article background image

Το 2009, μια μικρή προσθήκη στην πλατφόρμα του Facebook, το κουμπί «Μου αρέσει» (Like), έμελλε ν' αλλάξει ριζικά τον τρόπο που επικοινωνούμε, συνδεόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Εκ πρώτης όψεως, φάνταζε ως ένα απλό μέσο επιβράβευσης. Ωστόσο, αυτή η φαινομενικά αθώα λειτουργία έμελλε να μετατραπεί σε πυλώνα της ψηφιακής κουλτούρας, επηρεάζοντας όχι μόνο τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και την ψυχολογία μας, την πολιτική, την οικονομία και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική αποδοχή.

Η ιδέα εμφανίστηκε ως τρόπος να προσφέρουν οι χρήστες μια γρήγορη και απλή ανταπόκριση σε περιεχόμενο που τους άρεσε. Πριν από αυτό, η μόνη επιλογή ήταν το σχόλιο, πιο χρονοβόρο και απαιτητικό. Με το «Like», οι αλληλεπιδράσεις έγιναν στιγμιαίες και μαζικές. Η λειτουργία αυτή υιοθετήθηκε γρήγορα και από άλλες πλατφόρμες, όπως Instagram, YouTube, Twitter, TikTok. Το «Like» μετατράπηκε σε παγκόσμια γλώσσα έγκρισης.

Η ψυχολογία του «Like»

Η ανθρώπινη ανάγκη για επιβεβαίωση και κοινωνική αποδοχή είναι βαθιά ριζωμένη στην ψυχολογία μας. Το «Like» εκμεταλλεύτηκε αυτή την ανάγκη, προσφέροντας μια άμεση και μετρήσιμη μορφή αναγνώρισης. Κάθε φορά που λαμβάνουμε ένα «Μου αρέσει», ο εγκέφαλος μας απελευθερώνει ντοπαμίνη, τη χημική ουσία της ευχαρίστησης.

Με την πάροδο του χρόνου, αυτό δημιούργησε έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης, όπου οι χρήστες δημοσιεύουν περιεχόμενο όχι για να εκφραστούν αυθεντικά, αλλά για να συγκεντρώσουν likes. Η αυτοεκτίμηση, ιδιαίτερα στους εφήβους, άρχισε να ταυτίζεται με τον αριθμό των αντιδράσεων που λάμβαναν οι δημοσιεύσεις τους. Αυτό έχει οδηγήσει σε αύξηση του κοινωνικού άγχους, της κατάθλιψης και των διαταραχών εικόνας σώματος.

Η χειραγώγηση του περιεχομένου

Τα social media λειτουργούν με βάση αλγόριθμους που ενισχύουν το περιεχόμενο που λαμβάνει πολλά «Likes». Εταιρείες άρχισαν να μετρούν την επιτυχία τους με βάση τα likes και τις αλληλεπιδράσεις. Το engagement έγινε το νέο νόμισμα του ψηφιακού κόσμου. Οι influencers, για παράδειγμα, στηρίζουν την καριέρα τους στον αριθμό των likes και των followers

Οι εικόνες είναι επιμελώς σκηνοθετημένες, τα captions στρατηγικά σχεδιασμένα, το περιεχόμενο φιλτραρισμένο. Η ψευδαίσθηση μιας τέλειας ζωής ενισχύεται, δημιουργώντας αίσθημα μειονεξίας στους χρήστες. Το πραγματικό θολώνει και αντικαθίσταται από το φωτογενές. 

Κάθε φορά που λαμβάνουμε ένα «Μου αρέσει», ο εγκέφαλος μας απελευθερώνει ντοπαμίνη, τη χημική ουσία της ευχαρίστησης (Copyright: Unsplash.com)
Κάθε φορά που λαμβάνουμε ένα «Μου αρέσει», ο εγκέφαλος μας απελευθερώνει ντοπαμίνη, τη χημική ουσία της ευχαρίστησης (Copyright: Unsplash.com)

Αυτή η δυναμική δημιούργησε ολόκληρες βιομηχανίες γύρω από την ψηφιακή επιρροή, τη διαφήμιση και τη στρατηγική περιεχομένου. Ο αγώνας για «Likes» οδήγησε σε πιο προκλητικό, ενίοτε παραπλανητικό περιεχόμενο, καθώς το αλγόριθμο ευνοεί ό,τι προκαλεί αντιδράσεις. Η αξία του περιεχομένου δεν βασίζεται πλέον στην ποιότητά του, αλλά στην ικανότητά του να αποσπά προσοχή.

Πολιτική και δημόσια γνώμη

Ο ψηφιακός κόσμος δεν άφησε ανεπηρέαστο τον παραδοσιακό Τύπο. Καθώς τα κοινωνικά δίκτυα απέκτησαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάδοση της πληροφορίας, τα μέσα ενημέρωσης άρχισαν να προσαρμόζουν το περιεχόμενό τους στις απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής. Το κυνήγι των «Likes» αντικατέστησε τη μάχη για την εγκυρότητα. Οι τίτλοι έγιναν πιο κραυγαλέοι, οι εικόνες πιο εντυπωσιακές και τα άρθρα πιο σύντομα, ώστε να «χωρούν» σ' ένα γρήγορο scroll. Το «Like» μετατράπηκε σε δείκτη επιτυχίας, επισκιάζοντας την ποιότητα, τη βαθιά ανάλυση και την τεκμηρίωση.

Αυτή η μετάβαση μεταμορφώνει σταδιακά τη δημοσιογραφία από πυλώνα ενημέρωσης σ' εργαλείο εντυπωσιασμού. Η πληροφορία δεν κυριαρχεί επειδή είναι σημαντική ή αποκαλυπτική, αλλά επειδή μπορεί να γίνει viral. Έτσι, το περιεχόμενο διαμορφώνεται με γνώμονα τη συναισθηματική πρόκληση και όχι τη δημοκρατική ευθύνη.

Αντίστοιχα, και η δημόσια σφαίρα ανασχηματίζεται κάτω από το βάρος της ψηφιακής απήχησης. Πολιτικοί, ακτιβιστές και κοινωνικά κινήματα αντλούν δύναμη και στρατηγική από την αλληλεπίδραση στα social media. Ένα Like δεν είναι απλώς έγκριση, είναι μέτρο επιρροής, εργαλείο πολιτικής ζύγισης. Οι προεκλογικές εκστρατείες πλέον δομούνται με βάση τα analytics, ενώ η περίπτωση του Donald Trump, το 2016 και της συνεργασίας του με την Cambridge Analytica αποδεικνύει πώς η στόχευση μέσω Like και προσωπικών δεδομένων μπορεί να μετατραπεί σε μηχανισμό πολιτικής χειραγώγησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα «Likes» παύουν να είναι αθώες εκφράσεις στήριξης. Γίνονται μηχανισμοί παρακολούθησης, εργαλεία δημιουργίας ψηφιακών προφίλ και –σε ακραίες περιπτώσεις– μοχλοί καθοδήγησης της κοινής γνώμης.

Τα κοινωνικά κινήματα του 21ου αιώνα –όπως το #MeToo, το Black Lives Matter ή η στήριξη στην Ουκρανία– αντλούν τεράστια ορατότητα και δυναμική μέσα από τα social media. Ένα «Like» μπορεί να μεταφέρει μήνυμα αλληλεγγύης, αναγνώρισης ή αγανάκτησης. Ωστόσο, αυτή η μαζική ψηφιακή κινητοποίηση κρύβει και μια παγίδα, τον λεγόμενο «slacktivism». Όταν η κοινωνική δράση περιορίζεται στο εικονικό «Like», διαμορφώνεται μια ψευδαίσθηση συμμετοχής. Ο ακτιβισμός χάνει την ουσία του όταν δεν συνοδεύεται από πράξεις στον φυσικό κόσμο, όπως πορείες, θεσμική πίεση, ψήφο, οργάνωση. 

Απόκρυψη Likes

Υπό το βάρος της δημόσιας κριτικής και της αυξανόμενης ανησυχίας για την ψυχική υγεία των χρηστών, πλατφόρμες όπως το Instagram πειραματίστηκαν με την απόκρυψη του αριθμού των Likes. Η κίνηση αυτή είχε ως στόχο τη μείωση του άγχους που προκαλεί η ψηφιακή σύγκριση και η κοινωνική πίεση για «επιτυχία». Κι όμως, το «Like» –αν και λιγότερο εμφανές– παραμένει παρόν, διατηρώντας τη συμβολική και ψυχολογική του ισχύ. Για κάποιους, η αλλαγή αποτέλεσε βήμα προς έναν πιο υγιή ψηφιακό χώρο, για άλλους, αντίθετα, έναν περιορισμό στην προσωπική έκφραση και την κοινωνική επικοινωνία.

Καθώς η τεχνολογία συνεχίζει να εξελίσσεται, το «Like» δεν εξαφανίζεται, αλλά αλλάζει. Νέες μορφές αλληλεπίδρασης, όπως τα reactions, τα σχόλια με emojis ή οι κοινοποιήσεις, προσφέρουν πιο σύνθετα και συναισθηματικά πλούσια μέσα έκφρασης. Κι όμως, ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος. Η βαθιά, ανθρώπινη ανάγκη για κοινωνική αναγνώριση.

Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι η τεχνολογία, είναι ο τρόπος με τον οποίο τη χρησιμοποιούμε. Το μέλλον των κοινωνικών δικτύων δεν κρίνεται μόνο από τον αλγόριθμο, αλλά και από την αντίσταση στην ψευδαίσθηση του αριθμού. Είναι καιρός να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με την ψηφιακή αποδοχή. Να πάψουμε να μετράμε την αξία μας με «Likes» και να καλλιεργήσουμε την αυθεντικότητα ως νέα μορφή κοινωνικού κεφαλαίου. Χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από καινοτομία. Χρειαζόμαστε ψηφιακή παιδεία. Κριτική σκέψη, συναισθηματική νοημοσύνη και μια νέα ηθική του «δικτυώματος», που θα ενισχύει την ουσιαστική σύνδεση αντί της εφήμερης αποδοχής.

Το «Like» δεν είναι απλώς ένα κουμπί. Είναι ο καθρέφτης της εποχής μας, των επιθυμιών μας, των ανασφαλειών μας. Μπορεί να χτίσει γέφυρες ή να ορθώσει τοίχους, να ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα ή να ενισχύσει την εμμονή με την αποδοχή. Η μεγάλη πρόκληση είναι να επαναφέρουμε τον ψηφιακό μας κόσμο στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι το αντίστροφο. Το «Like» επηρέασε τον τρόπο που βλέπουμε τους άλλους και τον εαυτό μας. Το ερώτημα πια δεν είναι αν θα το πατήσουμε. Είναι αν θα το αφήσουμε να μας καθορίσει.