Βαγγέλης Γέττος: «Σε μια εποχή που η "μηδενική ανοχή" ξαναγίνεται μοδάτη, η ιστορία του Κοεμτζή υπενθυμίζει πού θα καταλήξει όλο αυτό»
Ο Βαγγέλης Γέττος υπογράφει την «Τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή», μια θεατρική παράσταση για τον άνθρωπο που έμεινε στην ιστορία έως αυτός που σκότωσε για μια παραγγελιά. Ήταν όμως έτσι;🕛 χρόνος ανάγνωσης: 10 λεπτά ┋

«Ο πνιγμένος γεννήθηκε στον πάτο της θάλασσας και παλεύει να ’βγει όξω μπας κι ανασάνει μέχρι να τον ετραβήξουνε και πάλι κάτω. Δεν θόλωσα. Πνίγηκα σας λέω. Τώρα μπορώ να το πω»
Τέρας ή ένας από εμάς;
Αν έχεις στο μυαλό σου τον Νίκο Κοεμτζή έως απλά τον περιθωριακό, που ένα βράδυ της Αποκριάς του 1973 σκότωσε τρεις αστυνομικούς επειδή δεν άφησαν τον αδερφό του να χορέψει την παραγγελιά που είχε κάνει (εκείνη την εποχή ήταν προσβολή να χορέψεις σε αλλουνού παραγγελιά), καταδικάστηκε τρεις εις θάνατον και τελικά πήρε χάρη, αποφυλακίστηκε και πέθανε σε ένα πάγκο στο Μοναστηράκι όπου πουλούσε την αυτοβιογραφία του, τότε καιρός είναι να αλλάξεις λίγο ματιά. Μέσα από μια τελευταία απολογία του ίδιου του Κοεμτζή. Τουλάχιστον αυτό προσπαθεί η παράσταση «Η τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή» του Βαγγέλη Γέττου, που παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στο Θέατρο Λύχνος.
Κανείς δεν σκοτώνει για μια παραγγελιά θα ακουστεί σε ένα σημείο στην παράσταση και εκεί συνοψίζεται και η ιστορία του Βαγγέλη Γέττου για τον Κοεμτζή, η εξερεύνηση είναι ολιστική, ψυχολογική και ιστορική διαλύοντας τις θεωρίες περί τεράτων.
Σε ένα κείμενο βαθύ και δύσκολο που δεν μένει στην επιφάνεια ενός φονικού, αλλά εξερεύνα μια ολόκληρη μετεμφυλιακή εποχή, την εποχή των Κοεμτζήδων και όσα οδήγησαν σε αυτή την αιματηρή παραγγελιά, ο Βαγγέλης Γέττος σκιαγραφεί τον άνθρωπο πίσω από τον Νίκο Κοεμτζή, τον άνθρωπο που ζήτησε να εκτελεστεί για την πράξη του, τον άνθρωπο που κυνηγήθηκε επειδή ήταν ο πατέρας του κομμουνιστής, τον άνθρωπο που δεν έβρισκε τόπο πέρα από το περιθώριο που τον είχε θέσει εκείνη η κοινωνία λόγω του παρελθόντος της οικογένειά του, τον άνθρωπο που είχε συντριβεί δεκάδες φορές πριν βγάλει το μαχαίρι να θερίσει.
«Ο υπεραπλουστευτικός αστικός μύθος θέλει τον Κοεμτζή - και τον κάθε Κοεμτζή - να εγκληματεί ''για μια παραγγελιά''. Ο Κοεμτζής έφτασε στην αποτρόπαια πράξη του ωθούμενος με μαθηματική ακρίβεια προς αυτή. Όλο το κράτος και το παρακράτος τον έσπρωχναν σαδιστικά προς το έγκλημα» θα πει στο ethnos.gr.
Στον ρόλο του Κοεμτζή, ο Μάρκος Γέττος, που 60 δυνατά λεπτά, τον ενσαρκώνει, δίνοντας το είναι του και εκείνη την απολογία που δεν του δόθηκε και του άρμοζε την ίδια ώρα που η σκηνοθεσία του Κώστα Κιμούλη αναδεικνύει την αφήγηση χωρίς να παρασύρεται. «Τον παρακολουθούμε μέσα στο ''καθαρτήριό'' του, σε ένα μεταίχμιο ζωής και θανάτου, όχι σε κάποια στιγμή της πραγματικής του ζωής» όπως θα πει ο Βαγγέλης.
Στο ερώτημα είχαν δίκαιο τελικά οι Κοεμτζηδες, ο κ. Γέττος θα πει: «Αν κάθε ανθρώπινη πράξη έχει την ερμηνεία της, τότε ναι, και κάθε έγκλημα έχει την ερμηνεία του. Σαν νομικός και ειδικευμένος στο ποινικό δίκαιο, ενισχύεται μέσα μου όλο και περισσότερο η πεποίθηση ότι ακόμα και η ψυχρά παθολογική δολοφονική τρέλα - το στερεότυπο του «σχιζοφρενούς δολοφόνου με το πριόνι» - ξεκινά από κάπου».
«Σε μια περίοδο που η κοινωνίες μας στρέφονται και πάλι προς την τυφλή καταστολή και την απώθηση των αιτίων της βίας, σε μια εποχή που η «μηδενική ανοχή» ξαναγίνεται μοδάτη, η ιστορία του Κοεμτζή υπενθυμίζει πού θα καταλήξει όλο αυτό» θα καταλήξει.
Συνέντευξη με τον Βαγγέλη Γέττο: «Το κράτος και το παρακράτος τον έσπρωχναν σαδιστικά προς το έγκλημα»
Πώς γεννήθηκε η ιδέα να γράψεις ένα θεατρικό έργο για τον άνθρωπο που έμεινε στην ιστορία για μια παραγγελιά;
Νιώθω ότι όπως και κάθε πράξη – κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική – έτσι και η θεατρική δημιουργία συνδαυλίζεται από ένα πλέγμα αιτιών και εκπυρσοκροτεί με διάφορες αφορμές. Οι αιτίες που με ώθησαν να γράψω αυτό το κείμενο είναι συλλογικές και προσωπικές. Σε συλλογικό επίπεδο, είμαι πολίτης μιας χώρας που κοινωνικά παραμένει εμμονικά προσδεδεμένη στο τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», το ίδιο τρίπτυχο που ρήμαξε τις ζωές χιλιάδων οικογενειών του Εμφυλίου σαν του Κοεμτζή. Δεν θέλω να γίνομαι επιτηδευμένα επικαιρικός αλλά π.χ. η άρνηση του εγκλήματος των Τεμπών εκ μέρους της κυβέρνησης, εμένα μου θυμίζει την άρνηση των νεκρών στο Πολυτεχνείο από τη χούντα. Σε ατομικό επίπεδο, η σχέση του Κοεμτζή με τον αδερφό του και τον πατέρα του, η απόγνωσή του, τα μοιραία αδιέξοδα που αντιμετώπισε είναι στοιχεία που με συγκλονίζουν.
Τι σε ενέπνευσε στην ιστορία του Νίκου Κοεμτζή;
Ακριβώς αυτό που ανέφερες στην πρώτη σου ερώτηση: το ότι ο υπεραπλουστευτικός αστικός μύθος θέλει τον Κοεμτζή - και τον κάθε Κοεμτζή - να εγκληματεί «για μια παραγγελιά». Ο Κοεμτζής έφτασε στην αποτρόπαια πράξη του ωθούμενος με μαθηματική ακρίβεια προς αυτή. Όλο το κράτος και το παρακράτος τον έσπρωχναν σαδιστικά προς το έγκλημα. Σε μια περίοδο που η κοινωνίες μας στρέφονται και πάλι προς την τυφλή καταστολή και την απώθηση των αιτίων της βίας, σε μια εποχή που η «μηδενική ανοχή» ξαναγίνεται μοδάτη, η ιστορία του Κοεμτζή υπενθυμίζει πού θα καταλήξει όλο αυτό.
Γιατί το έγκλημα του Κοεμτζή έμεινε; Μήπως ηρωποιήθηκε κάπως αντανακλαστικά και λόγω της εποχής;
Στο κατά τα άλλα συγκλονιστικό της ποίημα «Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο», η Γώγου καταλήγει με τον στίχο: «Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες». Μια τέτοια πρόσληψη στα μολυβένια χρόνια της πρώιμης Μεταπολίτευσης είναι, ωστόσο, απόλυτα λογική, ακόμα και αναμενόμενη. Η Ελλάδα έβγαινε από την αστυνομοκρατική μέγγενη, η οργή ή ακόμα και το μίσος για τα όργανα της καταπίεσης θέριευε. Την ίδια προσέγγιση επιφυλάσσει και η ταινία του Παύλου Τάσσιου «Παραγγελιά» στην οποία ακούγεται και το ποίημα της Γώγου. Το θρυλικό «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» του Σαββόπουλου, από την επίσης θρυλική «Ρεζέρβα» του 1979, αν και ανατρέχει στον πρότερο τραυματικό βίο του Κοεμτζή, επεξεργάζεται την κατάληξή του με όρους μεταφυσικού δέους. Η δική μας προσέγγιση είναι τελείως διαφορετική. Έχουμε την ασφάλεια της χρονικής απόστασης αλλά μας κατατρύχει και το επείγον του να εξερευνήσουμε πώς η ίδια κοινωνική μηχανική παλινορθώνεται σήμερα.
Σε δυσκόλεψε να μεταφέρεις την εικόνα ενός ανθρώπου που ήταν αμφιλεγόμενος για πολλούς, ήρωας για μερικούς και τέρας για άλλους;
Αν και το έργο είναι κατά 80% βασισμένο στα όσα πραγματικά έζησε ο Κοεμτζής, αποφάσισα να δημιουργήσω τον δικό μου θεατρικό Κοεμτζή. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να κάνω και διαφορετικά εφόσον ήθελα να αποφύγω τις δημοσιογραφικές λογικές ή κάποιες άσφαιρες εκφάνσεις του «documentary theatre». Όχι ότι οι μέθοδοι αυτές είναι εξ ορισμού κακές. Απλώς, ο δικός μου Κοεμτζής ζωντανεύει εντός μιας μαγικής συνθήκης. Τον παρακολουθούμε μέσα στο «καθαρτήριό» του, σε ένα μεταίχμιο ζωής και θανάτου, όχι σε κάποια στιγμή της πραγματικής του ζωής. Από τη στιγμή που μου ήρθε η ιδέα αυτής της συνθήκης, όλα κύλησαν οργανικά.
Για σένα τι ήταν ο Κοεμτζής και γιατί ήθελες να του δώσεις μια τελευταία απολογία;
Ένας άνθρωπος που διέπραξε ένα ειδεχθές έγκλημα στο οποίο οι καταστάσεις και οι καιροί φόρτωσαν τις παθογένειες μιας άρρωστης κοινωνίας, την υποκρισία ενός καθεστώτος και την μικρότητα του μέσου ανθρωπάκου.
Είναι η πρώτη σου προσπάθεια να γράψεις ένα θεατρικό κείμενο. Φοβήθηκες ότι διάλεξες κάτι δύσκολο; Ότι θα μπορούσε να γίνει μια αγιογραφία ή μια αθώωση ή καταδίκη του Κοεμτζή;
Ως κείμενο που παίζεται αυτούσιο, χωρίς να διασκευαστεί, ναι είναι το πρώτο μου. Είχε προηγηθεί το «1η φορά χιόνι» που αφηγείται την ιστορία ενός από τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα της Κύπρου που κατέφυγαν στην Ελλάδα με πλοία τις μέρες της τουρκικής εισβολής. Είχα και συνεχίζω να έχω συναίσθηση ενός κάποιου «κινδύνου». Το θέμα αγγίζει το βαθύ κράτος. Κάποιοι άνθρωποι της ιστορίας είναι εν ζωή. Π.χ. ο Καρουσάκης, ο ένας από τους τραγουδιστές στη «Νεράιδα της Αθήνας» όπου έγινε το μακελειό, πέθανε ενώ ετοιμαζόταν η παράσταση. Πιστεύω, όμως, ότι όταν δουλεύεις τέτοια θέματα με σεβασμό και διαφάνεια, οι παγίδες γίνονται ορατές. Επίσης, προηγήθηκε εκτενής έρευνα, κάτι που έθεσε το όλο εγχείρημα σε ακόμα πιο σταθερή βάση.
Στο έργο δίνεις με μια βαθύτερη κοινωνιολογική και ανθρωπολογική ματιά το προσωπείο ενός ανθρώπου που οδηγείται στο έγκλημα. Σε ένα σημείο γράφεις περίπου ότι κανείς δεν σκοτώνει για μια παραγγελιά… Αρα κάθε έγκλημα έχει την ερμηνεία του;
Αν κάθε ανθρώπινη πράξη έχει την ερμηνεία της, τότε ναι, και κάθε έγκλημα έχει την ερμηνεία του. Σαν νομικός και ειδικευμένος στο ποινικό δίκαιο, ενισχύεται μέσα μου όλο και περισσότερο η πεποίθηση ότι ακόμα και η ψυχρά παθολογική δολοφονική τρέλα - το στερεότυπο του «σχιζοφρενούς δολοφόνου με το πριόνι» - ξεκινά από κάπου. Αλλά τον ποινικό νόμο δεν τον ενδιαφέρει αυτό το «κάπου» παρά μόνο στη φάση της επιμέτρησης της ποινής (π.χ. στα ελαφρυντικά) και όχι στην κήρυξη της καθαυτό αθωότητας ή ενοχής. Σαν συγγραφέας που καταπιάνεται με ένα από τα πιο συγκλονιστικά εγκλήματα στην ελληνική Ιστορία, μου δίνεται η ευκαιρία και η πολυτέλεια να εξετάσω ελεύθερα αυτό το «κάπου». Όχι με όρους αφ’ υψηλού ανάλυσης αλλά με όρους δημοκρατίας: να δώσω τον λόγο στον άνθρωπο που ζήτησε να εκτελεστεί και όχι να φυλακιστεί. Γιατί δεν ζήτησε επιείκεια; Γιατί δεν πείραξε ούτε μύγα αφ’ ότου αποφυλακίστηκε; Σεισμικά ερωτήματα.
Την παράσταση θα την δούμε να συνεχίζεται; Ή υπάρχει κάτι άλλο στα σκαριά.
Στόχος της ομάδας είναι η παράσταση να παιχτεί όσο το δυνατόν περισσότερο στην Αθήνα και κατόπιν να ταξιδέψει σε όλη τη χώρα. Προσωπικά ανυπομονώ για να δω αντιδράσεις στην επαρχία, όπου ανήκει και ο «ανθρωπότυπος» του Κοεμτζή και απ’ όπου κατάγομαι κι εγώ. Δεν γράφω κάτι άλλο αυτή τη στιγμή. Καλώς ή κακώς δεν ζω από αυτή τη δουλειά και αυτό μου επιτρέπει να καταπιάνομαι με ό,τι με παθιάζει πραγματικά. Έχω εδώ και καιρό στο μυαλό μου μια εκρηκτική ιστορία ενός άλλου Έλληνα δολοφόνου των τελών του 19ου αιώνα αλλά δεν ξέρω ακόμα πώς και τι δρόμο θα πάρει.
Παραιτήθηκε από υφυπουργός Ανάπτυξης ο Αρίστος Δοξιάδης
F-16, F-35, Ουκρανία και Συρία: Ο Ερντογάν άνοιξε διάπλατα την ατζέντα του στον Τραμπ
Γάλλος ευρωβουλευτής προς ΗΠΑ: «Επιστρέψτε μας το Άγαλμα της Ελευθερίας»
Ιστορικός θρίαμβος της Νιούκαστλ στο Carabao Cup: Λύγισε τη Λίβερπουλ και σήκωσε τίτλο μετά από 56 χρόνια!
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr