Γλύτωσαν από τη φωτιά, αλλά όχι από τα δηλητηριασμένα δολώματα: Νεκροί δύο απειλούμενοι Χρυσαετοί στον Έβρο
Την εικοσαετία 2000 - 2020, στην Ελλάδα, έχασαν τη ζωή τους από δηλητηριασμένα δολώματα περισσότερες από 350 αλεπούδες🕛 χρόνος ανάγνωσης: 8 λεπτά ┋ 🗣️ Ανοικτό για σχολιασμό
Ο εφιάλτης των δηλητηριασμένων δολωμάτων ξύπνησε για άλλη μια φορά στον Έβρο, σκοτώνοντας άγρια απειλούμενα είδη, τα οποία είχαν καταφέρει να διασωθούν από τις πύρινες φλόγες του περασμένου καλοκαιριού.
Μόλις λίγους μήνες μετά την πυρκαγιά και πριν ακόμα αποτιμηθούν οι επιπτώσεις της στην άγρια πανίδα της περιοχής, στις 19 Δεκεμβρίου, όπως ανακοίνωσε ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), στην περιοχή του Αρδανίου Έβρου, σε απόσταση λίγων μόνο χιλιομέτρων από το Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης - Σουφλίου και τη Ζώνη Ειδικής Προστασίας του δικτύου Natura 2000 «Νότιο Δασικό Σύμπλεγμα Έβρου», βρέθηκαν νεκροί δύο Χρυσαετοί, μαζί με έναν Τσίφτη και ένα Τσακάλι.
Εμφανείς οι ενδείξεις δηλητηρίασης
Όλα τα ζώα είχαν εμφανείς ενδείξεις δηλητηρίασης, ενώ κοντά τους βρέθηκε και ένα ύποπτο κομμάτι τροφής που πιθανά αποτέλεσε το δηλητηριασμένο δόλωμα. Η κινητοποίηση έγινε όταν διαπιστώθηκε ότι ένας από τους δύο Χρυσαετούς, ο οποίος έφερε πομπό, παρέμενε ακίνητος στο ίδιο σημείο για αρκετή ώρα.
Η ανταπόκριση όλων των συναρμόδιων υπηρεσιών ήταν άμεση και έγινε ενδελεχής έρευνα και διαχείριση του περιστατικού στο πεδίο, υπό την καθοδήγηση του Δασαρχείου Αλεξανδρούπολης, με την συνδρομή στελεχών του Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α. και της Ειδικής Μονάδας Ανίχνευσης Δηλητηριασμένων Δολωμάτων (Ε.Μ.Α.Δ.Δ.) της Εταιρείας Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης, με τον ειδικά εκπαιδευμένο σκύλο.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, το περιστατικό είναι υπό διερεύνηση, καθώς το δασαρχείο Αλεξανδρούπολης διενεργεί την ποινική προανάκριση, ενώ η αρμόδια Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Έβρου έχει αναλάβει την συλλογή και αποστολή δειγμάτων για τοξικολογικές αναλύσεις, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τον νόμο διαδικασίες.
Να σημειωθεί ότι ο Χρυσαετός είναι απειλούμενο είδος που προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή και Εθνική νομοθεσία, ενώ ο πληθυσμός του στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ανησυχητική μείωση, με μόλις εννέα ζευγάρια στις προστατευόμενες περιοχές του Έβρου και της Ροδόπης, σύμφωνα με στοιχεία του Εργαστηρίου Διατήρησης Βιοποικιλότητας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ο πομπός που έφερε το νεκρό πουλί είχε τοποθετηθεί στο πλαίσιο των δράσεων που υλοποιεί η Μονάδα Διαχείρισης Εθνικών Πάρκων Δέλτα Έβρου και Δαδιάς του Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α., με χρηματοδότηση του Ε.Π. ΥΜΕΠΕΡΑΑ (ΕΣΠΑ 2014-2020).
Τα δηλητηριασμένα δολώματα
Η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων είναι παράνομη και διώκεται ποινικά, ενώ οι επιπτώσεις της στην άγρια ζωή είναι ανυπολόγιστες.
Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες απειλές που αντιμετωπίζουν τα σαρκοφάγα ζώα στην ύπαιθρο, με θύματα θηλαστικά όπως η αλεπού, ο λύκος και η αρκούδα και άγρια πουλιά -κυρίως πτωματοφάγα, όπως οι γύπες αλλά και Χρυσαετοί και άλλα μεγάλα αρπακτικά.
Ενδεικτικά, την εικοσαετία 2000 - 2020, στην Ελλάδα, έχασαν τη ζωή τους από δηλητηριασμένα δολώματα περισσότερες από 350 αλεπούδες σε πάνω από 100 περιστατικά δηλητηρίασης, ενώ το αμέσως επόμενο πιο πολυπληθές θύμα είναι το Όρνιο με περισσότερα από 200 άτομα να έχουν πεθάνει σε πάνω από 150 περιστατικά δηλητηρίασης. Και τα νούμερα αυτά αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου, καθώς υπολογίζεται πως μόνο το 10% των θυμάτων δηλητηρίασης εντοπίζονται και καταγράφονται.
Σε πολλές περιπτώσεις, αυτή η παράνομη πρακτική έχει οδηγήσει σχεδόν στην εξαφάνιση σπάνια και απειλούμενα είδη όπως ο Γυπαετός, ο οποίος έχει εξαφανιστεί από την ηπειρωτική Ελλάδα και πλέον απαντά μόνο στην Κρήτη, ο Μαυρόγυπας (που πλέον βρίσκεται μόνο στο Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου) και ο Ασπροπάρης, το πιο απειλούμενο είδος πτηνού στη χώρα, με μόνο τέσσερα ζευγάρια να έχουν απομείνει σε όλη την επικράτεια.
Και ενώ οι γύπες δεν αποτελούν τον κύριο στόχο των δηλητηριασμένων δολωμάτων, καθώς δεν προκαλούν ζημιές σε κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα, παρ’ όλα αυτά, πέφτουν συχνά θύματα δευτερογενούς δηλητηρίασης δεδομένου ότι από τη στιγμή που ένα δηλητηριασμένο δόλωμα τοποθετείται στη φύση, δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθεί ποιο είδος θα το καταναλώσει.
Επιπρόσθετα, με την τοποθέτηση ενός δολώματος ξεκινά μία αλληλουχία θανάτων καθώς, αν ένα ζώο πέσει θύμα δηλητηρίασης μετατρέπεται στη συνέχεια το ίδιο σε δηλητηριασμένο δόλωμα, οδηγώντας και άλλα ζώα σε δευτερογενή δηλητηρίαση. Ζώα πτωματοφάγα όπως οι γύπες, πέφτουν πολύ εύκολα θύματα δευτερογενούς δηλητηρίασης ακριβώς επειδή είναι στη βιολογία τους να «καθαρίζουν» τη φύση από τα κουφάρια των νεκρών ζώων. Όταν όμως το νεκρό ζώο που καταναλώνουν έχει πεθάνει από δηλητηρίαση, δηλητηριάζονται και εκείνοι, ενώ μπορεί να έχουν μεταφέρει μέρος του δολώματος αρκετά μακριά, ίσως ακόμα και στη φωλιά τους για να ταΐσουν τους νεοσσούς τους.
Οι επιπτώσεις όμως δεν περιορίζονται στην άγρια ζωή. Στο σύνολο των καταγεγραμμένων περιστατικών χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων, το πιο συχνό θύμα είναι οι σκύλοι εργασίας.
Ταυτόχρονα τα δηλητηριασμένα δολώματα αποτελούν σοβαρή απειλή και για τη δημόσια υγεία καθώς οι τοξικές ουσίες που χρησιμοποιούνται είναι πολύ δραστικές, ενώ αρκεί μία μικρή ποσότητα για να προκαλέσει πολλούς θανάτους, όπως λένε οι ειδικοί.
Μια δολοφονική «παράδοση» δεκαετιών
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο ΟΦΥΠΕΚΑ, η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων στα Βαλκάνια και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα και εντατικοποιήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε όλη την ελληνική ύπαιθρο.
Όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, το 1931 καταγράφηκε η θανάτωση 75 τσακαλιών στη Σάμο. Από το 1933 έως το 1939 θανατώθηκαν 5.108 λύκοι και τσακάλια, η πλειονότητα των οποίων εκτιμάται ότι δηλητηριάστηκαν, ενώ από το 1971 έως το 1979 σκοτώνονταν περίπου 700 – 800 λύκοι κάθε χρόνο και μεταξύ 1974 1981 περί τις 40.000 έως 74.000 αλεπούδες ετησίως.
Συγκεκριμένα το 1969, σε μία εποχή που ήταν άγνωστη η αξία της βιοποικιλότητας, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη η χρήση της στρυχνίνης για τον έλεγχο κάποιων ειδών που θεωρούνταν «επιβλαβή», όπως ο λύκος και η αλεπού. Ωστόσο, αυτή η πρακτική προκάλεσε παράπλευρες απώλειες πάντα σε πτωματοφάγα είδη.
Το 1981, όταν άρχισε να αυξάνεται η γνώση για τη δομή και τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων, η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων απαγορεύτηκε για το ευρύ κοινό, ωστόσο συνεχίστηκε η χρήση κυανιούχων αλάτων για τον περιορισμό των πληθυσμών της αλεπούς. Από το 1993 η χρήση κάθε είδους δηλητηριασμένου δολώματος έχει απαγορευτεί, για όλους ανεξαιρέτως στην ελληνική επικράτεια. Εντούτοις αυτά χρησιμοποιούνται ακόμη παρανόμως και η δηλητηρίαση της άγριας ζωής κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί στη χώρα μας.
Η μέθοδος αυτή στοχεύει συνήθως είδη που θεωρείται πως απειλούν τη ζωική παραγωγή, όπως είναι ο λύκος, η αλεπού, η αρκούδα και άλλα μικρότερα θηλαστικά, όπως τα κουνάβια ή οι νυφίτσες, αλλά και ζώα που προκαλούν ζημιές στις καλλιέργειες, όπως ο ασβός, ο αγριόχοιρος, το κοράκι.
Ως δηλητηριασμένο δόλωμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί οτιδήποτε βρώσιμο ανεξαρτήτως μεγέθους, από ένα λουκάνικο ή και ένα ολόκληρο νεκρό ζώο. Συνήθως οι δράστες τα παρασκευάζουν χρησιμοποιώντας τοξικές ουσίες που συχνά είναι κάποιο φυτοφάρμακο νόμιμο ή παράνομο. Στην Ελλάδα, μεταξύ των πιο «δημοφιλών» τοξικών ουσιών είναι το Methomyl, το Carbofuran και το Endosulfan. Άλλο είδος συχνά χρησιμοποιούμενου δηλητηριασμένου δολώματος είναι τα δολώματα κυανίου, που αποτελούνται από κυανιούχα άλατα μέσα σε παραφίνη και μοιάζουν με μικρά κομματάκια από κερί.
Ο ΟΦΥΠΕΚΑ ενημερώνει ότι όποιος εντοπίσει πιθανό δηλητηριασμένο δόλωμα στην ύπαιθρο δε θα πρέπει να το αγγίξει καθώς είναι εξαιρετικά τοξικό ακόμα και για τον άνθρωπο, αλλά να επικοινωνήσει άμεσα με τη Δασική Υπηρεσία, την Αστυνομία ή, αν βρίσκεται σε προστατευόμενη περιοχή, με την τοπική Μονάδα Διαχείρισης του Οργανισμού.
Εκπαιδευμένοι σκύλοι στη μάχη κατά των δηλητηριασμένων δολωμάτων
Οι ειδικά εκπαιδευμένοι σκύλοι είναι οι πρωταγωνιστές στην ανίχνευση των δηλητηριασμένων δολωμάτων, καθώς όχι μόνο μπορούν να προλάβουν περιστατικά θανάτωσης, αλλά μέσω των αντικειμένων που θα εντοπίσουν, μπορούν να οδηγήσουν και στους δράστες. Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν 12 Μονάδες Ανίχνευσης στελεχωμένες με 14 σκύλους, επτά εκ των οποίων ανήκουν στον ΟΦΥΠΕΚΑ, ενώ οι υπόλοιπες ανήκουν σε περιβαλλοντικές οργανώσεις (ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης) και την Α΄ Κυνηγετική Ομοσπονδία Κρήτης και Δωδεκανήσου – Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης/Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Η χρήση ειδικά εκπαιδευμένων σκύλων για την ανίχνευση δηλητηριασμένων δολωμάτων ξεκίνησε στην Ελλάδα το 2014 στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος LIFE+ «Η επιστροφή του Ασπροπάρη». Τότε, αποκτήθηκαν από την Ισπανία οι δύο πρώτοι εκπαιδευμένοι σκύλοι, που στην ουσία αποτέλεσαν τις πρώτες Ε.Μ.Α.Δ.Δ. στη χώρα και λειτουργούσαν για λογαριασμό της Ελληνικής ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗΣ Εταιρείας στα Μετέωρα και του WWF Ελλάς στη Δαδιά αντίστοιχα.
Παγκόσμια ανησυχία για τις απειλές Πούτιν μετά το χτύπημα με τον πύραυλο Oreshnik στην Ουκρανία: Τα χαρακτηριστικά του νέου όπλου της Ρωσίας
Νέα αποκάλυψη για την υπόθεση της Αμαλιάδας: Είχε παντρευτεί εικονικά Ινδό η Ειρήνη Μουρτζούκου
Πόλεμος της κυβέρνησης Μπάιντεν με τις εταιρείες τεχνολογίας: Ζητεί να διαχωριστεί η Google από το Chrome και το Android
Βρετανία: Πόσο κόστισε η στέψη του βασιλιά Καρόλου – Το ιλιγγιώδες ποσό
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr