Robert Redford: Ο αιώνιος σταρ, σκηνοθέτης και οραματιστής του αμερικανικού σινεμά
Η πορεία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ δείχνει ότι η αληθινή επιτυχία δεν είναι μόνο τα βραβεία ή τα εισιτήρια, αλλά η ικανότητα να χρησιμοποιείς τη φήμη σου για να δημιουργήσεις κάτι διαρκές και ουσιαστικό🕛 χρόνος ανάγνωσης: 7 λεπτά ┋
Στα βουνά της Γιούτα, στον τόπο που τόσο αγάπησε και επέλεξε να κάνει καταφύγιο ζωής και δημιουργίας, έφυγε από τη ζωή, την Τρίτη το πρωί, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ (Robert Redford), σε ηλικία 89 ετών. Ο «χρυσός νέος» του αμερικανικού κινηματογράφου, που κατέκτησε το Χόλιγουντ ως ηθοποιός και βραβεύτηκε με Όσκαρ ως σκηνοθέτης, άφησε πίσω του ένα πλούσιο καλλιτεχνικό έργο, αλλά και μια παρακαταθήκη που υπερβαίνει την αδιάκοπη προσήλωσή του στην ανεξάρτητη δημιουργία και την περιβαλλοντική προστασία.
Η είδηση του θανάτου του ανακοινώθηκε από την εκπρόσωπο Τύπου του, Σίντι Μπέργκερ, η οποία με συγκίνηση τόνισε ότι ο Ρέντφορντ «έφυγε στον τόπο που αγαπούσε, πλαισιωμένος από τους δικούς του ανθρώπους». Ένας κύκλος σχεδόν εννέα δεκαετιών γεμάτος κινηματογραφική λάμψη, προσωπικές δοκιμασίες, καλλιτεχνική ανησυχία και κοινωνική δράση έκλεισε, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά του.
Από τα πρώτα βήματα στη Νέα Υόρκη μέχρι την καθιέρωση
Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια το 1936. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από την ατμόσφαιρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μια εποχή ενότητας και συλλογικής προσπάθειας, όπως ο ίδιος έχει περιγράψει. Στην εφηβεία του ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, κερδίζοντας μάλιστα υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο για το μπέιζμπολ. Ωστόσο, η ακαδημαϊκή του πορεία δεν ευδοκίμησε. Κακές επιδόσεις και ένας ανήσυχος, συχνά απείθαρχος χαρακτήρας τον οδήγησαν σε αποβολή.
Με τα χρήματα που μάζεψε από μικροδουλειές ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου έζησε με το όνειρο να γίνει ζωγράφος. Τελικά, όμως, η τέχνη που τον κέρδισε ήταν το θέατρο. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και φοίτησε στην American Academy of Dramatic Arts. Στην αρχή ένιωθε ξένος ανάμεσα στους φιλόδοξους συμμαθητές του, όμως μια παρατήρηση ενός καθηγητή του, τον κράτησε στον δρόμο της υποκριτικής.
Το τηλεοπτικό του ντεμπούτο ήρθε το 1959, σε επεισόδιο της σειράς «Perry Mason». Από εκεί ξεκίνησε μια ανοδική πορεία που θα τον φέρει γρήγορα στο Μπρόντγουεϊ, στην παράσταση «Barefoot in the Park» (1963) του Νιλ Σάιμον. Ο ρόλος αυτός, που αργότερα μετέφερε και στον κινηματογράφο δίπλα στη Τζέιν Φόντα, υπήρξε καθοριστικός για τη φήμη του.
Το 1969, ο Ρέντφορντ έπαιξε τον ρόλο που έμελλε να καθορίσει την καριέρα του, ο οποίος ήταν ο «Σάντανς Κιντ» στο «Butch Cassidy and the Sundance Kid», πλάι στον Πολ Νιούμαν. Η χημεία τους υπήρξε εκρηκτική και η ταινία όχι μόνο θριάμβευσε εισπρακτικά αλλά χάρισε στον Ρέντφορντ την απόλυτη αναγνώριση. Οι δυο τους θα συναντηθούν ξανά το 1973 στο «The Sting», μια ταινία που απέσπασε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και τους καθιέρωσε ως ένα από τα πιο αγαπημένα κινηματογραφικά δίδυμα.
Ακολούθησε μια δεκαετία θριάμβων, με τα «Jeremiah Johnson» (1972), «The Way We Were» (1973) με τη Μπάρμπρα Στράιζαντ, «The Great Gatsby» (1974), «Three Days of the Condor» (1975) και φυσικά το «All the President’s Men» (1976), βασισμένο στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Στην τελευταία, όχι μόνο πρωταγωνίστησε δίπλα στον Ντάστιν Χόφμαν, αλλά συνέβαλε ενεργά στην παραγωγή και την ανάπτυξή της από τα πρώτα στάδια. Η ταινία απέσπασε οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ και παραμένει έως σήμερα υπόδειγμα πολιτικού θρίλερ.
Η γοητεία ενός σταρ
Παρά τη γοητεία και τη δημοφιλία του, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν περιορίστηκε ποτέ στη λάμψη του σταρ. Το 1980, πέρασε πίσω από την κάμερα με το «Ordinary People», μια ταινία για τις ρωγμές μιας φαινομενικά ιδανικής οικογένειας. Η σκηνοθετική του ματιά βραβεύτηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας και Όσκαρ σκηνοθεσίας, επιβεβαιώνοντας ότι δεν ήταν απλώς ένας όμορφος πρωταγωνιστής, αλλά ένας καλλιτέχνης με βαθιά ανησυχία.
Στη συνέχεια σκηνοθέτησε έργα όπως το «A River Runs Through It» (1992), το «Quiz Show» (1994) και το «The Legend of Bagger Vance» (2000), ταινίες που συχνά συνδύαζαν το προσωπικό με το συλλογικό, την ηθική με την πολιτική διάσταση. Παράλληλα, συνέχισε να εμφανίζεται μπροστά από την κάμερα, σε ταινίες όπως «The Natural» (1984), «Out of Africa» (1985), «Indecent Proposal» (1993), και αργότερα στο «All Is Lost» (2013), όπου έδωσε μια συγκλονιστική, σχεδόν βουβή ερμηνεία ενός ναυαγού που παλεύει με τη θάλασσα και τον χρόνο.
Ο άνθρωπος πίσω από τον μύθο
Παράλληλα με την καριέρα του, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έζησε μια ζωή γεμάτη χαρές και δοκιμασίες. Παντρεύτηκε τη Λόλα Βαν Βάγκενεν το 1958 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, χάνοντας δυστυχώς το πρώτο τους μωρό, τον Σκοτ, από αιφνίδιο βρεφικό θάνατο. Αργότερα παντρεύτηκε τη ζωγράφο Σίμπιλε Ζάγκαρς, με την οποία έζησε μέχρι το τέλος. Η οικογένεια και η φύση αποτέλεσαν για εκείνον σταθερά καταφύγια.
Η σχέση του με τη Γιούτα ήταν καθοριστική. Το 1961, αγόρασε δύο στρέμματα γης έναντι μόλις 500 δολαρίων και έχτισε μόνος του μια καμπίνα. Η αγάπη του για τη φύση θα τον οδηγήσει χρόνια αργότερα στη δημιουργία του Sundance Resort και, ακόμη σημαντικότερα, στη θεμελίωση του Sundance Film Institute.
Το Ινστιτούτο Sundance είναι ένα εργαστήριο για νέους δημιουργούς, το οποίο γρήγορα εξελίχθηκε στο πιο σημαντικό κέντρο ανεξάρτητου κινηματογράφου στις ΗΠΑ. Το ομώνυμο φεστιβάλ έγινε η πλατφόρμα που ανέδειξε δημιουργούς όπως οι Κοέν, ο Κουέντιν Ταραντίνο και πολλοί άλλοι.
Με το Sundance, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ αμφισβήτησε το μονοπώλιο του Χόλιγουντ, δίνοντας χώρο σε αυθεντικές φωνές και τολμηρές ιστορίες. Για πολλούς, αυτή είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του, η οικοδόμηση ενός θεσμού που άλλαξε το τοπίο της κινηματογραφικής βιομηχανίας και συνεχίζει να τροφοδοτεί την ανεξάρτητη δημιουργία.
Ο ακτιβιστής Ρόμπερτ Ρέντφορντ
Πέρα από την τέχνη, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ υπήρξε ακούραστος υπερασπιστής του περιβάλλοντος. Αγωνίστηκε για την προστασία φυσικών περιοχών, ιδίως της Αλάσκας, και στάθηκε απέναντι σε σημαντικά ενεργειακά συμφέροντα. Ο ίδιος έλεγε ότι «η φύση είναι πηγή αλήθειας και δύναμης» και η επιλογή του να ζήσει στα βουνά της Γιούτα αντανακλούσε αυτή την πεποίθηση.
Η πολιτική διάσταση υπήρξε πάντοτε παρούσα και στις ταινίες του. Από το «All the President’s Men» μέχρι το «Lions for Lambs» και το «The Conspirator», χρησιμοποίησε τον κινηματογράφο για να σχολιάσει την εξουσία, την ευθύνη και τη συλλογική μνήμη.
Αν και τα τελευταία χρόνια περιόρισε τις εμφανίσεις του, ο ίδιος δεν αποσύρθηκε ποτέ ολοκληρωτικά. Το 2018, πρωταγωνίστησε στο «The Old Man & the Gun», μια ταινία που πολλοί θεώρησαν ως αποχαιρετισμό. Το 2019, εμφανίστηκε και στο «Avengers: Endgame», επιστρέφοντας απροσδόκητα στον ρόλο του από το «Captain America: The Winter Soldier». Παράλληλα, ως παραγωγός και μέντορας συνέχιζε να στηρίζει νέους δημιουργούς.
Η πορεία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ δείχνει ότι η αληθινή επιτυχία δεν είναι μόνο τα βραβεία ή τα εισιτήρια, αλλά η ικανότητα να χρησιμοποιείς τη φήμη σου για να δημιουργήσεις κάτι διαρκές και ουσιαστικό. Ενας καλλιτέχνης που δεν φοβήθηκε να πάει κόντρα στο ρεύμα, να σταθεί απέναντι στο κατεστημένο και να μείνει πιστός στις αξίες του. Το Sundance, οι ταινίες του, οι ερμηνείες του και το πάθος του για έναν καλύτερο κόσμο αποτελούν κομμάτια μιας κληρονομιάς που θα συνεχίσει να εμπνέει.
Η σφαίρα που πήρε την αθωότητα μιας γενιάς: 17 χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξη και η μνήμη δεν σβήνει
Kακοκαιρία Byron: «Κοκκίνησε» το Καστελόριζο από τα λασπόνερα - Αίτημα για κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης
Δώρο Χριστουγέννων: Πότε θα πληρωθεί, σε ποιους και πώς να το υπολογίσετε
Αυτά είναι τα ακριβά φάρμακα που θα διατίθενται και σε ιδιωτικά φαρμακεία από τον Ιανουάριο
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



