Η ιστορία της «Μόλλυ Σουήνυ» στη Θεσσαλονίκη: Να δει κανείς ή να μην δει...
Η ιστορία της τυφλής «Μόλλυ Σουήνυ», που βρήκε το φως της, έπειτα από χειρουργική επέμβαση, παρουσιάζεται στο Κ.Θ.Β.Ε., μέσα από τρεις μονολόγους της ίδιας, του συζύγου της Φρανκ και του οφθαλμίατρου Ράις🕛 χρόνος ανάγνωσης: 6 λεπτά ┋
Η Μόλλυ γεννήθηκε τυφλή και ζει μια φυσιολογική ζωή, ως τυφλή, μέχρι που ο άντρας της, ο Φρανκ, την πείθει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, για να βρει το φως της. Συμπαραστάτης τους ο χειρουργός κύριος Ράις, ο οποίος αναλαμβάνει την εγχείρηση και τα καταφέρνει. Η Μόλλυ βλέπει, αλλά αυτό που βλέπει, καθώς και το γεγονός ότι βλέπει, δεν της αρέσουν καθόλου. Γιατί πολλές φορές αυτός που είναι διαφορετικός, θέλει να αντιμετωπίζεται ως διαφορετικός.
Η «Μόλλυ Σουήνυ» είναι το έργο του Βορειοϊρλανδού, Μπράιαν Φρίελ, ενός από τους σημαντικότερους δραματουργούς του σύγχρονου θεάτρου. Εμπνευσμένος από μια αληθινή ιστορία ο συγγραφέας συνθέτει τον μύθο του ιδιοφυώς, μέσα από τρεις παράλληλους μονολόγους: της Μόλλυ, του Φρανκ και του οφθαλμίατρου κ. Ράις.
Η παράσταση αποτελεί μια από τις καινούργιες παραγωγές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, όπου μάλιστα παρουσιάζεται για πρώτη φορά και η πρεμιέρα θα δοθεί την Κυριακή 20 Οκτωβρίου στο Φουαγιέ του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Την μετάφραση και την σκηνοθεσία έχει αναλάβει η Γλυκερία Καλαϊτζή, τα σκηνικά και τα κοστούμια η Μαρία Καραδελόγλου, την μουσική ο Κωστής Βοζίκης και τον ρόλο της Μόλλυ ερμηνεύει η Ιωάννα Δεμερτζίδου, του Φρανκ ο Βασίλης Χατζηδημητράκης και του κυρίου Ράις ο Γιώργος Κολοβός.
Η παράσταση βασίζεται στους τρεις μονολόγους. Έτσι το δράμα αποκαλύπτεται σταδιακά από την σκοπιά του καθενός, αγγίζοντας με τολμηρή ειλικρίνεια και αναπάντεχο χιούμορ τις πιο σκοτεινές και πιο παράδοξες γωνιές της ανθρώπινης ψυχής, μέσα από μια σύλληψη που τελικά ξαναφωτίζει αυτό που ονομάζουμε «υποκειμενική αφήγηση». Ποιος λέει την αλήθεια σε αυτό το έργο; Ποιος έχει το δίκιο με το μέρος του; Μήπως κρύβει κάποια σκοπιμότητα η επιμονή των αντρών να δει η Μόλλυ; «Όλοι λένε την αλήθεια και δεν θα απέδιδα δόλο σε κανέναν. Όλοι, ακόμα και η Μόλλυ Σουήνυ, έχουν και τις ευθύνες και τα ελαφρυντικά τους. Το θέμα επομένως δεν είναι ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα, αλλά το τι επιλογές κάνουμε στη ζωή μας», λέει στο «Έθνος της Κυριακής», η Γλυκερία Καλαϊτζή.
Μετά την χειρουργική επέμβαση η Μόλλυ αρχίζει να βλέπει. Έστω και αχνά. Αλλά ο κόσμος που εμφανίζεται μπροστά της, της φαίνεται ξένος και την αναστατώνει. Ακόμη και τα πιο απλά πράγματα. Οι πιο αδρές γραμμές και οι πιο ανάλαφρες κινήσεις την ταράζουν. «Κάθε κίνηση απρόβλεπτη, είναι κατά κάποιον τρόπο απειλητική. Ως και τα σπουργίτια στον κήπο, μου φαίνονται επιθετικά, επικίνδυνα», λέει η ηρωίδα του έργου. Η Μόλλυ δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στη νέα συνθήκη, παλεύει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Δεν θέλει να αλλάζει ο κόσμος της και καταλήγει στην ασφάλεια της ρουτίνας μιας ψυχιατρικής κλινικής.
Ο Μπράιαν Φρίελ εμπνεύστηκε την Μόλλυ Σουήνυ από το βιβλίο του σπουδαίου νευρολόγου Όλιβερ Σακς «Ένας ανθρωπολόγος στον Άρη» και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο «Να βλέπεις και να μην βλέπεις». Αφορά μια αληθινή ιστορία, αυτή του Βέρτζιλ, ο οποίος γεννήθηκε τυφλός και βρήκε εν μέρει το φως του στα 45 του χρόνια, όταν υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Αλλά αυτό το θαύμα για τους πολλούς, εξελίχθηκε σε μια εμπειρία τρομακτική για εκείνον.
Ομοίως η ηρωίδα του έργου, η Μόλλυ είχε μια ζωή κανονική, με δουλειά, φίλους, έναν σύζυγο, χόμπι. Κι όταν ολοκληρώθηκε η επέμβαση και άνοιξε τα μάτια της, τρόμαξε. Έπρεπε να μάθει τα πάντα από την αρχή κι αυτή η εξαντλητική προσπάθεια την τσάκισε. Για την Μόλλυ η επιστροφή στον κόσμο των τυφλών, από τον οποίο αποσπάστηκε σχεδόν βίαια, ήταν νομοτελειακή.
Παρά τα στοχαστικά μηνύματά του, το έργο δεν είναι βαρύ, αντίθετα διαπνέεται από χιούμορ, εμφανές και υπόγειο κι όπως λέει και η κ. Καλαϊτζή «μας παραπλανά ο όρος αφηγηματικό».
«Η αφήγηση, όταν λέγεται καλά, θα έλεγα ότι συναρπάζει. Σκεφτείτε πόσο μας αρέσει και στη ζωή μας να ακούμε ιστορίες. Οι θεατές συνήθως κουράζονται όταν νιώθουν ότι δεν συμβαίνει τίποτα στη σκηνή. Αλλά αυτό μπορεί να το πάθουν με πολλά έργα, όχι απαραίτητα αφηγηματικά. Για παράδειγμα πολύ θεωρούν βαρετό τον Τσέχοφ, επειδή πιστεύουν ότι στα έργα του δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως και απλώς οι ήρωές του μιλάνε και μιλάνε και μιλάνε. Δεν είναι βέβαια έτσι. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αν στόχος σου είναι το κοινό να «μάθει» την ιστορία του έργου, τότε ναι, ο κίνδυνος να βαρεθεί είναι μεγάλος. Αν στόχος σου είναι να δει ο θεατής ανθρώπους που βιώνουν καταστάσεις, που προσπαθούν να διαχειριστούν τη ζωή τους και να αγγίξουν τα όποια θέλω τους, θα αφεθεί, γιατί θα βιώνει κι αυτός παράλληλα, είτε την εμπειρία του αυτόπτη μάρτυρα, είτε την εμπειρία του ανθρώπου που μοιράζεται κάτι μαζί σου. Αλλά αυτό μπορεί να το πάθουν με πολλά έργα, όχι απαραίτητα αφηγηματικά», σημειώνει η σκηνοθέτης που έχει αδυναμία στον Φρίελ.
Η Γλυκερία Καλαϊτζή έχει σκηνοθετήσει ως τώρα άλλα δύο έργα του Φρίελ, το «Living Quarters», που είχε μεταφραστεί ως «Ο οίκος του Μπάτλερ» για το ΚΘΒΕ το 2003, και τους «Έρωτες της Κας Μαγκουάιρ» το 2007 για τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, ενώ δούλεψε το «Μόλλυ Σουήνυ» το 2004 με τους σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Κ.Θ.Β.Ε. Πριν από αυτά, είχε συνεργαστεί με τον θεατρολόγο Νίκο Χουρμουζιάδη ως βοηθός του στο «Χορεύοντας στη Λούνασα», που ανέβασε η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», για δύο σεζόν, 1998-1999.
«Χειμωνιάτικο» Σαββατοκύριακο με καταιγίδες, μποφόρ και πτώση της θερμοκρασίας - Προβλήματα λόγω ανέμων
Νέες αποκαλύψεις για την Ειρήνη Μουρτζούκου - Υποδυόταν τη μητέρα του Παναγιωτάκη σε δημοσιογράφο
Πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ παιδί προσβάλλεται από γρίπη των πτηνών
Είναι το «Labour» της Paris Paloma το φεμινιστικό anthem της Gen Z;
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr