Η μαύρη Παρασκευή: 45 χρόνια από τον εφιάλτη που έκαψε την Αθήνα στην καρδιά των Χριστουγέννων
Οι εμπρησμοί στα πολυκαταστήματα της Αθήνας που άλλαξαν την πορεία της Ελλάδας. Ξημέρωμα 19 Δεκεμβρίου 1980 παραδόθηκαν στις φλόγες το Μινιόν και ο Κατράντζος. Ακολούθησαν Κλαουδάτος, Ατενέ, Λαμπρόπουλοι. Μέχρι σήμερα οι υποθέσεις είναι ανεξιχνίαστες.🕛 χρόνος ανάγνωσης: 8 λεπτά ┋ 🗣️ Ανοικτό για σχολιασμό

Το ημερολόγιο έδειχνε 19 Δεκεμβρίου 1980 και ξημέρωνε – όπως και εφέτος – Παρασκευή. Στις 03:07 τα ξημερώματα το ήσυχο κέντρο της Αθήνας γέμισε από πυροσβεστικά, σειρήνες, μαύρους καπνούς, φλόγες και πανικό. Η μυρωδιά της συμφοράς ξύπνησε την πόλη. Σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων, τα δύο πολυκαταστήματα-σύμβολα της εμπορικής ζωής του τόπου, το Μινιόν και ο Κατράντζος, είχαν παραδοθεί στις φλόγες. Η εικόνα των φλεγόμενων κτιρίων, λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, προκάλεσε ισχυρό ψυχολογικό σοκ.
1500 στον δρόμο
Ο Τύπος της εποχής έκανε λόγο για «χτύπημα στην καρδιά της πόλης», ενώ περισσότεροι από 1.500 εργαζόμενοι και εκατοντάδες συνεργαζόμενες εταιρείες βρέθηκαν από τη μία στιγμή στην άλλη αντιμέτωποι με την αβεβαιότητα. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου δεν αποτέλεσαν απλώς εγκληματικές ενέργειες, αλλά μια ιστορική καμπή για το μοντέλο του αστικού λιανεμπορίου.

Μπάραζ εμπρησμών στα πολυκαταστήματα
Μάλιστα, το διπλό πλήγμα δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός. Στις 3 Ιουνίου 1981, νέο κύμα εμπρησμών έπληξε τα πολυκαταστήματα Κλαουδάτος και Ατενέ, επαναφέροντας τον φόβο και ενισχύοντας την αίσθηση ότι πρόκειται για συστηματική επίθεση στα σύμβολα του αστικού εμπορίου. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 4 Ιουλίου 1981, ακολούθησε η πυρκαγιά στο κατάστημα Δραγώνας στην Αθήνα, ενώ στις 7 Ιουλίου 1981 οι φλόγες τύλιξαν το πολυκατάστημα Αφοί Λαμπρόπουλοι στον Πειραιά.
Εντονη αμφισβήτηση για την κυβέρνηση
Οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες ήταν σοβαρές. Τα πολυκαταστήματα αυτά δεν ήταν απλώς χώροι αγορών, αλλά σημεία αναφοράς της καθημερινής ζωής, χώροι συνάντησης και κοινωνικής δραστηριότητας. Η καταστροφή τους επέτεινε το αίσθημα ανασφάλειας στο κέντρο των πόλεων, ενώ άνοιξε ευρεία συζήτηση για την τρομοκρατία, την προστασία των επιχειρήσεων και την επάρκεια του κρατικού μηχανισμού.

«Καιγόταν το σπίτι μας»
Ιδιαίτερη βαρύτητα είχαν οι μαρτυρίες των ίδιων των εργαζομένων, που αποτυπώθηκαν σε εφημερίδες και ραδιοφωνικές εκπομπές της εποχής. Πωλήτριες και υπάλληλοι του Μινιόν περιέγραφαν πως «μέσα σε λίγα λεπτά χάθηκε ο κόπος μιας ζωής», ενώ άλλοι θυμούνταν ότι έφτασαν το πρωί στη δουλειά και αντί για άνοιγμα καταστήματος αντίκρισαν στάχτες και καμένα εμπορεύματα. Εργαζόμενος του Κατράντζου είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι «δεν καιγόταν απλώς ένα μαγαζί, καιγόταν το δεύτερο σπίτι μας». Αντίστοιχα, υπάλληλοι του Λαμπρόπουλου στον Πειραιά μιλούσαν για φόβο, οργή και ανασφάλεια, αλλά και για την αγωνία χιλιάδων οικογενειών που εξαρτούσαν το εισόδημά τους από αυτά τα καταστήματα.
Έτρεξαν τις εξελίξεις...
Σε οικονομικό επίπεδο, χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν προσωρινά ή οριστικά, ασφαλιστικές αποζημιώσεις καθυστέρησαν και αρκετά ιστορικά καταστήματα δεν κατάφεραν ποτέ να επανέλθουν στην πρότερη ακμή τους. Πολλοί αναλυτές ανέφεραν εκείνη την περίοδο, αλλά και αργότερα, ότι οι εμπρησμοί αυτοί επιτάχυναν την παρακμή του παραδοσιακού μοντέλου των μεγάλων πολυκαταστημάτων, συνέβαλαν στη σταδιακή μετάβαση σε νέα και μικρότερα εμπορικά σχήματα, ενώ άλλοι συνέδεσαν τους εμπρησμούς με τις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν τον Οκτώβριο του 1981.

Το τέλος της μεταπολεμικής Αθήνας
Μετά από χρόνια μετά, οι εμπρησμοί των Μινιόν, Κατράντζου, Κλαουδάτου, Ατενέ και Λαμπρόπουλου δεν αντιμετωπίζονται μόνο ως εγκληματικές πράξεις, αλλά ως γεγονότα με ισχυρό ιστορικό και κοινωνικό φορτίο. Όπως έγραφαν χαρακτηριστικά εφημερίδες της εποχής, «μαζί με τα κτίρια, κάηκε και ένα κομμάτι της μεταπολεμικής Αθήνας». Εκείνη την Παρασκευή η Αθήνα χάθηκε στις στάχτες και στην αβεβαιότητα. Εκρήξεις, φλόγες και πυκνοί καπνοί μετέτρεψαν την οδό Πατησίων και την ευρύτερη περιοχή της Ομόνοιας σε σκηνικό πολιορκίας. Περαστικοί παρακολουθούσαν έντρομοι τις φλόγες να ξεπηδούν από τα κτίρια του «Μινιόν» και του «Κατράντζος Σπορ», ενώ μέσα σε λίγα λεπτά το κέντρο της πρωτεύουσας είχε αποκλειστεί από ισχυρές δυνάμεις της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής.
170 πυροσβέστες και δεξαμενές πετρελαίου
Η φωτιά εξαπλώθηκε με αστραπιαία ταχύτητα, τροφοδοτούμενη από τα εύφλεκτα υλικά που βρίσκονταν στα δύο πολυκαταστήματα. Στη μάχη της κατάσβεσης ρίχτηκαν 170 πυροσβέστες, οι οποίοι έδωσαν τιτάνια προσπάθεια για να περιορίσουν τις εστίες, καθώς υπήρχε άμεσος κίνδυνος επέκτασης στα γειτονικά κτίρια. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούσαν οι δεξαμενές πετρελαίου στο υπόγειο του Μινιόν, γεμάτες με τουλάχιστον 28 τόνους καυσίμων. Αν οι φλόγες έφταναν εκεί, ο κίνδυνος για μια γενικευμένη καταστροφή γύρω από την πλατεία Ομονοίας θα ήταν ανυπολόγιστος.

«Εξαφανίστηκε» ο Κατράντζος, «εμφανίστηκε» ο Ράλλης
Η ένταση της φωτιάς ήταν τέτοια ώστε από το ιστορικό Μινιόν απέμεινε μόνο ο σκελετός του, ενώ το κτίριο του Κατράντζου κατέρρευσε ολοσχερώς. Από τους πρώτους που ενημερώθηκαν ήταν ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος έφτασε άμεσα στο σημείο. Η πρώτη του αντίδραση ήταν λιτή αλλά αποκαλυπτική: έκανε λόγο για «μεγάλη καταστροφή».
Ο υπολογισμός των ζημιών
Η Πυροσβεστική υπολόγισε τις ζημιές σε περίπου 2 δισεκατομμύρια δραχμές. Ο ιδιοκτήτης του Κατράντζος Σπορ εκτίμησε την αξία των κατεστραμμένων εμπορευμάτων στα 800 εκατομμύρια δραχμές, ενώ το κτίριο ήταν ιδιόκτητο. Από την πλευρά του, ο ιδιοκτήτης του Μινιόν, Γιάννης Γεωργακάς, έκανε λόγο για ζημιές 2 δισεκατομμυρίων δραχμών μόνο στα εμπορεύματα.
Το Μινιόν διέθετε πάνω από 120.000 κωδικούς, απασχολούσε περίπου 1.000 εργαζομένους και ήταν το 11ο μεγαλύτερο πολυκατάστημα της Ευρώπης. Υπήρξε πρωτοπόρο: το πρώτο στην Ελλάδα με κυλιόμενες σκάλες, κλιματισμό και εστιατόριο self service.

Ποιος κρύβεται πίσω από τις φωτιές;
Από τις πρώτες ώρες, το ερώτημα ήταν ένα: ποιος ευθυνόταν για τους εμπρησμούς; Η «17 Νοέμβρη»; Ο «ΕΛΑ»; Κάποια άλλη οργάνωση;
Τελικά, την ευθύνη ανέλαβε με τηλεφωνήματα σε εφημερίδες ένα παρακλάδι του ΕΛΑ, η νεοσύστατη τότε Επαναστατική Οργάνωση «Οκτώβρης ’80». Λίγες ημέρες αργότερα, στις 22 Δεκεμβρίου, εστάλη προκήρυξη στις εφημερίδες, στην οποία γινόταν λόγος για «εκμετάλλευση των προλετάριων» και για επιχειρήσεις που «στριμώχνουν τους εργαζόμενους στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια». H συγκεκριμένη οργάνωση δεν ξαναχτύπησε ποτέ.
Οι εμπρησμοί είχαν και έντονες πολιτικές προεκτάσεις. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, λίγο πριν από την άνοδο στην εξουσία, κατηγορούσε τη Νέα Δημοκρατία ότι «επιτρέπει σε παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία να επιδίδονται σε καταστροφές που θίγουν επαγγελματίες και εργαζόμενους». Το ΚΚΕ μιλούσε για «σκοτεινή υπόθεση».
Παράλληλα, ξέσπασε ένας ιδιότυπος «εμφύλιος πόλεμος» μεταξύ τρομοκρατικών οργανώσεων. Η «17 Νοέμβρη» χαρακτήρισε τις ενέργειες «επιχειρησιακά ασυντόνιστες και πολιτικά επιβλαβείς», ενώ ο ΕΛΑ κατηγόρησε τα αποχωρήσαντα μέλη του που ίδρυσαν τον «Οκτώβρη ’80».
Έρευνες χωρίς αποτέλεσμα
Οι έρευνες της Ασφάλειας δεν οδήγησαν σε απτά αποτελέσματα. Ένας αρχικός ύποπτος συνελήφθη, αλλά αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης στοιχείων. Ακολούθησαν οι συλλήψεις των αδελφών Αικατερίνης και Ευαγγελίας Τσαγκαράκη, 23 και 20 ετών, με την αιτιολογία διασυνδέσεων με τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Και αυτές, όμως, αφέθηκαν ελεύθερες.
Το κύμα εμπρησμών συνεχίστηκε: τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1981 κάηκαν τα πολυκαταστήματα «Κλαουδάτος», «Ατενέ», «Δραγώνας» και «Λαμπρόπουλος» στον Πειραιά.
Μετά από 45 χρόνια παραμένουν ανεξιχνίαστες
Ιδιαίτερη βαρύτητα είχαν οι μαρτυρίες των ίδιων των εργαζομένων, που αποτυπώθηκαν σε εφημερίδες και ραδιοφωνικές εκπομπές της εποχής. Πωλήτριες και υπάλληλοι του Μινιόν περιέγραφαν πως «μέσα σε λίγα λεπτά χάθηκε ο κόπος μιας ζωής», ενώ άλλοι θυμούνταν ότι έφτασαν το πρωί στη δουλειά και αντί για άνοιγμα καταστήματος αντίκρισαν στάχτες και καμένα εμπορεύματα. Εργαζόμενος του Κατράντζου είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι «δεν καιγόταν απλώς ένα μαγαζί, καιγόταν το δεύτερο σπίτι μας». Αντίστοιχα, υπάλληλοι του Λαμπρόπουλου στον Πειραιά μιλούσαν για φόβο, οργή και ανασφάλεια, αλλά και για την αγωνία χιλιάδων οικογενειών που εξαρτούσαν το εισόδημά τους από αυτά τα καταστήματα.
Δεν επανήλθαν
Σε οικονομικό επίπεδο, χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν προσωρινά ή οριστικά, ασφαλιστικές αποζημιώσεις καθυστέρησαν και αρκετά ιστορικά καταστήματα δεν κατάφεραν ποτέ να επανέλθουν στην πρότερη ακμή τους. Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι οι εμπρησμοί αυτοί επιτάχυναν την παρακμή του παραδοσιακού μοντέλου των μεγάλων πολυκαταστημάτων και συνέβαλαν στη σταδιακή μετάβαση σε νέα εμπορικά σχήματα.
Αρνούνται να σβήσουν
Το Μινιόν επαναλειτούργησε το 1983 με δάνεια, κρατικοποιήθηκε λόγω χρεών και αργότερα επέστρεψε στον αρχικό του ιδιοκτήτη. Το 1998 πέρασε στην Elmec Sports και στη συνέχεια στον όμιλο Folli Follie. Το 2021, το ιστορικό κτίριο πέρασε στην Dimand, με τίμημα άνω των 25 εκατομμυρίων ευρώ, και το 2024 επέστρεψε ως σύγχρονο βιοκλιματικό κτίριο μεικτών χρήσεων, θυμίζοντας ότι, παρά τις φλόγες και τα σκοτεινά ερωτήματα, κάποια σύμβολα της πόλης αρνούνται να σβήσουν.
Ο χάρτης με όλα τα μπλόκα των αγροτών - «Θα μείνουμε στους δρόμους μέχρι να μας απαντήσει η κυβέρνηση»
Πούτιν: Όλα όσα είπε στη μαραθώνια συνέντευξη Τύπου - Τι απάντησε για τα σενάρια πολέμου στην Ευρώπη
Συγκλονίζει η μητέρα του βρέφους που βρέθηκε νεκρό στην Αθήνα - «Μπέμπα μου ξύπνα»
Αίγυπτος: Εντυπωσιακή ανακάλυψη - Αρχαιολόγοι βρήκαν τον χαμένο Ναό του Ρα 4.500 χρόνια μετά
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



