Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο μυθιστορηματικός ήρως του Στρατή Μυριβήλη στρατηγός Μπαλαφάρας; Δοξάστηκε στα πεδία των μαχών, αλλά πέθανε μη έχοντας ούτε ψωμί να φάει!
«Μπα λα φά ρας. Μεγαλείο όνομα. Ηρωικό, μεγαλόκαρδο, σπαθάτο, φαρδύ και κοιλαράδικο. Και κείνος έτσι μεγαλείο είναι. Αψηλόσωμος, μουστακαλής, ασίκης, μεγαλοκαμωμένος. Περπατάει αργά, με τα πόδια κάπως ανοιχτά. Ανοιχτά και στέρεα. Γκαπ, γκοπ. Και μιλάει κιόλας το ίδιο τέλεια αργά και σίγουρα. Οι συλλαβές βγαίνουνε μια μια χωρίς να βιάζονται. Περνάνε κάτω από τα όρθια μουστάκια του εν τάξη, με όλα τους τα φωνήεντα, με όλα τους τα σύμφωνα, με όλο τους τον οπλισμό. «Προς επιθεώρησιν μαρς!» Όλα του είναι καμαρωτά. Γιατί ξέρει πως από όπου περάσει βγαίνουν στις πόρτες και στα παράθυρα να τον καμαρώσουν και να τον δείξουν. -Ο Στρατηγός».
Έτσι ακριβώς περιέγραφε ο Στρατής Μυριβήλης τον στρατηγό Μπαλαφάρα στο κορυφαίο αντιπολεμικό βιβλίο του «Η Ζωή εν Τάφω». Κι αν η Σουηδική Ακαδημία φεφύλλισε βιαστικά τις σελίδες του μυθιστορήματος του συγγραφέα από την Συκαμιά της Λέσβου και απένειμε το Νόμπελσε άλλον, η «Ζωή εν Τάφω» πορεύτηκε με βήμα Επιταφίου αργό, αλλά σταθερό, συγκίνησε, γοήτευσε και στάθηκε με το ίδιο μπόι- και ψηλώτερο ίσως- πλάι σε αντιπολεμικά ιστορήματα όπως το «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπον»… Αυτά περί Μυριβήλη και το θέμα μας δεν είναι ο γεννήτωρ της «Δασκάλας με τα Χρυσά Μάτια», αλλά ο Μπαλαφάρας, ο στρατηγός Μπαλαφάρας. Μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε τον στρατηγό, επινόηση του συγγραφέα, απότοκο της δεινής πένας του· δεν ήταν.
Μια δημοσίευση του αρθρογράφου-ιστορικού Απόστολου Δημητριάδη στην σελίδα του στο facebook μας άνοιξε δρόμο αναζήτησης. Ο Μπαλαφάρας ήταν πρόσωπο υπαρκτό: ο στρατηγός Δημήτριος Ιωάννου! Ποιος ήταν ο αξιωματικός του Μυριβήλη και ήρως με μεγαλείο ψυχής και ταλαιπωρημένο σώμα από τους πολέμους και τις κακουχίες;
Το Μαύρο 1897Από τη Λιβαδειά σην πρώτη γραμμή των μαχών
Ο Δημήτρης Ιωάννου είχε γεννηθεί στη Λιβαδειάστις 23 Οκτωβρίου του 1861· φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Το 1897, ο Ιωάννου, με τον βαθμό του λοχαγού, συμμετείχε στον ατυχή Πόλεμο της Ελλάδας με την Τουρκία. Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο ο Ιωάννου, ως Αντισυνταγματάρχης, υπηρέτησε στη Στρατιά της Ηπείρου- επιτελάρχης του στρατηγού Σαπουντζάκη· έλαβε μέρος στη Μάχη στο Μπιζάνι. Με βήμα στρατιωτικό ακολούθησε τα χνάρια του Βενιζέλου όταν η Ελλάς εδιχάσθη και ο Ιωάννου διορίστηκε διοικητής της Μεραρχίας Αρχιπελάγους που αποτελείτο από νέους των νησιών του Αιγαίου· τότε τον συναντάει ο Μυριβήλης και τον απαθανατίζει. Το 1918, ο Ιωάννου με τη μεραρχία του έδρεψε τις δάφνες της νίκης στη Μάχη του Σκρα, και συμμετείχε στη γενική επίθεση των Συμμάχων που διέσπασε το γερμανοβουλγαρικό μέτωπο· ως αντιστράτηγος ανέλαβε τη διοίκηση του Α΄ Σώματος Στρατού και κατόπιν της Στρατιάς Ηπείρου. Όταν αποβιβάστηκε ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη, ο Ιωάννου τοποθετήθηκε διοικητής στο Σώμα Στρατού Σμύρνης της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Όταν επικράτησαν οι Αντιβενιζελικοί στις εκλογές του 1920, ο Ιωάννου ετέθη εις αυτεπάγγελτον διαθεσιμότητα και αποστρατεία από την οποία ανακλήθηκε το 1922 και αποστρατεύτηκε οριστικά όταν συμπλήρωσε το όριο ηλικίας (ήταν τότε 61 χρονών). Ο στρατηγός Δημήτρης Ιωάννου έφυγε από τη ζωή στα 65 του, πάμπτωχος, το 1927, στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω του αδελφή ανάπηρη σε οικτρή κατάσταση πενίας.
Ένας δύσκολος θάνατος...
Είναι γεγονός ότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του θρυλικός «Μπαλαφάρας» του Μυριβήλη, ο στρατηγός Ιωάννου ο ήρως των Βαλκανικών Πολέμων «εστερείτο κι αυτού ακόμα του ψωμιού»! Με την αρωγή συναδέλφων του εισήχθη σε νοσοκομείο όπου και «έκλεισε τα μάτια» του που ξεχείλιζαν από πίκρα κι απογοήτευση. Λέγεται ότι, ο Ιωάννου πούλησε όλα του τα υπάρχοντα, ακόμα και το τιμημένο σπαθί του («Το σπαθί μου Ειρήνη;» αναφωνεί πικραμένος ο στρατηγός Δεκαβάλας στην ταινία «Ένας Ήρως με Παντούφλες») για να ζήσει. Και πέθανε «καλυπτόμενος επί της επιθανατίου κλίνης του με μόνον τον στρατιωτικόν του μανδύαν»! Ο Στρατηγός «έφυγε» καβαλάρης στην αναλγησία με δυσβάσταχτο φόρτο αχαριστίας.
Ο βουλευτής Δημήτριος Μπότσαρης από το βήμα της Βουλής είχε αναγγείλει τον θάνατο του Δημήτριου Ιωάννου εξαίροντας τις αρετές του: «Γνωρίζομεν όλοι οι Έλληνες, ότι υπήρξεν ο αντιπροσωπευτικώτερος τύπος και το ευγενέστερον σύμβολον εποχής καλών ημερών ως και ψυχή ήτις αντέσχεν εις όλας τας καταδρομάς της τύχης. Από της χθες ο ανδρείος μεταξύ ανδρείων Ελλήνων δεν είναι ττλέον εν μέσω ημών, ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν υπήρξε στρατοκράτης ακριβώς διότι υπήρξε στρατιώτης και μόνον στρατιώτης. [...] Ο στρατηγός αφήκεν αδελφήν γραίαν και πάσχουσαν, ανάπηρον απολύτως, πολύ μεγαλυτέραν του και δυστυχώς πενομένην σήμερον κατά τρόπον ασυγκρίτως σκληρότερον τής πτωχείας, ήτις συνετέλεσε κατά πολύ είς τόν πρόωρον θάνατον του στρατηγού».
Κατά τη συνεδρίαση της Βουλήςστις 11 Απριλίου του 1927, ο βουλευτής Ε. Αλεξάτος μιλώντας για το θέμα του στρατηγού Ιωάννου και την περίπτωση να αποδοθεί τιμητική σύνταξη στην ανάπηρη αδελφή του είχε πει: «Και εγένετο γνωστόν, μετά τον θάνατον του δυστυχώς, ότι εις εποχήν, καθ' ην άλλοι εφαρτίασαν (σ.τ.σ. έπαιζαν στον τζόγο), αυτός αντετάχθη καί αντετάχθη εις θλιβεράς ημέρας, κατά τας οποίας άλλοι Έλληνες αξιωματικοί κατά τρόπον ακατανόμαστον επρόδωσαν τα Ελληνικά συμφέροντα εν Κωνσταντινουπόλει».
Ο Στεργιάδης, αριστερά, με στρατηγούς στη Σμύρνη.
Η συνάντηση με τον Ύπατο Αρμοστή
Και αξίζει να διαβάσουμε κάποια στιγμιότυπα της πολυτάραχης διαδρομής του Δημήτρη Ιωάννου από την Ιστορία, που όμως πέρασαν στα ψιλά, στις πίσω της σελίδες… Γράφει ο Χρήστος Αγγελομάτης (δημοσιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής, από τη Σμύρνη) στο «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας- Το έπος της Μικράς Ασίας» του, για μια συνάντηση του στρατηγού Ιωάννου με τον Ύπατο Αρμοστή της Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη.
«Η μεραρχία της οποίας ηγείτο ο στρατηγός Ιωάννου, προελαύνουσα προς την Προύσαν, συνήντησε κοπάδια από πρόβατα και αγελάδας που απετέλουν τον εφοδιασμόν των τούρκων ατάκτων. Ήτο καθαρώς πολεμική λεία και εχρησιμοποιήθησαν δια την τροφοδότησιν του προελαύνοντος στρατού. Το πράγμα έφθασε μέχρι του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος ετηλεγράφησεν εις τον Στεργιάδην να καλέση τον Ιωάννου και να του ζητήση εξηγήσεις. Όντως, ο Στεργιάδης εκάλεσε τον Ιωάννου, ο οποίος προσήλθεν εις το Διοικητήριον κρατών, ως πάντοτε, το μαστίγιόν του. Είπεν εις τον ιδιαίτερον γραμματέα του Στεργιάδη να τον αναγγείλη, εκρέμασε δ' εν τω μεταξύ το πηλήκιον και το μαστίγιόν του εις την κρεμάστραν. Ο ιδιαίτερος τον παρεκάλεσε να περιμένη μέχρις ότου εξέλθη ενας άλλος επισκέπτης. Δεν εχρειάσθη άλλωστε, να περιμένη επί πολύ. Είδεν έξαφνα ο στρατηγός ανοιγομένην την θύραν του γραφείου του υπάτου αρμοστού, τον ίδιον τον Στεργιάδην να εκδιώκη πυξ-λαξ ένα πολίτην και να κλείνη κατόπιν την πόρταν. Ο Ιωάννου έμεινεν εμβρόντητος. Εσηκώθη όμως αμέσως, εφόρεσε το πηλήκιόν του, επήρε δε και το μαστίγιόν εις το χέρι. —Αφήστε τα, στρατηγέ μου, είπεν ο ιδιαίτερος, θα σας αναγγείλω αμέσως. Ο Ιωάννου εκτύπησε δυο - τρεις φοράς το μαστίγιον εις τις μπόττες του και απήντησε: “Όχι, θα το πάρω, μπορεί να μου χρειασθή”. Μετά δυο-τρία λεπτά ο ιδιαίτερος εξήλθεν από το γραφείον του Στεργιάδη και είπε προς τον Ιωάννου: Ο κ. Ύπατος Αρμοστής σας περιμένει. Να διεβίβασεν άραγε ο ιδιαίτερος τα λόγια του Ιωάννου; Πιθανόν διότι ουδέ νύξιν του έκαμεν ο Στεργιάδης περί του σκοπού δια τον οποίον τον εκάλεσε, αλλ' απλώς του εζήτησε πληροφορίας περί του στρατού και της καταστάσεως»...
Συσσίτιο στο μέτωποΠεινούσε ο Στρατηγός…
Και κάτι ακόμα, ξανά από τον Χρήστο Αγγελομάτη: «Ο στρατηγός Ιωάννου είχε πάρει άδεια από το μέτωπο και βρέθηκε στην Αθήνα· έλαβε πρόσκληση του Βασιλέως να πάγη για πρόγευμα στο παλάτι του Τατογιού. Ο Αλέξανδρος έτρωγε πολύ απλά, ποτέ περισσότερα από δυο φαγητά, και δεν έπινε κρασί παρά παγωμένη κερκυραϊκή τσιτσιμπύρα, χειμώνα-καλοκαίρι. Σερβίρισαν λοιπόν κατά την ανακτορική συνήθεια, την ημέρα του γεύματος του Ιωάννου, πρώτα πιλάφι με γαρίδες κ' έπειτα μπιφτέκια. Όταν μετά το δεύτερο πιάτο παρουσιάστηκε το παγωτό, ο στρατηγός είπε στον Βασιλέα: “Επιτρέπεται, Μεγαλειότατε, να ρωτήσω κάτι για το τραπέζι που μου κάνετε; Τελειώσαμε;”
—Βέβαια. Τί άλλο θέλεις;
— Με συγχωρείτε, αλλά πεινώ. Εγώ στο στρατηγείο μου καλοτρώω, Μεγαλειότατε. Είμαι, δα, κοτζάμ άντρας. Είπα λοιπόν μέσα μου: αφού εγώ στην ερημιά μαγειρεύω τέσσερα φαγητά, στο παλάτι θα μου δώσουν έξι. Για να μη χορτάσω γρήγορα, πήρα λίγο από τα δύο πρώτα και, έτσι που τα κατάφερα, τώρα πεινάω. Θέλετε να γυρίσω πίσω και να πω στα παιδιά του Μετώπου ότι μου έκαμε τραπέζι ο Βασιλιάς μας κ' έφυγα πεινασμένος;». Ο Αλέξανδρος διάταξε, γελώντας, να ξαναρχίση το σερβίρισμα όσο να χορτάση ο στρατηγός». Ο στρατηγός, που πέθανε πένης και πεινασμένος απογοητευμένος και πικραμένος.
Δεκαβάλας, Μπαλαφάρας βιοι παράλληλοι
Στρατηγός Μπαλαφάρας και στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλας· τέκνο του Στρατή Μυριβήλη ο πρώτος, παιδί του Αλέκου Σακελάριου ο δεύτερος. Υπαρκτό πρόσωπο ο πρώτος, ήρωας κινηματογραφικός ο δεύτερος· κι όμως τόσες ομοιότητες! Ο στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλας (Βασίλης Λογοθετίδης) στο συγκινητικό φινάλε της ταινίας του Σακελάριου «Ένας ήρως με Παντούφλες» παραδίδει μάθημα πατριωτισμού απευθυνόμενος στη σύζυγό του (Νίτσα Τσαγανέα): «Σου πέρασε η ιδέα πως ό,τι έκανα εγώ με το σπαθί στο χέρι το ‘κανα για μερικούς επιτήδειους και για μερικά σκουλήκια; Ό,τι έκανα εγώ, Ειρήνη, το ‘κανα για οχτώ εκατομμύρια Έλληνες. Αυτό το σπαθί που βλέπεις, Ειρήνη, πολέμησε, χρόνια και χρόνια για τα ιδανικά μιας ολάκερης φυλής»! Και; Κι ο στρατηγός Δεκαβάλας κι ο στρατηγός Ιωάννου απένταροι πέθαναν· πένητες και ταπεινωμένοι… Ο στρατηγός της Μεγάλης Οθόνης ευτύχησε να απολαύσει το άγαλμά του, ο στρατηγός του Μυριβήλη έπρεπε να περιμένει 100 χρόνια στο χώμα για να ακούσει επαίνους…
Άργησες Λιβαδειά...
Τον τίμησε η Λιβαδειά
Τον Ιούνιο του 2022, κοντά 100 χρόνια μετά τον άδοξο και θλιβερό θάνατο του στρατηγού Ιωάννου, η γενέτειρά του, η Λιβαδειά τον τίμησε αναγείροντας προτομή του στην πλατεία πλάι στην οδό που φέρει το όνομα του. Και στάθηκαν προσοχή πλήθος επισήμων και ακούστηκαν λόγια βαριά με ανάλαφρη σημασία 100 χρόνια μετά την αποδημία ενός ήρωα που «έφυγε» βουτηγμένος στην ανέχεια και με την πείνα να τον κατατρύχει. Και ο δήμαρχος δεν ήταν διόλου φειδωλός σε μεγάλες κουβέντες που μικραίνουν στ’ αφτιά εκείνων που έχουν διαβάσει την Ιστορία: «Η πράξη μνήμης και τιμής προς το πρόσωπο του στρατηγού Ιωάννου- είπε ο δήμαρχος- θα αποτελεί διαρκές κίνητρο γνώσης της Ιστορίας, ώστε οι πράξεις μας να διασφαλίζουν τα εθνικά κεκτημένα».
Κι ο στρατηγός Μπαλαφάρας που «σκότωσε» η αναλγησία των πολιτικών κι ανέστησε η πένα του Μυριβήλη, δεν άκουσε τίποτα από όλα αυτά· ματαιωμένος απήλθε… Κι οι νεκροί δεν δίνουν σημασία στα ψέματα· η αλήθεια τους είναι η απελπισία κι έτσι συνεχίζουν ατάραχοι τον ύπνο τους· δεν τους τον χαλάνε οι μπαλαφάρες!
«Οι παρατηρητές απ΄αντίκρυ διακρίνουν πολλές φορές το πηλήκιο του που αστραποβολά μες στον ήλιο με τα χρυσάφια του, τηλεφωνάνε στο πυροβολικό τους κι αρχίζει το γλέντι..Το χαράκωμα πολλές φορές γίνεται γης μαδιάμ από τις γουρούνες... Κι ο Μπαλαφάρας προχωρεί, σηκώνει αξιόπρεπα με τ΄ανάστροφο του χεριού τις άκρες του μουστακιού του και προχωρεί...».
Πηγές: storiacontroversa.blogspot.com/ Χρήστου Αγγελομάτη: «Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας (Το έπος της Μικράς Ασίας)», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας- 1923. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη.