Ο Ζοράν Μαμντάνι και το νέο πρόσωπο της Αριστεράς
Ο Πέτρος Γουργουρής, περιβαλλοντικός καλλιτέχνης και αρθρογράφος, θυμάται τον συμμαθητή του, υποψήφιο δήμαρχο των Δημοκρατικών, και γράφει στο ethnos.gr για το πώς μια προσωπική ιστορία συναντά την πολιτική ελπίδα μιας ολόκληρης γενιάς🕛 χρόνος ανάγνωσης: 11 λεπτά ┋

Τι απέγινε η «Πρώτη Φορά Αριστερά», δέκα χρόνια μετά το καλοκαίρι του 2015, όταν η λέξη «δημοψήφισμα» έπαψε να είναι θεσμικός όρος και έγινε κραυγή; Το δημοψήφισμα του 2015, υπήρξε μία στιγμή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία που φάνηκε να επαναφέρει τη λαϊκή βούληση στο προσκήνιο. Και όμως, μια δεκαετία μετά, η ελληνική Αριστερά μοιάζει πιο σιωπηλή από ποτέ, εγκλωβισμένη σε στρατηγικά αδιέξοδα, ενώ ο κόσμος που παραδοσιακά εκπροσωπεί, ο κόσμος της εργασίας, δείχνει να την έχει ξεχάσει.
Το φαινόμενο, όμως, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Με εξαίρεση ίσως την Ισπανία του Πέδρο Σάντσεθ οι προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις παρακολουθούν αμήχανες την όξυνση των ανισοτήτων που μεγάλωσαν με την κρίση του 2008, και γιγαντώθηκαν μετά την πανδημία. Οι ζωές εκατομμυρίων «εξαρτημένων» από τον μισθό τους δείχνουν να ορίζονται από την φράση «There Is No Alternative» ενώ η Αριστερά παρακολουθεί σιωπηλή - ή μιλά χωρίς να ακούγεται. Μπορεί η εικόνα να ανατραπεί; Η απάντηση ίσως έρχεται από το πιο αναπάντεχο σημείο του χάρτη.
Στην κατεξοχήν μητρόπολη του νεοφιλελευθερισμού, τη Νέα Υόρκη, όπου περίπου 350.000 εκατομμυριούχοι συνυπάρχουν με εκατομμύρια εργαζόμενους, ένας 33χρονος υποψήφιος κατάφερε το αδιανόητο: να δώσει φωνή στους αθέατους. Ο Ζοράν Μαμντάνι, γιος του γνωστού πολιτικού επιστήμονα Μαχμούντ Μαμντάνι και της σκηνοθέτιδας Μίρα Νάιρ, γεννημένος στην Ουγκάντα, με ινδικές ρίζες και αμερικανική υπηκοότητα μόλις από το 2018, κατάφερε να κερδίσει την πρώτη θέση στις προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος για τον δημαρχιακό θώκο της πόλης. Προς το παρόν, το όνομα του Μαμντάνι μπορεί να μην λέει πολλά. Μέχρι στιγμής, όμως, η (σύντομη) πορεία του δείχνει όλα αυτά που η Αριστερά πασχίζει να ξαναθυμηθεί: καθαρότητα, συνέπεια, τόλμη. Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως δημοκρατικός σοσιαλιστής. Ο Ζοράν Μαμντάνι ήρθε αντιμέτωπος με τους πολιτικούς μηχανισμούς και εντός του κόμματος των Δημοκρατικών και κατάφερε να αγγίξει τον παλμό των εργαζόμενων, των νέων, των κοινοτήτων που νιώθουν εγκαταλειμμένες από το σύστημα - χωρίς τη στήριξη των ισχυρών χορηγών και των επαγγελματιών της πολιτικής. Και έπεισε.
Το πρόγραμμά του μπορεί από κάποιους να θεωρήθηκε τολμηρό - ο υποψήφιος έκανε λόγο για δωρεάν δημόσια συγκοινωνία, πάγωμα ενοικίων για τις πλέον ευάλωτες ομάδες, αύξηση της φορολογίας σε υψηλά εισοδήματα και εταιρείες, δημόσια παιδική φροντίδα, δημιουργία δημοτικών σουπερμάρκετ. Ωστόσο ο ψηφοφόροι τον εμπιστεύτηκαν γιατί ο Μαμντάνι μίλησε για κάτι που, ενδεχομένως, θα έπρεπε να είναι αυτονόητο: μία πόλη που ανήκει σε αυτούς που τη ζουν- όχι αποκλειστικά σε αυτούς που επενδύουν σε αυτήν. Η απήχησή του δεν περιορίζεται σε μία κατηγορία ψηφοφόρων: αγγίζει τη νεολαία, τους Νοτιοασιάτες και μουσουλμάνους ψηφοφόρους, τις κοινότητες της Λατινικής Αμερικής στο Queens, μα και μια νέα κατηγορία απομακρυσμένων εργαζομένων που αναζητούν ένα μέλλον με νόημα. Φυσικά, η επιτυχία του δεν γεννήθηκε στο κενό. Είναι ο καρπός ενός κινήματοςπου ξεκίνησε πριν χρόνια, με τον Μπέρνι Σάντερς να φυτεύει τον σπόρο και την Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτές να τον ποτίζει με τα πρώτα της βήματα. Ο Μαμντάνι δεν είναι από μόνος του το «νέο». Είναι η συνέπεια μιας μακράς προσπάθειας να ειπωθεί ξανά το αυτονόητο: ότι πολιτική σημαίνει να παίρνεις θέση. Να υπερασπίζεσαι τους πολλούς, έναντι των ισχυρών.
Η υπεράσπιση των «πολλών», όμως, είναι ένα ζήτημα που ξεπερνάει κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια της Νέας Υόρκης και τις κοινωνικές παροχές για τους κατοίκους της. Ο λόγος του Μαμντάνι υπήρξε ξεκάθαρος. Ακόμα και όταν κατηγορήθηκε για «αντισημιτισμό», ο υποψήφιος μίλησε ανοιχτά για τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη και την ισραηλινή κατοχή.Δέχτηκε ρατσιστικές επιθέσεις για τη μουσουλμανική του καταγωγή, τις οποίες και αντιμετώπισε με παρρησία, δείχνοντας ότι υπάρχει ακόμα χώρος για πολιτική ριζωμένη στην ανάγκη για δικαιοσύνη και αλληλεγγύη.
Τι μπορεί, λοιπόν, να μάθει η ευρωπαϊκή – και ειδικά η ελληνική – Αριστερά από τον Μαμντάνι; Ίσως το ότι η επαναφορά του ανθρώπου στο κέντρο της πολιτικής δεν είναι μία ουτοπική, ρομαντική ιδέα. Είναι αναγκαιότητα. Ίσως το ότι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων περνά και μέσα από την αναμέτρηση με τα μεγάλα συμφέροντα. Τελικά, ίσως ότι το μέλλον ανήκει σε εκείνους που τολμούν να μιλήσουν στη γλώσσα των πολλών - ένας εκ των οποίων είναι και ο Ζοράν Μαμντάνι.
Ο Πέτρος Γουργουρής είναι ένας από τους χιλιάδες νέους που ψήφισαν τον Ζοράν Μαμντάνι την περασμένη Κυριακή. Εκτός από τις ιδέες που πρεσβεύει ο 33χρονος υποψήφιος, νιώθει πως έχει έναν επιπλέον λόγο να τον εμπιστεύεται: πριν από πολλά χρόνια, οι δυο τους γνωρίστηκαν στο προαύλιο του σχολείου τους ως μαθητές. Ο Πέτρος γράφει στο ethnos.gr για ένα πρόσωπο που δεν εμπνέει απλώς μια πόλη — εμπνέει μια προοπτική. Για μια Αριστερά που μπορεί και πρέπει να έχει ξανά μέλλον.
Ο Ζοράν Μαμντάνι και το νέο πρόσωπο της Αριστεράς
Η εκλογική νίκη του Ζοράν Μαμντάνι αποτελεί μία από τις πιο ελπιδοφόρες εξελίξεις στη σύγχρονη αμερικανική πολιτική συγκυρία. Πρόκειται για έναν νέο πολιτικό, σε απόλυτη αντίθεση με την γηρασμένη πολιτική τάξη που κυριαρχεί σήμερα στον δημόσιο βίο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκπροσωπεί, με συνέπεια και σαφήνεια, τον λαό της Νέας Υόρκης. Σε αντίθεση με μορφές όπως ο Έρικ Άνταμς ή ο Άντριου Κουόμο, οι οποίοι μπορεί να φέρουν την σφραγίδα του δημοκρατικού αλλά ουσιαστικά υπηρέτησαν τα συμφέροντα της ελίτ, ο Μαμντάνι αρθρώνει έναν πολιτικό λόγο που απευθύνεται στους εργαζομένους, στους ενοικιαστές, στους μετανάστες και σε όλους εμάς που έχουμε τεθεί πολιτικά στο περιθώριο.
Η δημόσια συζήτηση γύρω από την υποψηφιότητά του επικεντρώθηκε σε δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο αφορά τη σοσιαλιστική του ταυτότητα και το δεύτερο την μουσουλμανική του καταγωγή. Πέρα από τον επιφανειακό χαρακτήρα αυτής της μιντιακής κάλυψης, η οποία συχνά εκφράζει συμπτώματα ισλαμοφοβίας ή πολιτική καχυποψία, η ουσία της νίκης του αφορά κάτι βαθύτερο. Αντανακλά μια κρίσιμη μετατόπιση στους συσχετισμούς εντός του Δημοκρατικού Κόμματος και ταυτόχρονα αναδεικνύει τις υπαρκτές δυνατότητες της αμερικανικής Αριστεράς να διεκδικήσει το πολιτικό προσκήνιο.
Μετά την εκλογική κατάρρευση των Δημοκρατικών στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, η κυρίαρχη αφήγηση υποστήριξε ότι ο αμερικανικός λαός επέλεξε τον Ντόναλντ Τραμπ έναντι της Κάμαλα Χάρις. Η εκτίμηση αυτή όμως αγνοεί ένα κρίσιμο γεγονός. Ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς, όπως και πλήθος απογοητευμένων Δημοκρατικών ψηφοφόρων, επέλεξε να απέχει ή να σιωπήσει. Αυτή η αποχή δεν προέκυψε ξαφνικά. Είναι το αποτέλεσμα μίας μακράς πολιτικής αποξένωσης, η οποία έχει τις ρίζες της ήδη στην εποχή Ομπάμα. Τότε, πολλοί από εμάς βιώναμε μια μορφή τυφλής φιλελεύθερης ευφορίας, χωρίς να συνειδητοποιούμε τη σταδιακή διάβρωση των θεσμών και την υποχώρηση των κοινωνικών κατακτήσεων. Πολιτικές μορφές όπως ο Μπέρνι Σάντερς, η Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτέζ και πλέον ο Ζοράν Μαμντάνι, προειδοποιούν εδώ και χρόνια για τους κινδύνους που συνεπάγονται η εξάρτηση από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, η ασυδοσία των μηχανισμών χρηματοδότησης των εκλογικών αναμετρήσεων και η διαρκής απαξίωση των αναγκών της εργατικής τάξης.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στο Δημοκρατικό Κόμμα. Ο Ντόναλντ Τραμπ κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα ακροδεξιό λαϊκιστικό αφήγημα, παρουσιάζοντας εαυτόν ως υπερασπιστή των εργαζομένων. Η επιτυχία αυτής της αφήγησης βασίστηκε στο γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί αδιαφόρησαν για τις κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες των πολιτών και προτίμησαν την τεχνοκρατική διαχείριση από την πολιτική αντιπαράθεση.
Θυμάμαι τον Ζοράν από τα σχολικά μας χρόνια, παρότι είναι τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Ήταν πάντα πρόσχαρος, στοχαστικός και καθόλου τυπικά φιλόδοξος με τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στους επαγγελματίες πολιτικούς. Ίσως αυτό εξηγεί γιατί η πολιτική του στάση είναι τόσο ξεχωριστή. Απουσιάζει ο κυνισμός, η εξουσιολαγνεία, η διάθεση για θεατρινισμούς. Παραμένει προσηλωμένος στις αξίες που εκφράζουν ένα μεγάλο μέρος της γενιάς μας. Μιλά για δικαιώματα που θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα. Την προστασία των ενοικιαστών, την πρόσβαση σε δημόσια υγεία και εκπαίδευση, τη διασφάλιση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών. Πρόκειται για απλά αιτήματα, τα οποία όμως σήμερα αντιμετωπίζονται ως ριζοσπαστικές απαιτήσεις.
Αξίζει επίσης να υπογραμμιστεί ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαγε την εκστρατεία του. Δεν βασίστηκε σε εταιρικά κεφάλαια ή στην υποστήριξη παραδοσιακών πολιτικών δικτύων. Διέσχισε πεζός ολόκληρο το Μανχάταν, συνομίλησε προσωπικά με τους κατοίκους, βασίστηκε αποκλειστικά σε μικρές δωρεές και έδωσε ένα παράδειγμα άμεσης, συμμετοχικής και διαφανούς πολιτικής δράσης. Η καμπάνια του ενσάρκωνε την ειλικρίνεια, τη γειωμένη πολιτική παρουσία και την ιδιαίτερη ταυτότητα της Νέας Υόρκης.
Το πιο αξιοσημείωτο όμως είναι ότι ο Ζοράν Μαμντάνι δεν εγκατέλειψε ποτέ τις αρχές του, ούτε τις φίλτραρε για χάρη της εκλογικής σκοπιμότητας. Σε ένα θέμα που αποτελεί κόκκινο πανί για την αμερικανική πολιτική τάξη, δηλαδή την κατεχόμενη Παλαιστίνη, μίλησε με απαράμιλλη σαφήνεια. Χαρακτήρισε την κατάσταση ως αυτό που είναι: κατοχή. Αναγνώρισε τις πράξεις του Ισραήλ στη Γάζα ως γενοκτονία. Και κάθε φορά που δέχθηκε επιθετικές και υποβολιμαίες ερωτήσεις σχετικά με τη στάση του, επανέφερε τη συζήτηση σε αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τους πολίτες της πόλης του. Τη δέσμευσή του να εγγυηθεί την ασφάλεια όλων των Νεοϋορκέζων. Κατέστησε σαφές ότι η υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων όχι μόνο δεν υπονομεύει τη δημόσια ασφάλεια, αλλά αποτελεί θεμέλιο της. Δήλωσε επίσης ότι θα στηρίξει την απόδοση διεθνούς δικαιοσύνης, ζητώντας την παραπομπή του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου.
Οι θέσεις αυτές δεν έμειναν αναπάντητες από το κατεστημένο. Ο Άντριου Κουόμο ηγήθηκε μιας λασπολογίας, επιχειρώντας να τον παρουσιάσει ως αντισημίτη. Επιστρατεύτηκαν ρητορικές του φόβου, ξεπερασμένες στρατηγικές αποπροσανατολισμού και κλασικά ρατσιστικά σχήματα. Ωστόσο, οι επιθέσεις δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Μαμντάνι απάντησε με αξιοπρέπεια, με ευφυΐα και με χιούμορ. Δημιούργησε μια σειρά από πολιτικά μηνύματα που συνδύαζαν προσωπικότητα, διαύγεια και ειλικρίνεια. Μηνύματα που δεν υπενθύμιζαν απλώς τις θέσεις του, αλλά ανέδειξαν και τη βαθιά πολιτική του ενσυναίσθηση.
Ο Ζοράν Μαμντάνι δεν είναι μόνο μια εναλλακτική φωνή. Είναι γέννημα της γενιάς μας και ταυτόχρονα πολιτικός με βαθιά κατανόηση της πραγματικότητας. Είναι Νεοϋορκέζος όχι μόνο ως προς την καταγωγή του, αλλά ως προς την πολιτική του στάση και τη σχέση του με τον κόσμο. Η νίκη του δεν αφορά μόνο την εκπροσώπηση ή την πολιτισμική του ταυτότητα, αν και αυτά δεν είναι αμελητέα. Αφορά πρωτίστως ένα νέο είδος πολιτικής ηγεσίας. Μια ηγεσία που αντανακλά την κοινωνία που υπηρετεί. Με αυτή την έννοια, η εκλογική του επικράτηση δεν είναι απλώς ένα γεγονός. Είναι μια στροφή. Είναι μήνυμα πολιτικής ανασύνταξης. Η Αριστερά δεν έχει τελειώσει. Οργανώνεται. Παρεμβαίνει. Κερδίζει.
*Ο Πέτρος Γουργουρής γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε φιλοσοφία στο Columbia University και σήμερα εργάζεται ως Environment Artist στην Krafton, στο Άμστερνταμ. Έχει εργαστεί στην Activision, στο HBO, και ως δημοσιογράφος.
«Όσοι εισέρχονται παράνομα στη χώρα θα συλλαμβάνονται»: Αναστολή ασύλου για μετανάστες και κλειστή δομή στην Κρήτη ανακοίνωσε ο Μητσοτάκης
Η Ειρήνη Μουρτζούκου έλαβε προθεσμία για να απολογηθεί την Κυριακή - «Φόνισσα» φώναζε το εξαγριωμένο πλήθος
Γιατί η σημερινή ημέρα θα είναι η πιο «σύντομη» ημέρα στην καταγεγραμμένη ιστορία της Γης
Το μυστικό του e-shop που πουλάει: Γιατί οι λέξεις αξίζουν όσο ο σχεδιασμός
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr