«Εγώ πιστεύω στον Θεό, µα προσκυνώ τη λύρα»
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 4 λεπτά ┋
Ο νεαρός άντρας, ο Πωλογιάννης, είναι το πρόσωπο που θέλω να σας γνωρίσω. Είναι βοσκός στα πιο ψηλά του Ψηλορείτη. Το µιτάτο του βρίσκεται στο δάσος των Βρουλιδιών, ένα πυκνό και αδιαπέραστο δάσος από πρίνους κι ασφένταµους στου Κατσή, στο Ούνι, στο Κάρχος, στη Ρουσαλίµη, στην Κορακόπετρα, τοποθεσίες εκεί γύρω που διηγούνται µε το όνοµά τους τη χιλιόχρονη ιστορία. Ολη η οικογένεια από προπάππου ήταν βοσκοί του Ψηλορείτη. Ο Πωλογιάννης, ο χαρισµατικός νέος άντρας µε την ποιητική φλέβα, πορεύτηκε µε τον παραδοσιακό τρόπο της αγάπης. Ερωτεύτηκε, πήρε τ’ «άρµατά του», τη λύρα και το τραγούδι, και έφερε σε πέρας τον αγώνα του σαν Ερωτόκριτος... «Ποτέ σου να µην ξαναβγείς, ήλιε µου, δε µε γνοιάζει.
Μα γω ’χω την αγάπη µου κι οπού προβάλλει λιάζει. Ποιος ουρανός δεν θα ’θελε να ’σαι δικό του αστέρι τα µαύρα του µεσάνυχτα να κάνει µεσηµέρι.
Μόνο το στέµµα τς οµορφιάς λείπει από τα µαλλιά σου κι οπού προβάλλεις φαίνεται σαν τ’ άστρο
η οµορφιά σου.
Χαϊδεύει το βασιλικό και η µυρωδιά του απλώνει να καταλάβω όταν περνώ πως στέκει στο µπαλκόνι».
Με τους φίλους του και τον ξάδελφό του τον Νικηφόρο Αεράκη, ιδιαίτερο λυράρη, κολληµένο αυστηρά στην παράδοση, συνεχιστή του Πολύφηµου Στραβού, όποτε όριζε ο φτερωτός Θεός έβγαιναν για το τραγούδι της νύχτας. Ο,τι ήθελε να πει στην αγαπηµένη µόνο µε τις µαντινάδες ειπώθηκε.
Παντρεύτηκε µε τη Ρίτα Μανούρα και έχουν τρία παιδιά Τον Μανώλη, τη Μαρίνα και τη Νίκη. Η µερακλοσύνη όµως δεν τον άφησε ποτέ. Στους γάµους, στα γλέντια έχει τον πρώτο λόγο µαζί µε τους φίλους. Είµαι βοσκός -λέει- και αγράµµατος. Και κάνω πάντα λάθη. Μα ν’ αγαπά κι αληθινά έχει η καρδιά µου µάθει.
Μεγαλωµένος µέσα στην ελευθερία που διαφυλάσσουν η καταγωγή και το βουνό και µέσα στην πλούσια παράδοση µιας οικογένειας µε κύρος, έγινε πρόσωπο σεβαστό, µε έντονη παρουσία στα καλά και τα δύσκολα.
Όλη του η ζωή περνά µέσα από το αετίσιο βλέµµα του παρατηρητή σ’ έναν φυσικό παράδεισο της ορεινής Κρήτης και σε µια θάλασσα συναισθηµάτων, από αυτά που αναθρέφουν την ψυχή. Ερωντας, γέννες, θάνατοι, τα κίνητρα και τα ερεθίσµατά του για µια τέχνη που µόνο έτσι τη σέβεται ο χρόνος. Ο Γιάννης είναι προβεβληµένος µαντιναδολόγος και οδηγεί µαζί µε τους άλλους το άρµα της παράδοσης. Η µάνα του, η Μαρίνα, γυναίκα µε σεµνότητα και περηφάνια, προσθέτει στην αισθητική της καθηµερινότητάς του. Ο Γιάννης την τιµά µε τον σεβασµό που της αξίζει.
Προικισµένος, µε φλέβα ποιητική, είναι από τους πιο αγαπητούς και πολυτραγουδισµένους στην Κρήτη. Οι µαντινάδες του, ξακουστές και ιδιαίτερες. Το κριτήριό του είναι αυστηρό και γι’ αυτό ό,τι συνθέτει έχει νόηµα και κοµψότητα. Λέει για τη µάνα: «Η µόνη αγάπη που µπορεί να κρατηθεί στον χρόνο και να ’ναι πάντα αληθινή είναι τση µάνας µόνο».
Λίγο πριν «φύγει» ο πατέρας του, είχαν µια κουβέντα. Του παραγγέλνει ο πατέρας: «Τη µόνη µου παραγγελιά απού σ’ αφήνω, γιε µου να βλέπεις σαν τα µάτια σου τη βιόλα του µπαξέ µου».
Τον ρωτά ο Γιάννης µε χείλη που τρέµουν: «Πατέρα, εδά που ξεχωρίζουµε και ο γ'εις τον άλλο χάνει πώς θα µαθαίνει ο γ'εις τ’ άλλου πού είναι και ήντα κάνει;»... Σε λίγο τελείωσαν όλα. Στη µικρή του κόρη, τη Μαρίνα, της προαναγγέλλει: «Βιόλες και τριαντάφυλλα τον δρόµο θα στολίσω, άµα θα πας στην εκκλησιά νύφη να σε βλογήσω...».
Μια µέρα του µήνα Μάρτη έφυγε από τον Αλµυρό, µια τοποθεσία δίπλα στη θάλασσα, όπου έχει το χειµαδιό για τα πρόβατα, και πήγε το µάτι του σε µιαν ανθισµένη αµυγδαλιά. ∆υο ώρες µετά ήταν στον Ψηλορείτη όπου χιόνιζε και λέει: «Είδα δεντρό την άνοιξη όµορφα ανθισµένο µα σ’ έναν πρίνο απόµεινε ο νους µου χιονισµένο». Με λιτό, κατανοητό τρόπο αποδίδει ό,τι τον συγκινεί. Μια µέρα είδε τον γιο του, τον Μανώλη, σαν ελάφι να κυνηγά τους τράγους. Σκέφτεται: «Εδά που χαµηλώνουνε στο χώµα τα φτερά µου, µε τα δικά σου θα πετώ να χαίρεται η καρδιά µου».
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr