ότι διάλεξα αυτή την ταινία επειδή το σενάριο ήταν άρτιο», λέει ο Culkin. «Ήταν τέλειο. Δεν χρειαζόταν τη βοήθειά μου». Τόσο ο Culkin όσο και ο Eisenberg, που προέρχεται από τον κόσμο του θεάτρου όπου το σενάριο ονομάζεται κυριολεκτικά Βίβλος, περίμεναν να παίξουν την ταινία ακριβώς όπως είχε γραφτεί.
«Οι σκηνοθέτες του Succession, Sherri Berman και Robert Pulcini, μου είπαν ότι ο Kieran είναι πολύ αστείος στον αυτοσχεδιασμό», λέει ο Eisenberg. «Και τους είπα, «Ω, αυτό δεν είναι το πνεύμα αυτής της ταινίας, αλλά σας ευχαριστώ που μου είπατε αυτή την άσχετη πληροφορία, αν και δεν θέλω να αλλάξω τίποτα στους διαλόγους μου».
Όμως, σε μια σκηνή στην οποία το ταξιδιωτικό γκρουπ περπατάει σε ένα πάρκο και ο Benji κουβεντιάζει με τη Marsha, ο Eisenberg ενθάρρυνε τον Culkin να πει οτιδήποτε ήθελε· κράτησε τα μικρόφωνα ανοιχτά ως εφεδρικό σχέδιο. «Έτρεξε κοντά της και της είπε κάτι που ήταν τόσο απίστευτα αστείο.», θυμάται ο Eisenberg. «Κατάλαβα επιτόπου ότι είναι πραγματικά μια ιδιοφυΐα».
«Απλώς τον παρακολουθούσα στο σετ και ήμουν έκπληκτη με το πόσο άνετος, ελεύθερος και συγκεντρωμένος ήταν», λέει η Grey, η οποία είναι θαυμάστρια του Culkin από την ταινία Ο Ίγκμπι Πιάνει Πάτο (Igby goes down) του 2002. «Είναι πολύ εντυπωσιακός, απίθανα ταλαντούχος».
Ο Culkin θυμάται αυτή τη σκηνή και λέει: «Νομίζω ότι σε κάθε λήψη έλεγα κάτι διαφορετικό, απλώς για να αρχίσω μια κουβέντα και να προσπαθήσω να την κάνω να χαμογελάσει». Αλλά δεν το θεωρεί τόσο αυτοσχεδιασμό όσο τα λόγια και τις σκέψεις ενός χαρακτήρα που ήξερε καλά. «Δεν ήταν κάτι που έχω σκεφτεί εκ των προτέρων και δεν προοριζόταν να είναι αστείο», εξηγεί ο Culkin. «Απλώς, μερικές φορές ο Benji λέει κάτι και βγαίνει μια διαφορετική λέξη».
Σε μια άλλη σκηνή, το ταξιδιωτικό γκρουπ κάνει στάση σ' ένα επιβλητικό άγαλμα που αναπαριστά μια μάχη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ο Benji ξεκινά ένα παιχνίδι, ενθαρρύνοντας κάθε μέλος της ομάδας να αναλάβει έναν διαφορετικό ρόλο ως στρατιώτης ή ακόμα και ως αεροπλάνο. «Έκανα μια λήψη όπου είπα, «Kieran, κάνε τρέλες» θυμάται ο Eisenberg. «Όταν αυτοσχεδίαζε, οι σκηνές ξέφευγαν μ' έναν τρόπο που δεν μπορούσα να προβλέψω».
Βασίζοντας την ταινία στα δικά του ταξίδια, καθώς και στην ιστορία της οικογένειάς του, ο Eisenberg ήταν αποφασισμένος να γυρίσει σε πραγματικές τοποθεσίες σε όλη την Πολωνία. Η πιο δύσκολη τοποθεσία αποδείχθηκε το στρατόπεδο συγκέντρωσης Majdanek, που βρίσκεται μόλις πέντε λεπτά από το κέντρο της πόλης Lublin. «Οι Πολωνοί παραγωγοί μάς είπαν ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να γυρίσουμε στο Majdanek», λέει ο Eisenberg. Πρότειναν να χτίσουν τις τοποθεσίες αντί να γυρίσουν εκεί, μια ακόμη πιο αδύνατη ιδέα δεδομένου του μικρού μπάτζετ της ταινίας. Αλλά όταν ο Eisenberg κατάφερε να επικοινωνήσει με το προσωπικό στο Majdanek, το οποίο τώρα είναι μνημείο, «συνειδητοποίησαν ότι αυτό είναι κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί. Διαδραματίζεται στο Majdanek, το οποίο καμία ταινία για το Ολοκαύτωμα δεν δείχνει επειδή κανείς δεν γνωρίζει γι’ αυτό. Αλλά η δική μου ταινία είναι τοποθετημένη εκεί επειδή από εκεί προέρχεται η οικογένειά μου».
Ο Sharpe περιγράφει την ημέρα στο Majdanek ως «μία από τις πιο δυνατές και αξέχαστες ημέρες» γυρισμάτων. «Υπάρχουν στιγμές που περνάμε μέσα από πιο σκοτεινές πτυχές της Ιστορίας ή τοποθεσίες με βαρύ φορτίο», θυμάται. Ο Culkin παραδέχεται ότι ήταν διστακτικός στο να γυρίσει τη σκηνή, ανησυχώντας αρχικά για το πώς θα ήταν να προετοιμάσει μια σκηνή σε ένα μέρος με μια τόσο επιβαρυμένη Ιστορία. Ωστόσο, τον εντυπωσίασε το σενάριο του Eisenberg, που ζητούσε από την ομάδα να περάσει από τον χώρο σε απόλυτη σιγή ως ένδειξη σεβασμού — μια σιωπή που συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. «Κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, οι άνθρωποι ήταν πολύ ήσυχοι», θυμάται ο Culkin. Ακόμα και οι συζητήσεις για τα πρακτικά προβλήματα του γυρίσματος, γίνονταν με «τον μεγαλύτερο σεβασμό για αυτό που κάναμε», προσθέτει ο Eisenberg.
Η Grey βρήκε την εμπειρία συγκινητική μ' έναν τρόπο που ακόμα δυσκολεύεται να εκφράσει με λόγια. «Οτιδήποτε πεις θα υποτιμήσει την εμπειρία, γιατί είναι πολύ σπουδαία» λέει. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ένιωσε τόσο συντετριμμένη που έπρεπε να φύγει από το σετ, μια στιγμή γνήσιου συναισθήματος που ο Eisenberg σκέφτηκε να συμπεριλάβει στην τελική ταινία. «Ήμουν απλώς τόσο συγκλονισμένη με έναν τρόπο που τίποτα δεν θα μπορούσε να με έχει προετοιμάσει» λέει η Grey. «Δεν είχα νιώσει ποτέ τίποτα να με διαπερνά με αυτόν τον τρόπο».
Για την τελική σκηνή της ταινίας στην Πολωνία, στην οποία ο David και ο Benji επισκέπτονται το παιδικό σπίτι της γιαγιάς τους, ο Eisenberg έγραψε το σενάριο συγκεκριμένα για το πραγματικό σπίτι της οικογένειάς του στο Kranystaw. «Όταν γράφεις μια ταινία, βρίσκεσαι στην κατάσταση της ψευδαίσθησης ότι θα μπορέσεις να γυρίσεις ακριβώς την ταινία που γράφεις», λέει ο Eisenberg. «Φυσικά, σε κάποια φάση, συνειδητοποιείς ότι δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα από όλα αυτά. Αυτή η ταινία είναι μία από εκείνες τις σπάνιες εμπειρίες όπου μπορέσαμε να κάνουμε ακριβώς ό,τι έγραψα, συμπεριλαμβανομένων των γυρισμάτων στο σπίτι όπου έζησε η οικογένειά μου».
Ήταν, σε πολλές περιπτώσεις, μια τυπική μέρα στο σετ, με το συνεργείο να τρέχει για να προλάβει τη λήψη πριν αρχίσει η βροχή. Αλλά ήταν και μια συναισθηματική στιγμή που έκλεισε έναν κύκλο για τον Eisenberg. «Αν σκεφτώ ποιος θα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης των Ναζί, θα ήταν αυτό» λέει. «Να πηγαίνουμε σε αυτήν την πόλη από όπου προσπάθησαν να μας εξαλείψουν όλους, να πηγαίνουμε σε αυτό το σπίτι που μας έκλεψαν, και να φτιάχνουμε κάτι όμορφο».
Απίστευτα φιλόδοξη παραγωγή
Η παραγωγή έγινε με σχεδόν αποκλειστικά πολωνικό συνεργείο, συμπεριλαμβανομένου του διευθυντή φωτογραφίας Michal Dymek, βραβευμένου με το Βραβείο της Εθνικής Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου για τη δουλειά του στην ταινία EO. «Ήταν πραγματικοί καλλιτέχνες» λέει ο Eisenberg. «Ήταν μια απίστευτα φιλόδοξη παραγωγή που δεν μπορώ να φανταστώ ότι οποιαδήποτε άλλη ομάδα εκατό ατόμων θα μπορούσε να την ολοκληρώσει».
Ο Eisenberg εμπνεύστηκε από ταινίες δρόμου όπως η ταινία Θέλω και τη μαμά σου (Y Tu Mama Tambien) για το στυλ της ταινίας και συνάντησε τον Dymek για να συζητήσουν το πώς να «δημιουργήσουν μια ταινία δρόμου που είναι επίσης όμορφη, που δείχνει την Πολωνία με πραγματικά όμορφο φως, αλλά αναμειγνύει στοιχεία τρόμου και Ιστορίας». Ηθελε να δείξει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπως το Majdanek με τον τρόπο που το βιώνει ένας τουρίστας· ήθελε να αποτυπώσει την «ήσυχη ανησυχία» του ταξιδιωτικού γκρουπ που μαθαίνει για μια φρικτή ιστορία.
Για να το επιτύχει αυτό, γνώριζε ότι η ταινία δεν μπορούσε να έχει μια παραδοσιακή μουσική υπόκρουση και αντ’ αυτού στράφηκε σε έναν από τα μεγαλύτερους πολιτιστικούς θησαυρούς της Πολωνίας: τον Frederic Chopin. Είχε επισκεφτεί το σπίτι του Frederic Chopin κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Πολωνία και ενσωμάτωσε τις Nocturnes του στο θεατρικό του έργο The Revisionist. Σε αντίθεση με μια παραδοσιακή μουσική υπόκρουση όπου η μουσική θα υπογράμμιζε τα συναισθήματα των χαρακτήρων, η μουσική του Chopin στην ταινία «λειτουργεί σχεδόν σαν σχολιασμός» λέει ο Eisenberg. «Δίνει στην ταινία έναν εκλεπτυσμένο, αποστασιοποιημένο τόνο. Όταν αρχίσαμε να επεξεργαζόμαστε την ταινία και ενθέταμε τα κομμάτια του Chopin, ο μοντέρ κι εγώ απλώς γυρίσαμε ο ένας στον άλλον και είπαμε, «Αυτός είναι ο τόνος της ταινίας».
Η Grey λέει ότι την εντυπωσίασε η συνεργασία της με τους Eisenberg, Culkin και Sharpe, τρεις ηθοποιούς που μιλούσαν περισσότερο για τις οικογένειές τους από οποιονδήποτε άλλον με τον οποίο είχε συνεργαστεί. «Όταν τελείωσα αυτή την ταινία, είχα μία τεράστια αίσθηση ευγνωμοσύνης για την εμπειρία και για την παρέα», λέει η Grey. Αυτό που πραγματεύεται η ταινία Αληθινός Πόνος, λέει η Grey, είναι τα δύσκολα, συναισθηματικά θέματα που τόσες πολλές ταινίες αποφεύγουν σήμερα. «Φαίνεται σαν μια ταινία από μια άλλη εποχή, είναι βαθιά και ασχολείται με σοβαρά ζητήματα» λέει.
«Ο Jesse έχει κάτι σοβαρό να πει με αυτή την ταινία, αλλά το λέει με πολύ ελαφρύ και κομψό τρόπο. Ελπίζω ότι το κοινό θα το βρει διασκεδαστικό και, σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιεί, ίσως νιώσει τα πράγματα που ο Jesse μας ζητά να νιώσουμε» λέει ο Sharpe.
Ο Eisenberg, που έχει εναποθέσει πολλές από τις δικές του εμπειρίες στην ταινία, βλέπει δύο τρόπους να τη βιώσει για το κοινό—ως μια φιλική κωμωδία για «αυτούς τους δύο ασυμβίβαστους τύπους που παλεύουν ο ένας δίπλα στον άλλον σε διάφορες συνθήκες» και έπειτα ως κάτι πολύ πιο βαθύ. «Επειδή είναι μια προσωπική ταινία, αγγίζει τους ανθρώπους με προσωπικούς τρόπους» λέει ο Eisenberg. «Ορισμένοι άνθρωποι βλέπουν αυτή την ταινία και μου λένε, «Η οικογένειά μου κατάγεται από εκεί και έκλαιγα σε όλη την ταινία». Αυτή είναι μια υπέροχη αντίδραση, επειδή τους έκανε να νιώσουν κάτι».
Η κακοκαιρία σάρωσε την Πελοπόννησο: 10 χωριά χωρίς ρεύμα για 30 ώρες και κατολισθήσεις στον Οδοντωτό
Σπίτι μου 2: Ξεκινούν οι αιτήσεις για τα άτοκα στεγαστικά δάνεια - Οι δικαιούχοι και τα δικαιολογητικά
Διάρρηξη με λεία - «μαμούθ» στη Χαλκιδική: Αφαίρεσαν χρηματοκιβώτιο με κοσμήματα αξίας 1 εκατ. ευρώ
Για πρώτη φορά εν ενεργεία βουλευτής σε δίκη για κακούργημα: Ο Κωνσταντίνος Φλώρος στο εδώλιο
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr